Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας αναμένει πως η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης θα καταφέρει να αποφύγει την ύφεση για το 2023 και πως ο πληθωρισμός θα παρουσιάσει αποκλιμάκωση, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε ο υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Σε αυτή, το Βερολίνο αναμένει πως η γερμανική οικονομία θα παρουσιάσει ανάπτυξη 0,2% για το 2023 έναντι εκτίμησης για ύφεση 0,4% στις προβλέψεις του υπουργείου το φθινόπωρο.
Ο πληθωρισμός αναμένεται πως θα φτάσει το 6% έναντι του 7% στην προηγούμενη πρόβλεψη, σημαντικά πιο πάνω από τον στόχο του 2% που έχει θέσει για την Ευρωζώνη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ο Χάμπεκ ανέφερε σχετικά πως «δεν υπάρχουν σημάδια για σημαντική ύφεση, όπως είχαν προβλέψει πολλοί παρατηρητές όπως αναπόφευκτη». Ο ίδιος προσθέτει ότι η κρίση που έχει προκληθεί από τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πλέον διαχειρίσιμη. «Η Γερμανία έχει αποδείξει την ανθεκτικότητα της και έχει πάει πολύ καλά από οικονομική άποψη» πρόσθεσε ο Χάμπεκ, λέγοντας πως το αρχικά πολύ δυσμενές σενάριο για ιστορική μείωση της οικονομίας λόγω της έλλειψης φυσικού αερίου, έχει αποτραπεί.
«Τα ενεργειακά αποθέματα παραμένουν ασφαλή και σταθερά» δήλωσε ο Χάμπεκ, τονίζοντας πως τώρα ο στόχος είναι η Γερμανία να καταστεί περισσότερο ανεξάρτητη ενεργειακά.
Για την ανεργία, το Βερολίνο προβλέπει πως το ποσοστό θα φτάσει το 5,4% για το 2023 έναντι 5,3% το 2022. «Και οι επιχειρήσεις ανακτούν την εμπιστοσύνη» συμπληρώνεται στην έκθεση του γερμανικού υπουργείου.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο Ifo η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στη Γερμανία βελτιώθηκε τον Ιανουάριο στο υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούνιο (υψηλό 7 μηνών), με το κλίμα στην «ατμομηχανή» της Ευρώπης να αντικαθίσταται και τις ανησυχίες για ύφεση να υποχωρούν.
Η βελτίωση σε γενικές γραμμές συνάδει με τις προσδοκίες των οικονομολόγων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση της Wall Street Journal. Τα στοιχεία του Ιανουαρίου έδειξαν ότι η επιχειρηματική εμπιστοσύνη συνεχίζει να ανακάμπτει από το χαμηλό του Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, το κλίμα παραμένει υποτονικό σε σύγκριση με την κατάσταση πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν ο δείκτης ήταν 98,8.