Ως εξαιρετικά αβέβαιες χαρακτηρίζει τις προοπτικές γύρω από τις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές που αναμένεται να διεξαχθούν στην Τουρκία στις 14 Μαΐου, ο οίκος αξιολόγησης DBRS.
Για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξελέγη πρωθυπουργός της Τουρκίας, η τυπικά κατακερματισμένη αντιπολίτευση της χώρας ενώθηκε ενάντια στο κυβερνών κόμμα του AKP. Το αδύναμο μακροοικονομικό σκηνικό της - που αντανακλάται στον υψηλό πληθωρισμό και την υποτίμηση της λίρας - έχουν επίσης αποδυναμώσει τη δημοτικότητα του Ερντογάν, σύμφωνα με την Rohini Malkani, Senior Vice President του Global Sovereign Ratings της DBRS. Την ίδια στιγμή, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια υψηλή προσέλευση και μια στενή «μάχη» μεταξύ του Ερντογάν και του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, του υποωηφίου για την προεδρία από το «μπλοκ» της αντιπολίτευσης των έξι κομμάτων.
Μια ξεκάθαρη νίκη του Κιλιτσντάρογλου είναι πιθανό να εκληφθεί ως ένα σήμα επιστροφής στις ορθόδοξες οικονομικές πολιτικές και να οδηγήσει πιθανώς και τουλάχιστον σε ένα πρώτο χρόνο, σε ένα «relief rally» γύρω από τα τουρκικά assets. Ωστόσο, άλλα σενάρια θα μπορούσαν να κάνουν πιο δύσκολο το πλαίσιο διακυβέρνησης. Μια νίκη με μια μικρή διαφορά για οποιονδήποτε από τους υποψηφίους θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων και θα μπορούσε να θέσει υπό πίεση τους κυβερνητικούς θεσμούς της χώρας. «Εάν ο έλεγχος της Προεδρίας και του Κοινοβουλίου κατανεμηθεί μεταξύ του AKP και του βασικού «μπλοκ» της αντιπολίτευσης, μπορεί να υπάρξουν πολιτικά αδιέξοδα και επιπλέον προκλήσεις ως προς την επιτυχία οποιασδήποτε μακροοικονομικής προσαρμογής» αναφέρει η Malkani.
Γιατί παραμένουν οι προκλήσεις ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της κάλπης
Το πρόγραμμα της συμμαχίας της αντιπολίτευσης στηρίζεται στην αλλαγή πολλών από τις πολιτικές του Ερντογάν, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής στο κοινοβουλευτικό σύστημα και της ενίσχυση του κράτους δικαίου. Όσον αφορά την οικονομική πολιτική, η αντιπολίτευση ζητά ένα πιο ορθόδοξο «μείγμα» μακροοικονομικής πολιτικής, υποστηριζόμενο από μέτρα όπως η μεγαλύτερη αυτονομία της Κεντρικής Τράπεζας. Από την άλλη, χωρίς να δώσει λεπτομέρειες για το πώς, το κυβερνών κόμμα είπε ότι στοχεύει να μειώσει τον πληθωρισμό σε μονοψήφια ποσοστά και να τονώσει την ετήσια αναπτυξιακή δυναμική της χώρας στο 5,5% τα επόμενα χρόνια (2024 - 2028). Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, η DBRS θεωρεί πως η Τουρκία πιθανότατα θα χρειαστεί μια ουσιαστική μακροοικονομική προσαρμογή με τη μορφή μια αυστηρότερης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής δεδομένου του αυξημένου πληθωρισμού, των μεγάλων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της ανάγκης ανασυγκρότησης των συναλλαγματικών αποθεμάτων.
Το μοντέλο ανάπτυξής της εξαρτάται από την εξωτερική χρηματοδότηση. Στον απόηχο της πανδημίας, η κυβέρνηση υιοθέτησε ένα νέο οικονομικό σχέδιο που περιελάμβανε έναν συνδυασμό χαμηλών επιτοκίων και ανταγωνιστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας. Αυτό ενίσχυσε την οικονομική ανάπτυξη στο 11,3% το 2021 και στο 5,6% το 2022, με τις πολιτικές αυτές ωστόσο να επιδεινώνουν τα χρόνια προβλήματα της χώρας. Ο επίσημος πληθωρισμός, ο οποίος ήταν κατά μέσο όρο στο 12% το 2020, εκτινάχθηκε το 2022 και παραμένει υψηλός στο 43,7% (Απρίλιος 2023). Η λίρα, η οποία ήταν κατά μέσο όρο στα 7 ανά δολάριο, διαπραγματεύεται τώρα κοντά στα 19 ανά δολάριο και ενδέχεται να ασκηθούν περαιτέρω πιέσεις υποτίμησης.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει επίσης επιδεινωθεί από το 0,9% του ΑΕΠ το 2021 στο 5,4% του ΑΕΠ το 2022. Οι αυστηρότερες πολιτικές που απαιτούνται για τη διευκόλυνση της μακροοικονομικής επανεξισορρόπησης, σε συνδυασμό με ένα παγκόσμιο σκηνικό γεμάτος προκλήσεις, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια απότομα χαμηλότερη ανάπτυξη. Συνεπώς, η DBRS καταλήγει, «πως όποια και αν είναι η πολιτική έκβαση των επερχόμενων εκλογών, οι μακροοικονομικές προκλήσεις της Τουρκίας θα παραμείνουν υψηλές και σοβαρές».