Μετά από οκτώ διαδοχικά αναπτυξιακά τρίμηνα, η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,5% στη διάρκεια του τρίτου τριμήνου και σε τριμηνιαία βάση, δείχνοντας δείγματα εξασθένισης της δυναμικής της, όπως αναφέρει ο ανώτερος οικονομολόγος της HSBC για την Ευρώπη Fabio Balboni.
Η ιδιωτική κατανάλωση υποχώρησε ελαφρώς κατά 0,1% σε τριμηνιαία βάση ενώ το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου μεγεθύνθηκε, με τις εξαγωγές να μειώνονται κατά 3,3% σε τριμηνιαία βάση, παρά την ισχυρή τουριστική περίοδο. Η ανάπτυξη του δευτέρου τριμήνου αναθεωρήθηκε σημαντικά - και όχι για πρώτη φορά - με την ανάπτυξη να υπολογίζεται πλέον στο 0,6% (σε τριμηνιαία βάση) σε σύγκριση με το 1,2% προηγουμένως. Ακόμη και έτσι, το ΑΕΠ εξακολουθεί να είναι κατά 3,6% υψηλότερο από τα προ πανδημίας επίπεδα – με τις επενδύσεις να είναι κατά 33% υψηλότερες (αν και σχεδόν 40% χαμηλότερα από το ανώτατο επίπεδο του 2010).
Επιπλέον, τα τελευταία στοιχεία και δεδομένα δείχνουν μια ευρεία σταθεροποίηση της οικονομικής δραστηριότητας. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) ανέκαμψε ελαφρώς τον Νοέμβριο – σε ευθυγράμμιση με την υπόλοιπη Ευρώπη – στις 101,4 από 98,4 μονάδες τον Οκτώβριο (το χαμηλότερο επίπεδο από την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού). Ο δείκτης PMI μεταποίησης παρέμεινε σε ένα ιδιαίτερα πιεσμένο επίπεδο (στις 48,4 μονάδες) υποδεικνύοντας μια συνεχιζόμενη συρρίκνωση του κλάδου λόγω της υποτονικής ζήτησης που απορρέει από τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις (η βιομηχανική παραγωγή υποχώρησε απότομα τον Οκτώβριο οδηγώντας τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σε αρνητικό έδαφος, στο -2,5%, αφού είχε καταγράψει σταθερούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού).
Από την άλλη ωστόσο, η αγορά εργασίας έδειξε δείγματα ανθεκτικότητας και σταθερότητας, με το ποσοστό ανεργίας να υποχωρεί κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες στο 11,6% τον Οκτώβριο (το χαμηλότερο επίπεδο από τον Ιανουάριο του 2010). Παρόλο που η καταναλωτική εμπιστοσύνη ανέκαμψε τον Νοέμβριο, στις -51,9 από τις -57,9 μονάδες τον Οκτώβριο (χαμηλό πενταετίας), παραμένει σε ιδιαίτερα πιεσμένα επίπεδα, τα οποία σε συνδυασμό με τον υψηλό πληθωρισμό (8,5% σε ετήσια βάση τον Νοέμβριο, 3,5 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το ανώτατο επίπεδο που καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο) θα αποτελούν «οδηγό» και θα επιβαρύνουν την πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης τα επόμενα τρίμηνα. Κατά συνέπεια, οι μεγάλες αυξήσεις στους μισθούς (η κυβέρνηση αύξησε τον κατώτατο μισθό κατά περίπου 10% φέτος) και η γενναιόδωρη δημοσιονομική στήριξη αναμένεται να αποτελέσουν ένα «μαξιλάρι» για τα νοικοκυριά, όπως σχολιάζει ο Balboni.
Παράλληλα, η αγορά κατοικίας παραμένει επίσης σε μια ανοδική «τροχιά». Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 11,2% σε ετήσια βάση (αύξηση κατά 3,7% σε τριμηνιαία βάση) το τρίτο τρίμηνο, φθάνοντας σχεδόν κατά 40% υψηλότερα από το κατώτατο επίπεδο του 2017. Μετά την ισχυρή καλοκαιρίνη περίοδο, ο κλάδος του τουρισμού κατέγραψε σημάδια σταθερότητας το φθινόπωρο, με τις εισερχόμενες ροές ξένων τουριστών μέσω του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών να αυξάνονται κατά 24% σε ετήσια βάση, 4% υψηλότερες από το 2019 και σχεδόν υπερδιπλάσιες μετρώντας από τις αρχές του έτους έναντι του περασμένου έτους (αλλά ακόμα κατά 14% χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα).
Η HSBC εκτιμά για φέτος πως οι ροές των ξένων τουριστών θα μπορούσαν από μόνες τους να συνεισφέρουν κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες στην αύξηση του ΑΕΠ, με περαιτέρω περιθώρια βελτίωσης το επόμενο έτος, όταν δύναται να προσθέσουν ακόμη 1 - 2 ποσοστιαίες μονάδες. Ευρύτερα, ο βρετανικός οίκος μείωσε τις εκτιμήσεις του για την αύξηση του ΑΕΠ για το φετινό έτος στο 5% (από 6,5% προηγουμένως) και στο 1,2% το 2023 (από 2% προηγουμένως). Για το 2024 εξακολουθεί να αναμένει ανάπτυξη 1,7%, υπό τη στήριξη των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (από το οποίο η Ελλάδα θα μπορούσε να λάβει 31 δισ. ευρώ έως το 2026). Αυτό θα πρέπει να υποστηρίξει τόσο τις δημόσιες όσο και τις ιδιωτικές επενδύσεις (τα δάνεια θα διατεθούν σε επιχειρήσεις με βάση το 20% του προϋπολογισμού της επένδυσης). Ο πληθωρισμός από το 9,3% που αναμένεται να κλείσει για εφέτος θα υποχωρήσει στο 4,7% το 2023 και στο 2,8% το 2024, ενώ ο δείκτης δημόσιου χρέους θα υποχωρήσει στο 165,4% το 2023 από 171,3% φέτος και στο 160,1% το 2024.
Στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2023, το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας αναμένεται να συρρικνωθεί από το 4,2% του ΑΕΠ το 2022 στο 2,1% το 2023, με τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ να αναμένεται να υποχωρήσει από το 169,1% του ΑΕΠ σχεδόν το 2022 (από σχεδόν 195% το προηγούμενο έτος) στο 161,6% το 2023.
Τα μέτρα για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης ανέρχονται στο 5,5% του ΑΕΠ το 2022 και στο 5,8% το 2023. Αυτά χρηματοδοτούνται εν μέρει από τους φόρους που επιβάλλονται στα απροσδόκητα κέρδη των παραγωγών ενέργειας, μειώνοντας συνεπώς το καθαρό κόστος στο 2,3 % του ΑΕΠ το 2022 και στο 0,5% το 2023 σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η κυβέρνηση παραμένει προσηλωμένη ως προς την επίτευξη ενός πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος το 2023. Ωστόσο, ελλοχεύει ο κίνδυνος να χαθεί ο στόχος αυτός, καθώς ορισμένα πιθανά προσωρινά απροσδόκητα φορολογικά έσοδα στρέφονται για τη χρηματοδότηση μόνιμων αυξήσεων στο σκέλος των δαπανών και των φορολογικών μειώσεων.
Η Ελλάδα σκοπεύει να δαπανήσει το 1,6% των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης το 2023 και το 1,5% το 2024. Η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να χρησιμοποιήσει δάνεια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό – επηρεάζοντας το χρέος αλλά όχι το έλλειμμα, καθώς θα χρηματοδοτήσει δάνεια με κατεύθυνση προς τον ιδιωτικό τομέα – ύψους 0,8% του ΑΕΠ το 2023 , το 2024 και το 2025 και 0,7% του ΑΕΠ το 2026. Όπως σημειώνει ο Balboni, η Ελλάδα μέχρι στιγμής παραμένει σε μια καλή «τροχιά» για την εφαρμογή ενός πλέγματος μεταρρυθμίσεων, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ανοίγει πρόσφατα τον δρόμο για την εκταμίευση 3,6 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 1,7 δισ. επιχορηγήσεις και 1,9 δισ. ευρώ σε δάνεια) πιθανώς σε αρχές του 2023, ενώ εξέδωσε επίσης μια θετική πρώτη έκθεση μετά το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, η οποία αναμένεται να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο ως προς την τελική δέσμη μέτρων μείωσης του χρέους συνολικής αξίας περίπου 6 δισ. ευρώ.
Ωστόσο στο ευρύτερο πλαίσιο που αναλύει η HSBC, κυριαρχεί και ένα φάσμα κινδύνων. Η αύξηση των τιμών των κατοικιών αποτελεί ένα θετικό παράγοντα για την οικονομία, αλλά και για τον τραπεζικό κλάδο, που ενδέχεται ωστόσο να μην έχει διάρκεια, με τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων που αυξάνονται τάχιστα να αποτελούν μια πρόκληση – και με μια πολιτική χροιά, λαμβάνοντας υπόψη τις επερχόμενες εκλογές. Όπως επισημαίνει ο Balboni, η κυβέρνηση επεξεργάζεται ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης των στεγαστικών δανείων για ευάλωτα νοικοκυριά, με τις τράπεζες να συμφωνούν και να εξετάζουν ένα δωδεκάμηνο πλάνο για 20 - 30 χιλιάδες ευάλωτους δανειολήπτες υπό αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας, το οποίο αναμένεται να επιφέρει και να ενεργοποίησει μια επιδότηση έως και 50% του επιπλέον μηνιαίου κόστους εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων εξαιτίας των αυξανόμενων επιτοκίων, με κόστος 20 δισ. ευρώ στις τράπεζες.
Βέβαια, ο βασικός κίνδυνος για μια επί τα χείρω αναθεώρηση των προοπτικών από την HSBC απορρέει από την ενεργειακή κρίση, η οποία αναμένεται να οδηγήσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν στο 10% του ΑΕΠ φέτος (το υψηλότερο επίπεδο από το 2010). Τουλάχιστον, μια πιο σταθερή πορεία από ό,τι στο παρελθόν καταγράφουν οι άμεσες ξένες επενδύσεις που έφτασαν σε ιστορικό υψηλό πέρυσι (στο 2,8% του ΑΕΠ) παραμένοντας ισχυρές, σε σύγκριση με το μόλις 0,2% του 2010. Η ενεργειακή μετάβαση προσφέρει επίσης ευκαιρίες, ιδιαίτερα όσον αφορά τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που χρηματοδοτούνται εν μέρει από το Ταμείο Ανάκαμψης και πιθανώς επίσης από το σχέδιο RePowerEU της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνολικού ύψους 210 δισ. ευρώ.