Θετικό τόνο γύρω από την περαιτέρω προσπάθεια διεύρυνσης και ενίσχυσης του εγχώριου επενδυτικού «story», εν αντιθέσει με τις όποιες βολές δέχεται ευρύτερα το ευρωπαϊκό οικονομικό οικοδόμημα, διατηρεί ο Filippo Taddei, ανώτερος οικονομολόγος για την Ευρώπη, επικεφαλής για τη Νότια Ευρώπη και Εκτελεστικός Διευθυντής της Goldman Sachs.
Μιλώντας στο insider.gr, ο Taddei εκτιμά πως η Ελλάδα θα καταφέρει να «υψώσει τείχη» στη βάση της επερχόμενης ευρωπαϊκής ύφεσης κατά το νέο έτος, χαράσσοντας μια διαφορετική πορεία από αυτήν της Ιταλίας και της Γερμανίας. Από την άλλη, παρά την εντεινόμενη πίεση που προκαλεί ο υψηλός πληθωρισμός σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ο ίδιος στέκεται σε δύο ιδιαιτέρως κρίσιμα ζητήματα που χρίζουν παρακολούθησης, τονίζοντας παράλληλα πως η προβληματική και η «τροχιά» αποκλιμάκωσης των πιέσεων θα αποτελέσει σαφώς ένα δύσκολο, αλλά διαχειρίσιμο ζήτημα.
Ο ίδιος παραμένει καθησυχαστικός προς ώρας, γύρω από έναν πιθανό νέο όγκο εισροών NPEs που μπορεί να προκληθεί αλυσιδωτά και έμμεσα από τον πληθωρισμό και τα υψηλότερα επιτόκια στις ελληνικές τράπεζες, αναμένοντας μια αύξηση του κόστους κινδύνου. Παράλληλα, τονίζει πως οποιαδήποτε αλλαγή, και εάν φυσικά υπάρξει, στο πολιτικό σκηνικό της χώρας θα ήταν κρίμα να «φρενάρει» την ευρύτερη δυναμική που απορρέει από την πορεία της οικονομίας και της πολιτικής στάσης της χώρας.
Τέλος, ως προς την ενεργειακή κρίση και την επόμενη ημέρα που ξημερώνει στην Ευρώπη, καθώς η γεωπολιτική «τράπουλα» ξαναμοιράζεται υπό το πρίσμα της πιο ανέξελεγκτης σύγκρουσης Ρωσίας - Ουκρανίας, Δύσης, ο Taddei επισημαίνει πως η Ευρώπη θα πληρώσει διαρθρωτικά ένα υψηλότερο κόστος για το φυσικό αέριο και τον επόμενο χειμώνα από ό,τι ήταν μέχρι τις αρχές του 2021. Ωστόσο, ο υψηλός «πήχης» των προκλήσεων και της τρέχουσας κρίσης που πλήττει σφόδρα τη Γηραιά Ήπειρο, διαμορφώνει ένα πλαίσιο ευκαιριών για επενδύσεις, τις οποίες έχει καθυστερήσει για αρκετά χρόνια η ΕΕ.
Συνέντευξη του Filippo Taddei στον Ανδρέα Βελισσάριο
- Η ολοκλήρωση του τρέχοντος έτους αναμένεται να βρει την ελληνική οικονομία και την αναπτυξιακή της δυναμική υψηλότερα από αυτήν της Ευρωζώνης στη βάση της ανάκαμψης του τουριστικού κλάδου και της κατανάλωσης. Τι αναμένετε για το 2023 αλλά και για τα επόμενα έτη;
Δυστυχώς, δεν θεωρούμε πως ο πληθωρισμός έχει φτάσει ακόμη στο υψηλότερό του επίπεδο. Ο αντίκτυπος των υψηλών τιμών ενέργειας θα αυξηθεί μέχρι τον Δεκέμβριο, φαινόμενο που θα συνεχιστεί και στις αρχές του 2023, προτού αρχίσει να υποχωρεί αργότερα. Ο πληθωρισμός θα αρχίσει να υποχωρεί μόνο αφού φτάσει στο ανώτατο επίπεδό του (κορυφή) στο τέλος του έτους. Αυτό θα επηρεάσει κάθε χώρα της Ευρωζώνης, με την Ελλάδα ωστόσο να βρίσκεται σε μια σχετικά καλύτερη θέση εξαιτίας της χαμηλότερης ενεργειακής της έντασης και της έμφασης που δίνει στον τομέα των υπηρεσιών. Η επερχόμενη ευρωπαϊκή ύφεση πιθανότατα θα έχει μόνο μια έμμεση επίδραση στην ελληνική οικονομία, η οποία αναμένεται να συνεχίσει την ανάκαμψή της το 2023 και σε μια έντονη αντίθεση κίνηση με αυτήν της Ιταλίας και της Γερμανίας, όπου αναμένουμε να περάσουν σε ύφεση (αρνητική ανάπτυξη) το 2023.
- Ποια είναι η εκτίμησή σας γύρω από τις επίμονα έντονες πληθωριστικές πιέσεις που έχουν διαχυθεί στην ελληνική οικονομία προκαλώντας ένα ντόμινο ισχυρών πιέσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά;
Φοβάμαι ότι αυτό δεν είναι μόνο ένα ελληνικό φαινόμενο. Είναι ένα διαρκές ευρωπαϊκό χαρακτηριστικό και όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανταποκρίνονται με τον ίδιο τρόπο. Χρησιμοποιούμε δημοσιονομικούς πόρους που αναμένεται να είναι κατά μέσο όρο, ευθυγραμμισμένοι με την εκτίμησή μας, για 2,5% του ΑΕΠ μόνο το 2023, μετά από το 3% του ΑΕΠ που δαπανήθηκε το 2022. Αυτό που είναι σημαντικό να παρακολουθούμε, είναι εάν αυτή η πίεση των τιμών εδραιώνεται στην οικονομία μέσω της αυξημένης μετακύλισης στις τιμές στον τομέα των υπηρεσιών και της πυροδότησης ενός «σπιράλ» μισθών – τιμών. Μέχρι στιγμής κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Η αύξηση των μισθών ενισχύεται σε ολόκληρη την Ευρώπη και εκτιμάται ότι θα φτάσει το 5% το 2023. Ωστόσο, παραμένει χαμηλότερα από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ και είναι σημαντικά χαμηλότερη από τον πληθωρισμό, επιφέροντας μια συρρίκνωση του πραγματικού εισοδήματος που κάνει πλέον τη ζωή των ευρωπαίων πολιτών πιο δύσκολη. Η αδυναμία του Ευρωπαίου και του Έλληνα καταναλωτή θα περάσει και θα γίνει αισθητή στον επιχειρηματικό κλάδο, με τη δημοσιονομική στήριξη ωστόσο, να είναι ισχυρή και τη χρηματοοικονομική μόχλευση να είναι αρκετά πιο συγκρατημένη σε σύγκριση με το παρελθόν. Σαφώς θα αποτελέσει ένα δύσκολο, αλλά διαχειρίσιμο ζήτημα.
- Στη βάση των ανωτέρω και προσθέτοντας το ζήτημα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων που φαίνεται να προκαλεί τριγμούς στην κυβέρνηση, ποια είναι η άποψή σας γύρω από το πολιτικό σκηνικό στη χώρα; Σας ανησυχεί αυτό το ζήτημα αλλά και το σκέλος της πολιτικής σταθερότητας βαδίζοντας προς τις βουλευτικές εκλογές;
Εμπιστευόμαστε τους θεσμούς της ελληνικής πολιτείας και εκτιμούμε πως θα χειριστούν σωστά το ζήτημα. Ωστόσο, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια σχετικά καλή θέση, στη βάση της ισχυρότερης, από άλλες χώρες της Ευρώπης, ανάπτυξη, με μια πολιτική στάση και θέση που έχει δείξει μια ξεκάθαρη δέσμευση προς το σκέλος των επενδύσεων, των μεταρρυθμίσεων, του Ταμείου Ανάκαμψης και της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας. Ό,τι κι αν γίνει και όποια αλλαγή και εάν υπάρξει, θα ήταν κρίμα για τη χώρα να «φρενάρει» και να διακόψει αυτή τη δυναμική.
- Ως προς την ενότητα του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, μια δύσκολη ενότητα του παρελθόντος φαίνεται να κλείνει. Στηριζόμενες στις αναπτυξιακές προοπτικές και στη δυναμική της οικονομίας έδειξαν να επανέρχονται στη βασική τους θέση, στήριξης και χρηματοδότησης σημαντικών κλάδων και μονάδων, με σημαντική συμβολή και του πυλώνα του RRF. Εκτιμάτε ωστόσο πως οι «επιθετικές» κινήσεις της ΕΚΤ, ο υψηλός πληθωρισμός και η κρίση του κόστους ζωής, μπορούν να προκαλέσουν νέα defaults και νέα «κόκκινα» από την ενότητα των ρυθμισμένων δανείων, τη στιγμή που βρισκόμαστε ήδη στην αναζήτηση κάποιας νέας βιώσιμης λύσης;
Πράγματι, το ερώτημα σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με έναν νέο σχηματισμό NPEs υπό το πρίσμα του υψηλού πληθωρισμού, των επιτοκίων και των τιμών των εμπορευμάτων είναι πολύ επίκαιρο και δεν αφορά μόνο τις ελληνικές τράπεζες. Μέχρι στιγμής και κατά το πρώτο εννεάμηνο του 2022 οι τάσεις πιστωτικής ποιότητας των ελληνικών τραπεζών δεν έδειξαν δείγματα επιδείνωσης καθώς τα καθαρά επίπεδα σχηματισμού NPEs ήταν αρνητικά ή μηδενικά (oι εισροές αντισταθμίστηκαν από τις εισπράξεις) και αναμένουμε ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες θα φτάσουν σε ένα μεσαίο μονοψήφιο δείκτη NPE μέχρι τα τέλη του 2022, το οποίο θα είναι πλέον κοντά στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο και το επίπεδο των τραπεζών της Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA). Στο μοντέλο μας υιοθετούμε ένα μέγεθος νέων εισρών NPEs το 2023 - 2024, το οποίο ωστόσο αναμένουμε να αντισταθμιστεί από τον όγκο των εισπρράξεων και των ανακτήσεων. Συνεπώς, σε αυτή τη φάση δεν αναμένουμε κάποια σημαντική αύξηση των NPEs για τις ελληνικές τράπεζες, κάτι που εξηγείται και στηρίζεται στην επέκταση της οικονομικής ανάπτυξης στην περιοχή (που υποστηρίζεται επίσης από το RRF), στη μείωση του ποσοστού ανεργίας και στα επίσης ενισχυμένα μοντέλα αξιολόγησης κινδύνου των τραπεζών. Σε αυτό το σκέλος, αναμένουμε μια πιο έντονη αύξηση του επιπέδου του κόστους κινδύνου (κατά 7 - 10 μονάδες βάσης σε ετήσια βάση), καθώς αναμένουμε από τις τράπεζες να αυξήσουν σε προληπτική βάση τις προβλέψεις τους (ή τα αποθεματικά τους) έναντι της υποβάθμισης της ποιότητας του ενεργητικού (άρα να αυξήσουν τους δείκτες κάλυψης NPEs). Ορισμένες τράπεζες, έχουν ήδη αυξήσει στη βάση του guidance για εφέτος το κόστος κινδύνου ώστε να λάβουν, αυτό ακριβώς υπόψιν.
- Πότε εκτιμάτε ότι μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα και τι δύναται να επιφέρει σε επίπεδο οικονομίας και επίπεδο επενδυτικού ενδιαφέροντος;
Δεν θέτουμε μια ακριβή εκτίμηση γύρω από το χρονοδιάγραμμα, αλλά η εγχώρια αναπτυξιακή δυναμική και η πορεία των δημοσιονομικών βρίσκονται σε μια καλή θέση και σε μια «τροχιά» προς την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας.
- Κατά τη γνώμη σας και με την εικόνα που παρουσίαζαν και παρουσιάζουν τα ομόλογα και τα spread της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα της Νότιας Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία), πόσο πιθανό θεωρείτε να ξεσπάσει μια νέα κρίση χρέους (με το «QT» να αναμένεται) στην Ευρωζώνη (ή ευρύτερα);
Πιστεύουμε ότι αυτό το σενάριο είναι αρκετά απίθανο. Η ενισχυμένη και συντονισμένη δημοσιονομική ευρωπαϊκή πολιτική και το ισχυρό επίπεδο ονομαστικής ανάπτυξης αναμένεται να αντισταθμίσουν την αύξηση του κόστους χρηµατοδότησης του χρέους εξαιτίας των υψηλότερων επιτοκίων κατά τα επόμενα δύο χρόνια. Ωστόσο, παρατηρούμε ότι η τρέχουσα τιμολόγηση από τις αγορές γύρω από το δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης είναι αρκετά υψηλή (υψηλές τιμές). Πρόσφατα, οι αποδόσεις των ομολόγων υποχώρησαν απότομα στις χώρες του ευρωπαϊκού «πυρήνα» και του Νότου, με την απόδοση του δεκαετούς Bund να έχει υποχωρήσει περισσότερο από 50 μονάδες βάσης από τις αρχές Νοεμβρίου, ενώ του ιταλικού έχει υποχωρήσει ακόμη περισσότερο, φέρνοντας το spread μεταξύ των δύο στο επίπεδο που ήταν αρχικώς κατά το δεύτερο τρίμηνο. Πιστεύω ότι η αγορά δεν τιμολογεί σωστά το ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει κατά 150 μονάδες βάσης τα επιτόκια - κατά την άποψη και την οπτική μας - και ότι εν συνεχεία θα σταματήσει να επανεπενδύει τις λήξεις.
- Στη βάση της σύγκρουσης μεταξύ Ρωσίας - Ουκρανίας και Δύσης αλλά και ευρύτερα των εύθραυστων γεωπολιτικών ισορροπιών, με μια ασαφή κατεύθυνση από την Κομισιόν όσον αφορά την αντιμετώπιση του υψηλού ενεργειακού κόστους και του κόστους των πρώτων υλών, πιστεύετε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε αρκετούς δύσκολους χειμώνες και «αλυσιδωτες» ενεργειακές κρίσεις στην Ευρώπη;
Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση, αλλά θα παραμένω προσεκτικός στη βάση των κινδύνων, έχοντας την επίγνωση των ευκαιριών. Ο τρέχων χειμώνας σίγουρα δεν θα είναι ο τελευταίος δύσκολος. Ο επόμενος θα μας βρει ακόμα σε μια ημιτελή μετάβαση και, ακόμη και στο τέλος της, πιστεύουμε ότι η Ευρώπη θα πληρώσει διαρθρωτικά ένα υψηλότερο κόστος για το φυσικό αέριο από ό,τι μέχρι τις αρχές του 2021. Ωστόσο, αυτή η πρόκληση θα συνοδεύεται επίσης από ένα «κύμα» διαρθρωτικών επενδύσεων που η Ευρώπη έχει καθυστερήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Μόνο για την ελληνική οικονομία, υπάρχει μια δυναμική της τάξεως του 18% του ΑΕΠ για επενδύσεις υπό τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Πιθανότατα θα έρθουν περισσότερα με το RepowerEU και την ευαισθητοποίηση που θα επικρατήσει μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών φορέων χάραξης πολιτικής. Συνεπώς, έφτασε επιτέλους η ώρα, η Ευρώπη να αρχίσει να επενδύει εκ νέου. Κάθε πρόκληση συνοδεύεται από μια ευκαιρία, αλλά αυτή είναι μια αρκετά μεγάλη.