Υπάρχει μια ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία έχουν αποτύχει. Οι υποστηρικτές αυτής της θεωρίας εστιάζουν σε μακροοικονομικούς δείκτες που υποδηλώνουν ότι η ρωσική οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική. Οι επικριτές υπογραμμίζουν επίσης πώς οι κυρώσεις δεν είχαν το επιθυμητό αποτέλεσμα: Σε τελική ανάλυση, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν δεν έκανε κίνηση για να τερματίσει τον καταστροφικό του πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Όπως αναφέρει σε ανάλυσή του το Foreign Affairs, αυτά τα επιχειρήματα, ωστόσο, είναι λανθασμένα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Ρωσία είχε την ευκαιρία να μετριάσει τον αντίκτυπο των δυτικών κυρώσεων στην οικονομία της, πριν ο Πούτιν κηρύξει τον πόλεμο. Αρχικά, η Ρωσία συσσώρευσε σημαντικά χρηματοοικονομικά αποθεματικά. Από το 2014, η Ρωσία αύξησε το εμπόριο προς την Ασία, γεγονός που της επέτρεψε να αντιμετωπίσει τη μείωση του εμπορίου με τη Δύση. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι ο Πούτιν ενίσχυσε επιθετικά τον μηχανισμό καταστολής στη χώρα του, για να αποτρέψει τις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι προσδοκίες ότι οι δυτικές κυρώσεις θα προκαλούσαν τη γρήγορη αποσύνθεση της ρωσικής οικονομίας -και του καθεστώτος του Πούτιν- δεν ήταν ρεαλιστικές.
Ο Πούτιν παράλληλα, έχει επενδύσει σημαντικούς πόρους σε μια εκστρατεία παραπληροφόρησης με στόχο να παραπλανήσει τη δύση σχετικά με τις πραγματικές επιπτώσεις των κυρώσεων. Αλλά παρά την παραπληροφόρηση, δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολίες: Στην πραγματικότητα, οι κυρώσεις ταλαιπωρούν τη ρωσική οικονομία. Και η διάδοση του μύθου ότι δεν είναι αποτελεσματικές, θα μπορούσε να ωθήσει τους δυτικούς πολιτικούς να τις εγκαταλείψουν, παρέχοντας στον Πούτιν σανίδα σωτηρίας.
Τα άσχημα δεδομένα
Ο ισχυρισμός ότι η ρωσική οικονομία έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στις κυρώσεις εξαρτάται από ορισμένους παραπλανητικούς μακροοικονομικούς δείκτες. Συγκεκριμένα, οι επικριτές των κυρώσεων επισημαίνουν το ενισχυμένο ρούβλι, τη μέτρια συρρίκνωση του ρωσικού ΑΕΠ και τη χαμηλή ανεργία. Αλλά αυτά τα στοιχεία στην πραγματικότητα δεν αντικατοπτρίζουν την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στη Ρωσία.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την ανεργία. Η επίσημη ανεργία ανέρχεται επί του παρόντος στο 3,7%, με μόνο 2,7 εκατομμύρια Ρώσους ανέργους. Αυτό είναι ένα ιστορικό χαμηλό. Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι στο τέλος του τρίτου τριμήνου του 2022, σχεδόν πέντε εκατομμύρια Ρώσοι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν διάφορες μορφές κρυφής ανεργίας. Πιο συγκεκριμένα, το 70% από αυτούς ήταν σε άδεια άνευ αποδοχών. Εάν η διαφορά μεταξύ της άδειας άνευ αποδοχών και της ανεργίας φαίνεται σημασιολογική, αυτό συμβαίνει γιατί είναι. Στην πραγματικότητα, το 10% του ρωσικού εργατικού δυναμικού είναι χωρίς εργασία. Αυτό είναι συγκρίσιμο με τα χειρότερα επίπεδα της δεκαετίας του 1990, κατά τη δεύτερη πενταετία της οποίας το 10% έως 13% των Ρώσων ήταν άνεργοι.
Ένα άλλο παραπλανητικό στατιστικό στοιχείο είναι η συναλλαγματική ισοτιμία του ρουβλιού. Είναι αλήθεια ότι το ρούβλι έχει ενισχυθεί, αλλά μόνο επειδή η κυβέρνηση έχει δυσκολέψει τις ρωσικές επιχειρήσεις και τους ιδιώτες να αποσύρουν χρήματα και να τα μετατρέψουν σε ξένο νόμισμα. Το λεγόμενο ισχυρό ρούβλι υποστηρίζεται από τους δρακόντειους νομισματικούς ελέγχους και τη βουτιά των εισαγωγών. Αυτή η πολιτική έχει βλάψει σοβαρά βιομηχανίες όπως ο τομέας της χαλυβουργίας: Η παραγωγή χάλυβα συρρικνώθηκε κατά πάνω από 7% το 2022.
Οι πολιτικοί που επικρίνουν τις κυρώσεις, επισημαίνουν την πρόβλεψη του ρωσικού υπουργείου Οικονομικών ότι το ΑΕΠ της χώρας θα συρρικνωθεί μόνο κατά 2,7%, κάτι που φαίνεται να υπονομεύει τον ισχυρισμό ότι η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ο αριθμός του ΑΕΠ περιλαμβάνει την αυξανόμενη στρατιωτική παραγωγή. Ένα πρόσφατα παραγόμενο άρμα μάχης που στάλθηκε αμέσως στο μέτωπο και καταστράφηκε από ουκρανικό αντιαρματικό πύραυλο, εξακολουθεί να μετράει ως ονομαστική συνεισφορά στο ρωσικό ΑΕΠ.
Σε κάθε περίπτωση, άλλοι δείκτες δείχνουν πολύ πιο σοβαρή οικονομική συρρίκνωση από ό,τι υποδηλώνουν τα επίσημα στοιχεία για το ΑΕΠ. Αναμφισβήτητα ο πιο αποκαλυπτικός δείκτης της ρωσικής οικονομικής δραστηριότητας, είναι τα έσοδα από άλλες πηγές εκτός από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, και το ποσοστό αυτό μειώθηκε κατά 20% τον Οκτώβριο του 2022 σε σχέση με ένα χρόνο νωρίτερα. Οι μεταποιητικές βιομηχανίες, το τμήμα της ρωσικής οικονομίας που εξαρτάται περισσότερο από τις δυτικές τεχνολογίες και εξαρτήματα, επλήγησαν περισσότερο από τις κυρώσεις. Η παραγωγή της ρωσικής αυτοκινητοβιομηχανίας, η οποία άμεσα ή έμμεσα παρέχει θέσεις εργασίας σε 3,5 εκατομμύρια ανθρώπους, υποχώρησε κατά τα 2/3 το 2022.
Τα ρωσικά στοιχεία που δείχνουν διαχειρίσιμα επίπεδα πληθωρισμού είναι επίσης παραπλανητικά. Ακόμη και η ρωσική κεντρική τράπεζα αναφέρει επί του παρόντος, ότι ο παρατηρούμενος πληθωρισμός - δηλαδή πώς βλέπει το κοινό την αύξηση των τιμών, όπως αναφέρεται σε έρευνες- είναι 16%, ή πάνω από τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, που εμφανίζουν τον πληθωρισμό λίγο κάτω από 12%. Το χάσμα μεταξύ των επίσημων στοιχείων και της βιωμένης εμπειρίας των ανθρώπων είναι κατανοητό, επειδή το βιοτικό επίπεδο των Ρώσων επιδεινώνεται απότομα. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που κυκλοφόρησε από την ιδιωτική ρωσική εταιρεία ερευνών Romir τον Οκτώβριο του 2022, το 68% των Ρώσων είχε παρατηρήσει μείωση της προσφοράς αγαθών που προσφέρονται στα καταστήματα τους τελευταίους τρεις μήνες. Σύμφωνα με το Ρωσικό «Κέντρο Έρευνας Κοινής Γνώμης», το 35% εκατό των Ρώσων αναγκάστηκαν να μειώσουν τις δαπάνες τους για τρόφιμα το 2022. Το «Ίδρυμα Δημόσιας Γνώμης», ένας ρωσικός οργανισμός δημοσκοπήσεων, ανέφερε τον Δεκέμβριο του 2022 ότι μόνο το 23% των Ρώσων θεώρησαν ότι η προσωπική τους οικονομική κατάσταση είναι «καλή».
Η κατάσταση δεν θα βελτιωθεί
Εν ολίγοις, οι κυρώσεις έχουν βαθιές επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία. Οι προσπάθειες του Πούτιν να βελτιώσει τις οικονομικές προοπτικές της χώρας του, περιλαμβάνουν την υποκατάσταση των εισαγωγών ή την προώθηση της ανάπτυξης των εγχώριων βιομηχανιών, καθώς και τη μείωση της εξάρτησης από τις βιομηχανικές εισαγωγές.
Το πλάνο περιλαμβάνει αναπροσανατολισμό των εμπορικών και επενδυτικών ροών προς την Ασία και την προμήθεια ημιαγωγών και άλλων αγαθών από χώρες όπως η Τουρκία, για την παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων. Όμως, καμία από αυτές τις προσεγγίσεις δεν θα λύσει τα προβλήματα της Ρωσίας.
Η υποκατάσταση των εισαγωγών δεν λειτουργεί για προφανείς λόγους. Η παράδοση μεριδίου αγοράς σε εταιρείες που εξαρτώνται από ένα εξαιρετικά μονοπωλιακό περιβάλλον, οδηγεί πάντα σε παραγωγή κατώτερης ποιότητας αγαθών σε υψηλότερες τιμές. Παράλληλα, δεν τονώνει την καινοτομία, ούτε ενθαρρύνει την παραγωγή καλύτερων προϊόντων.
Οι ασιατικές χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία ενδιαφέρονται κυρίως να αγοράσουν φθηνές ρωσικές πρώτες ύλες όπως πετρέλαιο, αέριο, άνθρακας και ξυλεία με σημαντική έκπτωση. Οι ηγέτες αυτών των χώρών δεν ενδιαφέρονται να βοηθήσουν τη Ρωσία να αναπτύξει τους δικούς της ανταγωνιστικούς μεταποιητικούς τομείς.
Η Ρωσία παρέκαμψε με κάποια σχετική επιτυχία τις κυρώσεις, εισάγοντας ζωτικής σημασίας προϊόντα δυτικής παραγωγής, όπως ανταλλακτικά, μέσω τρίτων χωρών και κυρίως μέσω της Τουρκίας: Έως το τρίτο τρίμηνο του 2022, οι ρωσικές εισαγωγές από τη χώρα αυτή είχαν αυξηθεί σε πάνω από 1 δισ. δολάρια το μήνα, περίπου διπλάσιο από το ποσοστό από το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Αλλά οι δυτικές κυβερνήσεις μπορεί να χρησιμοποιήσουν διπλωματική πίεση για να κλείσουν αυτά τα κενά. Και ο Πούτιν δεν μπορεί να υπολογίζει σε ξένες επενδύσεις για να στηρίξει τη ρωσική οικονομία. Η φυγή κεφαλαίων από τη Ρωσία το 2022 προβλέπεται να ανέλθει σε 251 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τη ρωσική κεντρική τράπεζα.
Όλα αυτά πάντως, δεν σημαίνουν ότι η κυβέρνηση του Πούτιν βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ο Πούτιν έχει καταστρέψει την όποια οργανωμένη πολιτική αντιπολίτευση. Φυλάκισε τον κορυφαίο αντιφρονούντα, Αλεξέι Ναβάλνι, και έστειλε τα περισσότερα από τα πιο εξέχοντα στελέχη της ρωσικής αντιπολίτευσης στη φυλακή ή στην εξορία. Έχει εκφοβίσει επιτυχώς τον ρωσικό πληθυσμό, εισάγοντας σκληρές ποινές φυλάκισης για όσους διαμαρτύρονται για την ηγεσία του: Οι Ρώσοι αντιμετωπίζουν έως και 15 χρόνια φυλάκιση για «πολιτικό εξτρεμισμό» ή «απαξίωση των ενόπλων δυνάμεων της Ρωσίας».
Αλλά η κοινή γνώμη στρέφεται εναντίον του Πούτιν. Όπως καταδεικνύει η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, από τη στιγμή που η μακροχρόνια καταπιεσμένη δημόσια δυσαρέσκεια ξεσπάσει ανοιχτά, η αλλαγή μπορεί να συμβεί γρήγορα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της δύσης πρέπει να δώσουν χρόνο στις κυρώσεις για να λειτουργήσουν. Το να περιμένουμε άμεσα αποτελέσματα είναι μη ρεαλιστικό και μάλιστα αντιπαραγωγικό. Με την πάροδο του χρόνου, οι κυρώσεις μπορεί κάλλιστα να αποτρέψουν την επιθετική συμπεριφορά της Ρωσίας. Οι δυτικοί ηγέτες πρέπει να προβούν σε λεπτομερή ανάλυση των επιπτώσεων των κυρώσεων, αντί να αποδεχτούν ένα στενό σύνολο παραποιημένων δεικτών. Και πάνω από όλα πρέπει να έχουν υπομονή.
Επιμέλεια: Τέρρυ Μαυρίδης