Με τις τουρκικές εκλογές σε απόσταση λίγων μηνών, στις 14 Μαΐου, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται για άλλη μία φορά αντιμέτωπος με την αμφισβήτηση της παντοδυναμίας του, και αυτή την φορά, ξεκινά αυτή την μάχη σε σαφώς δυσκολότερη θέση από τις προηγούμενες.
Οι προκλήσεις για τον Τούρκο Πρόεδρο είναι μεγάλες, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, καθώς επί της τελευταίας θητείας του η τουρκική οικονομία «περνά» δύσκολες ώρες, ενώ έχει να αντιμετωπίσει μία συσπειρωμένη αντιπολίτευση που έχει βάλει ως στόχο να βάλει ένα τέλος στο «καθεστώς Ερντογάν».
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η πρόθεση ψήφου για το AKP έχει κάνει «βουτιά» σε σχέση με τις εκλογές του 2018 στις οποίες ήρθε πρώτο με 43,7%, ακολουθούμενο από το MHP με 24,2%.
Ωστόσο τώρα, απαντώντας στην ερώτηση «Ποιο κόμμα θα ψηφίζατε αν γίνονταν γενικές εκλογές αυτήν την Κυριακή;», το AKP παίρνει το 36,8%, ακολουθούμενο από το Καλό Κόμμα με 22,6%, το CHP με 18,9%, MHP με 15,5% και Άλλο με 6,2%.
Στις προβλέψεις για το αποτέλεσμα των εκλογών, πρέπει να συνυπολογιστεί πως η αντιπολίτευση κατέρχεται σχεδόν ενιαία.
Το λεγόμενο «Τραπέζι των Έξι», είναι η συμμαχία που συγκροτήθηκε με την συμμετοχή του κεμαλικού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), του Καλού Κόμματος (İYİ), του Κόμματος της Ευτυχίας, του Δημοκρατικού Κόμματος, του Κόμματος του Μέλλοντος και του Κόμματος Δημοκρατίας και Προόδου (DEVA).
Όπως είναι φυσιολογικό, από την συμμαχία απουσιάζει η τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη της χώρας, το φιλοκουρδικό και αριστερό HDP, καθώς δεν είναι πολιτικά συμβατό με την κεμαλική και συντηρητική βάση σύγκλισης των υπόλοιπων έξι κομμάτων.
Η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό
Η πλατφόρμα που συνενώνει τους έξι αντιπάλους του Ερντογάν, και βασικό τους σύνθημα, είναι η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό, με την εφαρμογή της «Πρόταση Συνταγματικής Τροποποίησης για Ενισχυμένο Κοινοβουλευτικό Σύστημα».
Η συγκεκριμένη πλατφόρμα περιέχει 167 συνταγματικά άρθρα και στοχεύει να αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις που επέβαλε ο Ταγίπ Ερντογάν μέσω του αμφιλεγόμενου δημοψηφίσματος του 2017, παρέχοντας στον ρόλο του Προέδρου υπερεξουσίες και οδηγώντας σε ένα «καθεστώς του ενός ανδρός».
Τα μέτρα που προτείνει η αντιπολίτευση θα επανέφεραν την Προεδρία στο συμβολικό ρόλο που είχε προ Ερντογάν και θα αποκαθιστούσε την κοινοβουλευτική δύναμη με ισχυρό συνταγματικό έλεγχο της κυβέρνησης, ενώ το εκλογικό όριο 7% θα μειωνόταν στο 3%.
Αν και δεν λείπουν οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η εν λόγω συμμαχία, καθώς έχει επιδείξει αδυναμία να καταλήξει στον ορισμό υποψηφίου Προέδρου που θα σταθεί απέναντι στον Ερντογάν, τα «χαρτιά» που ρίχνει στο τραπέζι είναι ισχυρά.
Στην «φαρέτρα» της συμπεριλαμβάνεται και η επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με την παραδοσιακή σύμμαχο Δύση, καθώς θεωρείται ευρέως πως όποια βήματα προόδου είχε κάνει η χώρα στην κατεύθυνση ένταξης της στην ΕΕ, έχουν εξανεμιστεί, ειδικά μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του 2016, που οδήγησε στην συνέχεια σε όργιο καταστολής και παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πλευράς Ερντογάν.
Στο στόχαστρο της αντιπολίτευσης μπαίνει και η επιδείνωση της σχέσης με τις ΗΠΑ, καθώς θεωρείται τουλάχιστον αμφιλεγόμενη η προσέγγιση με την Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, ειδικά σε μία περίοδο που ο τελευταίος έχει έρθει σε πλήρη ρήξη με την Δύση.
Η κρίση του κόστους ζωής των πολιτών
Ο μεγαλύτερος «άσος στο μανίκι» της αντιπολίτευσης, ωστόσο, είναι η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας, η οποία έχει επιδεινωθεί ραγδαία, με έναν «αστρονομικό» πληθωρισμό να «τσακίζει» το διαθέσιμο εισόδημα των τουρκικών νοικοκυριών, πλήττοντας κυρίως τις φτωχές μάζες στα βάθη της Ανατολής, που αποτελούν και την παραδοσιακή βάση στήριξης του Τούρκου Προέδρου. Αποτέλεσμα, η αποξένωση τους από το AKP και η δημοτικότητα του Ταγίπ Ερντογάν στο ναδίρ.
Αντεπιχείρημα του Τούρκου προέδρου είναι πως, αν και υψηλές, οι τιμές μειώνονται με γρήγορους ρυθμούς.
Ωστόσο, ο πληθωρισμός της Τουρκίας αναμένεται να μειωθεί στο 42,5% φέτος, πολύ υψηλότερος από την επίσημη πρόβλεψη, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ φαίνεται πολύ κάτω από την κυβερνητική προσδοκία του 3%, όπως έδειξε πρόσφατη έρευνα του Reuters.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θέτουν υπό ισχυρή αμφισβήτηση το πρόγραμμα του Ερντογάν για μείωση των επιτοκίων για τη στήριξη της οικονομικής ανάπτυξης, των εξαγωγών, των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Ο κύκλος χαλάρωσης των επιτοκίων που ξεκίνησε από την κυβέρνηση από τα τέλη του 2021 οδήγησε σε νομισματική κρίση και «καταβύθιση» της λίρας, η οποία με τη σειρά της οδήγησε τον πληθωρισμό σε υψηλό 24 ετών στο 85,5% τον Οκτώβριο. Ενώ ο πληθωρισμός υποχώρησε στο 64,3% τον Δεκέμβριο λόγω κυρίως των επιδράσεων βάσης, οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι η πτώση του θα είναι πιο αργή από ό,τι αναμένει η Άγκυρα.
Οικονομολόγοι προβλέπουν επίσης ότι η αύξηση του ΑΕΠ υπολείπεται των επίσημων προσδοκιών, καθώς ανέρχεται στο 3% τόσο για φέτος όσο και για το επόμενο έτος, σε σύγκριση με τις προβλέψεις της Άγκυρας για 5% και 5,5%, αντίστοιχα.
Με αυτό το «εκρηκτικό» πλαίσιο, και με έντονη την λαϊκή δυσαρέσκεια, ο Τούρκος Πρόεδρος καλείται να αντιμετωπίσει ίσως την μεγαλύτερη πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει ως τώρα, καθώς και ο ίδιος ανεβάζει προεκλογικούς ρυθμούς για να αντιστρέψει την δημοσκοπική εικόνα που τον «δείχνει», για πρώτη φορά, να υπολείπεται της αντιπολίτευσης.
Photo: @AssociatedPress