Ελάχιστες πιθανότητες για το ενδεχόμενο μιας μονοκομματικής κυβέρνησης στην Ελλάδα «βλέπει» η Capital Economics, όχι μόνο μετά από τις εκλογές της 21ης Μαΐου αλλά μετά και από επαναληπτικές εκλογές που ενδέχεται να γίνουν μέσα στο καλοκαίρι.
Σύμφωνα με σχετική έκθεση του τραπεζικού οίκου, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις ενόψει της 21ης Μαΐου δίνουν στη ΝΔ προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Με βάση το εκλογικό σύστημα που θα ισχύσει, κανένα από τα δύο κόμματα δεν αναμένεται να κερδίσει την πλειοψηφία.
«Αυτό σημαίνει πως πιθανά θα γίνει ένας δεύτερος γύρος εκλογών στις 2 Ιουλίου, με μπόνους εδρών. Αλλά ακόμα και μετά από αυτόν, κανένα κόμμα δεν αναμένεται να κερδίσει την πλειοψηφία. Έτσι, το πιο πιθανό αποτέλεσμα φαίνεται να είναι μια συνεργασία μεταξύ της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ ή μια συνεργασία μεταξύ των του ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ».
Προγραμματικές θέσεις
Στη συνέχεια, η έκθεση υποστηρίζει πως «υπάρχουν μεγάλες διαφορές στις πλατφόρμες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.
Η ΝΔ εστιάζει έντονα στην οικονομία, στοχεύοντας σε αυξήσεις μισθών και τόνωση της ανάπτυξης, αλλά και στη μείωση του δημοσίου χρέους στο 140% του ΑΕΠ έως το 2027.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές πολιτικές. Μεταξύ άλλων, υπόσχεται αύξηση στους μισθούς του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα κατά 10%. Ακόμα, υψηλότερες δαπάνες για την Παιδεία και την Υγεία, αυξημένες συντάξεις, προστασία ενάντια στις κατασχέσεις κατοικιών, φόρο για τα κέρδη στην ενέργεια και χαμηλότερο ΦΠΑ στα τρόφιμα».
Η Capital Economis προσθέτει πως «υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για το κατά πόσο οι αλλαγές από μια νέα κυβέρνηση μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη. Αν και το μανιφέστο του ΣΥΡΙΖΑ "δείχνει" σε ένα πολύ υψηλότερο δημόσιο έλλειμμα, το ιστορικό του μετά από το δημοψήφισμα του 2015 αφήνει να φανεί πως μπορεί να είναι πολύ λιγότερος ριζοσπαστικός στην κυβέρνηση απ' ότι στην προεκλογική περίοδο.
Και αν μια κυβέρνηση ΝΔ - ΠΑΣΟΚ στη θεωρεί θα σήμαινε περισσότερη συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής, πιθανά θα χρειάζονταν ορισμένοι συμβιβασμοί ώστε να υπάρξει αλλαγή από την προσέγγιση της "ορθόδοξης" πολιτικής που έχει ακολουθηθεί τα τελευταία χρόνια».
Όπως υποστηρίζουν οι αναλυτές της Capital Economics, «η Ελλάδα είναι η θετική έκπληξη της Ευρωζώνη για τα τελευταία χρόνια και οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές της εμφανίζονται καλές. Ωστόσο, οι επερχόμενες εκλογές μπορεί να "δώσουν" μια κυβέρνηση συνεργασίας που θα είναι λιγότερο δεσμευμένη στις μεταρρυθμίσεις και στη δημοσιονομική σταθερότητα απ' ότι η τρέχουσα κυβέρνηση» σημειώνει η έκθεση.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας
«Σε κάθε περίπτωση, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την Ελλάδα ακόμα εμφανίζονται καλύτερες απ' ότι για τις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης.
Αρχικά, η οικονομία της Ελλάδας φαίνεται πως διατηρεί ακόμα ισχυρό momentum. Το ΑΕΠ ήταν 6,4% πιο πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα για το δ' τρίμηνο του 2019, έναντι του 0,2% στο σύνολο της Ευρωζώνης. Αυτό εν μέρει αντανακλά τις προοπτικές ανάπτυξης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, καθώς το ΑΕΠ της Ελλάδας είναι 20% πιο κάτω από τα επίπεδα που ήταν στο α' τρίμηνο του 2008.
Επιπλέον, έχουν γίνει πολλές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες έχει πέσει, το επίπεδο των φόρων έχει μειωθεί, το επιχειρηματικό περιβάλλον έχει βελτιωθεί (κατά ένα μέρος λόγω της ψηφιοποίησης) και τα δημόσια οικονομικά είναι πιο σταθερά.
Τρίτον, η Ελλάδα είναι κατά πολύ λιγότερο εκτεθειμένη σε σχέση με άλλες χώρες στον αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων. Η πίστωση από τις τράπεζες στον ιδιωτικό τομέα έχει μειωθεί από το 104% του ΑΕΠ το 2017 στο 60% το 2021. Το χρέος των νοικοκυριών έχει πέσει πό τι 126% του διαθέσιμου εισοδήματος στο 93% το 2021. Και παρ' όλο που η Ελλάδα έχει ακόμα -με ισχυρή διαφορά- το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη, αυτό έχει υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό από το 2020, με το δημοσιονομικό ισοζύγιο να εμφανίζει πλεόνασμα» σημειώνεται στην έκθεση.