Στη σύναψη διμερών συμβολαίων με τη ΔΕΗ αναζητεί λύση το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τη «θωράκιση» των εγχώριων βιομηχανιών από το υψηλό ενεργειακό κόστος. Όπως επισημαίνουν υψηλόβαθμες πηγές του ΥΠΕΝ, στόχος του σχεδίου είναι οι βιομηχανικοί καταναλωτές όχι μόνο να εξασφαλίσουν ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος, αλλά και «ορατότητα» για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, σχετικά με τα ποσά τα οποία θα καταβάλλουν για κάθε Μεγαβατώρα που καταναλώνουν.
Η λύση αυτή που διερευνά το υπουργείο μπαίνει στις ράγες σε μία συγκυρία όπου εκπνέουν (ή εξέπνευσαν στο τέλος του 2022) οι συμβάσεις προμήθειας σταθερής χρέωσης με τη ΔΕΗ, για ένα μεγάλο αριθμό εγχώριων ενεργοβόρων επιχειρήσεων. Έτσι, όλες αυτές οι βιομηχανίες βρίσκονται ενώπιον του ενδεχομένου να «γυρίσουν» σε κυμαινόμενα τιμολόγια, τα οποία θα συναρτώνται από τις χονδρεμπορικές τιμές.
Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως το ενεργειακό κόστος τους θα αυξανόταν κατακόρυφα, με δεδομένο ότι τα έσοδα του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης είναι περιορισμένα. Επομένως, οι επιδοτήσεις των βιομηχανικών τιμολογίων δεν θα μπορούσαν να φτάσουν σε τέτοια επίπεδα, ώστε οι απορροφήσεις των αυξήσεων στην υψηλή και μέση τάση να κινούνται στο ίδιο ποσοστό με τους καταναλωτές στη χαμηλή τάση (όπως τα νοικοκυριά).
Συμβάσεις αρχικά με θερμικές μονάδες
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως συμπληρώνουν τα στελέχη του ΥΠΕΝ, εξετάζεται η προώθηση διμερών συμβάσεων (Power Purchase Agreements, PPAs) ανάμεσα στις βιομηχανίες και τη ΔΕΗ. Σε πρώτη φάση, τα PPAs θα αφορούν ένα χαρτοφυλάκιο θερμικών μονάδων της επιχείρησης, το οποίο θα αποτελείται κυρίως από λιγνιτικούς σταθμούς και δευτερευόντως από σταθμούς αερίου της εταιρείας.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ένας βιομηχανικός καταναλωτής με PPA θα χρησιμοποιεί ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται από ένα συγκεκριμένο portfolio της ΔΕΗ, με τα συγκεκριμένα «πακέτα» ηλεκτρικής ενέργειας να εγχέονται στο σύστημα έχοντας αποκλειστικό αποδέκτη τη συγκεκριμένη βιομηχανία.
Όπως είναι φυσικό, η τιμολόγηση των PPAs θα καλύπτει το λειτουργικό κόστος του χαρτοφυλακίου των μονάδων, προσθέτοντας σε αυτό ένα εύλογο κέρδος για τη ΔΕΗ. Έτσι, οι μονάδες θα εξασφαλίζουν προσιτή ηλεκτρική ενέργεια, φθηνότερη από τις χονδρεμπορικές τιμές. Κι αυτό γιατί η ενεργειακή κρίση έχει καταστήσει το λειτουργικό κόστος των λιγνιτικών μονάδων σημαντικά χαμηλότερο από τα επίπεδα στα οποία κινείται η αγορά Επόμενης Ημέρας.
Είναι ενδεικτικό ότι, για παράδειγμα, το ανώτατο όριο αμοιβής για τους λιγνιτικούς σταθμούς είχε οριστεί για τον Νοέμβριο στα 187,15 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Στον αντίποδα, η αγορά Επόμενης Ημέρας «έκλεισε» τον ίδιο μήνα στα 227,75 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Παράλληλα, με δεδομένο ότι τα συμβόλαια θα έχουν διάρκεια μερικών ετών, οι βιομηχανίες θα είναι θωρακισμένες απέναντι από τυχόν νέες, ακόμη μεγαλύτερες εκτινάξεις των χονδρεμπορικών τιμών. Επίσης, το σχέδιο του ΥΠΕΝ είναι προοδευτικά να ενταχθούν και νέες μονάδες ΑΠΕ της ΔΕΗ, στο χαρτοφυλάκιο με το οποίο η επιχείρηση θα προσφέρει διμερή συμβόλαια. Κάτι που θα σήμαινε διμερείς συμβάσεις με ακόμη μικρότερη τιμή, καθώς οι ΑΠΕ είναι αυτή τη στιγμή η φθηνότερη τεχνολογία ηλεκτροπαραγωγής.
Εξαίρεση από το πλαφόν
Για να μπορέσει να εφαρμοσθεί το παραπάνω σχέδιο, απαραίτητο είναι τα «πακέτα» ενέργειας που διακινούνται μέσω των PPAs να μην υπόκεινται στο πλαφόν αποζημίωσης που ισχύει από τον Ιούλιο για τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής όλων των τεχνολογιών. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους του ΥΠΕΝ, έχει ήδη βρεθεί η φόρμουλα ώστε οι συγκεκριμένες ποσότητες ρεύματος να εξαιρεθούν από αυτό το ανώτατο όριο αποζημίωσης.
Όπως συμπληρώνουν μάλιστα, ήδη βρίσκονται σε ώριμο στάδιο οι διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν, για την εφαρμογή αυτής της φόρμουλας. Με δεδομένο ότι το πλαφόν έχει λάβει την έγκριση των Βρυξελλών, οι οποίες άναψαν το «πράσινο φως» για τον προσωρινό μηχανισμό ανάκτησης των υπερεσόδων των παραγωγών, οποιαδήποτε τροποποίηση χρειάζεται κοινοτική συμφωνία.
Όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές διαπραγματεύσεις, τότε η παρέμβαση αυτή θα μπορεί να ενεργοποιηθεί άμεσα. Κι αυτό γιατί δεν θα χρειαστεί καν νομοθετική ρύθμιση, αλλά μία απλή Υπουργική Απόφαση.
Αύξηση του ορίου της ΔΕΗ για διμερή συμβόλαια
Τα στελέχη του ΥΠΕΝ επισημαίνουν πως στο πλαίσιο της σύναψης διμερών συμβολαίων της ΔΕΗ με τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, εντάσσεται και πρόσφατη απόφαση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ), με την οποία αυξάνεται στο 30% το ανώτερο όριο των πωλήσεων της επιχείρησης στη λιανική ρεύματος, το οποίο μπορεί να καλύψει μέσω PPAs με φυσική παράδοση. Κι αυτό γιατί η αύξηση του ορίου δίνει μεγαλύτερα περιθώρια στη ΔΕΗ για διμερείς συμβάσεις για το «καλάθι» προμήθειάς της, ώστε να ικανοποιήσει τις ανάγκες των ενεργοβόρων βιομηχανιών για ρεύμα.
Το όριο στη σύναψη διμερών συμβολαίων ίσχυε αρχικά για όλους τους προμηθευτές που διαθέτουν και ηλεκτροπαραγωγή, καταργούμενο ωστόσο από τις αρχές του 2022 για τους ιδιωτικούς καθετοποιημένους Ομίλους. Με δεδομένο ότι η ΔΕΗ κατέχει δεσπόζουσα θέση στην προμήθεια, είναι η μόνη εταιρεία που εξακολούθησε να ισχύει αυτό το «ταβάνι», ορισμένο στο 20% το 2022.
Για την αναπροσαρμογή του το 2023, το Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας ανέθεσε μελέτη, η οποία συμπέρανε πως το όριο θα πρέπει να καθοριστεί μεταξύ του 20% και του 30%, ώστε η αγορά Επόμενης Ημέρας να συνεχίσει να έχει επαρκή ρευστότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εισήγηση του Χρηματιστηρίου Ενέργειας ήταν το όριο να τεθεί στο 25% για το 2023 στη ΔΕΗ.