Τις πρώτες τους μεγάλες ζημίες αναμένεται να ανακοινώσουν, τις επόμενες εβδομάδες, οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, μετά από μία δεκαετία τυπώματος χρήματος, με την Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) να φαίνεται πάντως ότι «ξεφεύγει».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Bloomberg, στα «αποκαλυπτήρια» των ετήσιων αποτελεσμάτων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) την Πέμπτη, οι αξιωματούχοι αναμένεται να χτυπήσουν «καμπανάκι» για σημαντικά ελλείμματα για το τρέχον, αλλά και το επόμενο έτος, σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, εν μέσω της εποχής των υψηλών επιτοκίων που διαδέχθηκε εκείνη της ποσοστικής χαλάρωσης.
Η ανακοίνωση της ΕΚΤ αναμένεται να προμηνύει σειρά από «αμήχανες» εθνικές εκθέσεις, με την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας Bundesbank ενδεχομένως να αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πλήγμα.
«Τα αποτελέσματα θα έχουν αρνητικό γύρισμα για πολλές τράπεζες ήδη από το 2022, λόγω της αναντιστοιχίας των επιτοκίων σε assets και υποχρεώσεις» τόνισε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του ο κεντρικός τραπεζίτης της Πορτογαλίας, Μάριο Σεντένο.
«Χρηματοδοτούμε τους εαυτούς μας με υψηλότερα επιτόκια πλέον, κάτι που δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις αποδόσεις των ομολόγων και κάθε είδους χρέος στον ισολογισμό της Κεντρικής Τράπεζας» εξήγησε ο Σεντένο.
- Διαβάστε ακόμα: Morgan Stanley: «Ταύρος» για το ευρώ - Η Ευρωζώνη αντέχει νέες αυξήσεις στα επιτόκια
Οι ζημίες στην Ευρωζώνη θα έλθουν να προστεθούν σε μία σειρά από ανάλογα παραδείγματα παγκοσμίως, με την κεντρική τράπεζα της Ελβετίας να «ξεχωρίζει» για τις ζημίες - ρεκόρ που ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα.
Μάλιστα, η προοπτική αυτή - των αρνητικών επιδόσεων που αναμένεται να αποτυπώνει η ανακοίνωση της ΕΚΤ - προκαλεί ιδιαίτερη νευρικότητα σε αξιωματούχους, υπό τον φόβο για πιθανές δημοσιονομικές επιπτώσεις.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών επέμεινε, αυτόν τον μήνα, ότι τέτοια αποτελέσματα δεν έχουν σημασία, ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να λειτουργούν με αρνητικά ίδια κεφάλαια και ότι δεν μπορούν να χρεοκοπήσουν. Εν τω μεταξύ, αξιωματοίχοι ισχυρίζονται ότι οι ζημίες δεν έχουν καμία σχέση με τη νομισματική πολιτική.
Εντούτοις, η ΕΚΤ έχει επικρίνει τέτοιου είδους ανεπάρκειες σε άλλες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ οι δικοί της κανονισμοί μπορούν να απαιτήσουν από τις κυβερνήσεις να διαθέσουν χρήματα για τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.
Σε ό,τι αφορά την Bundesbank, η κεντρικής τράπεζα της Γερμανίας αναμένεται να σημειώσει μικρές ζημίες για το 2022, οι οποίες θα αυξηθούν στα 26 δισ. ευρώ το 2023, εάν τα επιτόκια της ΕΚΤ παραμείνουν στα υφιστάμενα επίπεδα, σύμφωνα με τον Ντάνιελ Γκρος, μέλος του ΔΣ του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής στις Βρυξέλλες.
Αυτό θα εξαλείψει τις προβλέψεις ύψους 20 δισ. ευρώ για ζημίες από προγράμματα αγοράς περιουσιακών στοιχείων, καθώς και 5 δισ. ευρώ σε κεφάλαιο και αποθεματικά. Σημειωτέον ότι για μια κανονική εταιρεία, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει αφερεγγυότητα.
Εκπρόσωπος της Bundesbank αρνήθηκε να σχολιάσει.
Ο Ντάνιελ Γκρος «βλέπει» πάντως την Bundesbank «να προσπαθεί να διαπραγματευτεί αθόρυβα μια έγχυση κεφαλαίου από το Βερολίνο» αργότερα μέσα στο έτος.
Παράλληλα, και άλλες κεντρικές τράπεζες αντιμετωπίζουν επίσης μεγάλες απώλειες το 2023, αλλά όχι αρκετές για να αφανίσουν τα κεφάλαιά τους. Σύμφωνα με τον Γκρος, αυτές θα ανέλθουν σε 17 δισ. ευρώ στη Γαλλία, 9 δισ. ευρώ στην Ιταλία και 5 δισ. ευρώ στην Ολλανδία. Εάν τα επιτόκια παραμείνουν υψηλά το 2024, οι ολλανδικές και γαλλικές κεντρικές τράπεζες θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν επίσης από αρνητικά ίδια κεφάλαια.
Πάντως, η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένεται να παραμείνει κερδοφόρα.
H Bundesbank έχει δεχθεί μεγαλύτερο πλήγμα, λόγω του ότι τα γερμανικά κυβερνητικά ομόλογα θεωρούνται ασφαλές καταφύγιο, καταγράφοντας χαμηλές ή ακόμα και μηδενικές αποδόσεις, ενώ οι αγορές της ΤτΕ ήταν μικρότερες και αφορούσαν σε ομόλογα υψηλότερων αποδόσεων.
Οι ζημίες προκύπτουν επειδή η ΕΚΤ δημιούργησε ρευστότητα αγοράζοντας 5 τρισ. ευρώ κυρίως σε κρατικά ομόλογα, σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τον πληθωρισμό και να σταθεροποιήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές, εν μέσω της πανδημίας. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των κεφαλαίων επεστράφη ως καταθέσεις.
Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αποπληρώνουν τόκους για αυτές τις καταθέσεις με το επιτόκιο της ΕΚΤ τώρα στο 2,5%.
- Διαβάστε ακόμα: Οι Κεντρικές Τράπεζες φταίνε για τον πληθωρισμό; Έτσι φαίνεται, απαντάει με μελέτη της η BIS
Ο Τζερόμ Χάγκελι, επικεφαλής οικονομολόγος της Swiss Re και πρώην στέλεχος της SNB, επεσήμανε ότι οι ζημίες είναι πιθανό να υποβάλουν τις κεντρικές τράπεζες και τα προγράμματά τους για την εκτύπωση χρημάτων υπό στενότερο πολιτικό και δημόσιο έλεγχο.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος, ο συνδυασμός του υψηλού πληθωρισμού (για τον οποίο κάποιοι κατηγορούν εν μέρει την ποσοστική χαλάρωση) και οποιεσδήποτε μεταφορές κεφαλαίων φορολογουμένων που χρειάζονται για την αντιστροφή των αρνητικών κεφαλαιακών θέσεων μπορεί να θεωρηθεί ως «ένας υπερφόρος για τις οικονομίες».
«Μαζί με τις κεντρικές τράπεζες που δεν παρέχουν πλέον απροσδόκητα κέρδη, σημαίνει ότι το δημόσιο έλλειμμα αυξάνεται» σημείωσε. Στη χειρότερη περίπτωση, οι οικονομικές «τρύπες» των κεντρικών τραπεζών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι κυβερνήσεις «χρειάζονται ακόμα υψηλότερους φόρους», όπως επεσήμανε ακόμα.