Για μεγαλύτερη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία σε σχέση με ό,τι αναμέναμε, η οποία επιτεύχθηκε μέσω της μείωσης της ζήτησης, της στροφής στις ΑΠΕ και της αλλαγής προμηθευτών έκανε λόγο η Γενική Διευθύντρια Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ditte Juul Jørgensen, μιλώντας στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Εξέφρασε, μάλιστα, την αισιοδοξία ότι ο επόμενος χειμώνας θα είναι πιο άνετος από τον προηγούμενο, επισημαίνοντας ωστόσο ότι το πρόβλημα δεν έχει τελειώσει και ότι θα ήταν χρήσιμο να δούμε τί κάνουν οι ΗΠΑ για να επανεξετάσουμε τί κάνουμε κι εμείς στην Ευρώπη.
«Η κυριαρχία δεν είναι συνώνυμη με την αυτοεπάρκεια», είπε η κα.Jørgensen, εξηγώντας ότι αυτή θα ήταν μια κοστοβόρα απάντηση και σημειώνοντας ότι την Ευρώπη κάνει ισχυρή η ενιαία της αγορά.
«Μπορούμε να κάνουμε περισσότερα με ορθότερη χρήση της τεχνολογίας και καινοτόμες προσεγγίσεις, να συνεργαστούμε με πιο αξιόπιστα κράτη και να μην εξαρτόμαστε υπερβολικά ο ένας από τον άλλο», σημείωσε.
Κάνοντας μία αναδρομή, είπε ότι μπήκαμε στην ενεργειακή κρίση με υψηλό βαθμό εξάρτησης από τη Ρωσία, καθώς πάνω από το 40% του φυσικού αερίου προερχόταν από τη Μόσχα και το ίδιο συνέβαινε με το πετρέλαιο και τον άνθρακα, σημειώνοντας ότι χρειάστηκε να αλλάξουν οι παραδοσιακές δίοδοι μεταφοράς φυσικού αερίου.
«Μετά τον πρώτο χρόνο της ενεργειακής κρίσης, βγήκαμε πιο κυρίαρχοι ενεργειακά», δήλωσε.
«Πέρσι καταλάβαμε ότι η ενέργεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καταστροφικό όπλο από τα κράτη και να έχει επιβλαβείς οικονομικές συνέπειες», επεσήμανε από την πλευρά του ο κ. Guntram Wolff, Διευθυντής και Διευθύνων Σύμβουλος του Γερμανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, υπογραμμίζοντας την πολύ γρήγορη αντίδραση των ευρωπαϊκών κρατών και κάνοντας λόγο για εξαιρετικό δείγμα ενότητας που ήταν απαραίτητη γιατί αλλιώς θα κατέρρεε ο ενεργειακός εφοδιασμός.
Αναφέρθηκε σε μείωση 20% πέρσι της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα να αποφευχθεί η ύφεση και η κατάρρευση της οικονομίας, ωστόσο σημείωσε την ανάγκη να είμαστε προσεκτικοί με την έννοια των αξιόπιστων κρατών γιατί πολλοί πίστευαν πως και η Ρωσία ήταν αξιόπιστος εταίρος, κάτι που αποδείχθηκε λάθος. Επεσήμανε, επίσης, την επιτάχυνση του ρόλου των ΑΠΕ στην ΕΕ που παρουσίασε πέρσι αύξηση 50% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ σημείωσε την ανάγκη για τη δημιουργία βιομηχανικού κλάδου φωτοβολταϊκών στην Ευρώπη, ώστε να αρχίσουμε να παράγουμε όσα παράγονται στη νοτιοανατολική Ασία, αν και έχουμε, όπως είπε, το μειονέκτημα του κόστους που εδώ είναι αυξημένο κατά 30%.
Τέλος, η κα. Samantha Gross, Διευθύντρια Ενεργειακής Ασφάλειας και Κλιματικής Πρωτοβουλίας του Ιδρύματος Brookings, χαρακτήρισε δύσκολη την απόφαση που ελήφθη για απομάκρυνση από τη Ρωσία σε ενεργειακό επίπεδο, καθώς έμοιαζε αξιόπιστος εταίρος και παρείχε καλές τιμές. Αναρωτήθηκε σε ποια χώρα θα έπρεπε να βασιστούμε στη διάρκεια της ενεργειακής μετάβασης και αν αυτή θα έπρεπε να είναι η Κίνα για να απαντήσει αρνητικά και να δώσει το παράδειγμα των ΗΠΑ που εστίασαν στην οικοδόμηση δικών τους υποδομών και διυλιστηρίων. Σε σχέση με τα φωτοβολταϊκά, είπε ότι Ευρώπη και ΗΠΑ δεν θα γίνουν μέγα παραγωγοί, τονίζοντας όμως ότι έχουν τεράστιες αγορές και μπορούν να πολλαπλασιάσουν τα πλεονεκτήματά τους.