Μήνυμα για νέες αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη έστειλε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν.
Σε συνέντευξη του στους Financial Times, ο Λέιν ανέφερε πως «πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω τα επιτόκια».
Σημειώνεται πως από τον Ιούλιο του 2022 η ευρωτράπεζα έχει αυξήσει τα βασικά της επιτόκια κατά 2,5% με στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την επιστροφή του στα επίπεδα του 2% που έχει θέσει ως στόχο η ΕΚΤ. Τον Δεκέμβριο του 2022 ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 9,2%, σημαντικά πιο πάνω από τον στόχο.
«Πέρσι μπορούμε να πούμε πως έπρεπε να φέρουμε τα επιτόκια σε περισσότερο κανονικά επίπεδα και τώρα λέμε πως πρέπει να τα φέρουμε σε περιοριστικό ύψος» δήλωσε ο Λέιν.
Οι κυβερνήσεις για την καταπολέμηση του πληθωρισμού
Ενώ οι αναλυτές εκτιμούν πως το επιτόκιο καταθέσεων της τράπεζας θα φθάσει γύρω στο 3,3% φέτος το καλοκαίρι, ο Λέιν μίλησε για μια πιο επιφυλακτική προσέγγιση, υποστηρίζοντας πως πολύ σημαντική θα είναι η απάντηση των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των κυβερνήσεων στις κινήσεις της ΕΚΤ.
Το στέλεχος της τράπεζας υποστηρίζει πως οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, που ξοδεύουν περισσότερα σε μέτρα στήριξης τώρα, θα πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο ρόλο στην καταπολέμηση του πληθωρισμού.
«Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα πρέπει να μειώσουν το ύψος των μεγάλων ελλειμμάτων τους που παραμένουν. Θα χρειαστούν σημαντικές δημοσιονομικές προσαρμογές τα επόμενα χρόνια» τόνισε ο Λέιν.
Μιλώντας για τον πληθωρισμό, ο Λέιν είπε πως αυτό θα παρουσιάσει μεγάλη μείωση εντός του 2023. «Το θέμα είναι πώς θα πας εγκαίρως από το 3,5% στο τέλος του 2023 στο στόχο του 2%. Εδώ θα είναι σημαντική η πολιτική των επιτοκίων... για να εξασφαλιστεί πώς θα διανυθεί το τελευταίο χιλιόμετρο της επιστροφής στο στόχο».
«Μόλις τα επιτόκια θα είναι αρκετά υψηλά ώστε να περιορίσουν την ανάπτυξη, η ΕΚΤ θα χρειαστεί να εξισορροπήσει τον κίνδυνο του να κάνει υπερβολικά πολλά με τον κίνδυνο να κάνει υπερβολικά λίγα και αυτό μπορεί να είναι κάτι το οποίο θα διαρκέσει «για τα επόμενα ένα ή δύο χρόνια», σημείωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ.