Ταχύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ελλάδα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως αλλά και ελαφρά βραδύτερη αύξηση του πληθωρισμού βλέπει για φέτος η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Εαρινές Εκτιμήσεις της που δόθηκαν σήμερα στη δημοσιότητα.
Εκτιμά συγκεκριμένα πως ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι τελικά 2,4% φέτος και 1,9% το 2024, όταν στις χειμερινές εκτιμήσεις της (που ανακοινώθηκαν τον Φεβρουάριο), υπολόγιζε ρυθμό ανάπτυξης 1,2% φέτος αλλά 2,2% το 2024 (δηλαδή ελαφρά υψηλότερο από ό,τι πλέον προβλέπει για την Ελλάδα).
Αντίστοιχα για τον πληθωρισμό αναμένει φέτος ότι θα αυξηθεί με ρυθμό 4,2% αντί πρόβλεψης για αύξηση τιμών κατά 4,5% προηγουμένως. Για το 2024 η πρόβλεψη παραμένει αμετάβλητη στο 2,4%.
- ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Σταϊκούρας για προβλέψεις Κομισιόν: Πιστοποιούν την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης
H Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το 2024 η Ελλάδα θα καταφέρει να δημιουργήσει πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,5% του ΑΕΠ. Επίσης καταγράφει την πιο μεγάλη μείωση χρέους ανά την ΕΕ, κατά 52% από το 2020 έως το 2024. Επιπλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η Ελλάδα θα γνωρίσει την πιο μεγάλη αύξηση δημοσίων επενδύσεων λόγω του ταμείου ανάκαμψης.
Μεγάλη μείωση χρέους και άνοδος επενδύσεων
Ο ρυθμός μείωσης του δημόσιου χρέους ποικίλλει από χώρα σε χώρα, αναφέρει η Επιτροπή. Μέχρι το 2024, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί στις περισσότερες χώρες της ΕΕ σε σχέση με την κορύφωση του 2020, «με ιδιαίτερα μεγάλες μειώσεις στην Ελλάδα (52 ποσοστιαίες μονάδες), την Κύπρο (41 ποσοστιαίες μονάδες), την Πορτογαλία (32 ποσοστιαίες μονάδες), την Κροατία ( 25 σελ.) και την Ιρλανδία». Αναφέρει επίσης πως θα είναι χαμηλότερο από το επίπεδο του 2019.
Για τις επενδύσεις αναφέρει πως 17 χώρες της ΕΕ προβλέπεται να δαπανήσουν περισσότερα για δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από εθνικούς πόρους από ό,τι πριν από την πανδημία. Η Ιταλία, η Σλοβενία και η Ελλάδα είναι οι χώρες με τη μεγαλύτερη προβλεπόμενη αύξηση σε εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις σε σύγκριση με το 2019, επισημαίνει. Επίσης, την περίοδο 2021-24, οι δαπάνες που χρηματοδοτούνται από επιχορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται να είναι πάνω από 3,5% του ΑΕΠ στην Ισπανία και την Ελλάδα, πάνω από 3% στην Κροατία και την Πορτογαλία, περίπου 2,5% στη Σλοβακία και την Ιταλία και περίπου 2% στη Λετονία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
Το κεφάλαιο για την Ελλάδα
Στο ειδικό κεφάλαιο για την Ελλάδα η Επιτροπή αναφέρει πως η άνοδος του ΑΕΠ κατά 2,4% το 2023 στηρίζεται σε μια ανθεκτική αγορά εργασίας και στην εφαρμογή του Σχεδίου Ανάκαμψης. Ο πληθωρισμός που ήταν κατά μέσο όρο 9,3% το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,4% έως το 2024 λόγω της χαλάρωσης των τιμών της ενέργειας.
Παρ όλα αυτά, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται να επιβραδυνθεί λόγω της απώλειας του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Από την άλλη πλευρά, το Ταμείο Ανάκαμψης μετατοπίζεται από τις μεταρρυθμίσεις προς τις επενδύσεις και, ως εκ τούτου, πρόκειται να διατηρήσει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, ιδίως στις κατασκευές και σε μικρότερο βαθμό στον εξοπλισμό, αντισταθμίζοντας εν μέρει τον αντίκτυπο από τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης.
Επίσης, η πλήρης ανάκαμψη του τουρισμού στα προ πανδημίας επίπεδα αναμένεται να ενισχύσει τις ελληνικές εξαγωγές. Παράλληλα η συγκράτηση της εγχώριας ζήτησης θα επιβραδύνει και τις εισαγωγές. Ωστόσο, το εμπορικό έλλειμμα αναμένεται να παραμείνει υψηλό.
Στο δημοσιονομικό πεδίο αναφέρει πως η επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα ήρθε νωρίτερα από το αναμενόμενο: 0,1% του ΑΕΠ το 2022. «Αυτή η βελτίωση οφείλεται κυρίως στα καλύτερα από τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα, ιδίως από τον φόρο προστιθέμενης αξίας και τους άμεσους φόρους».
Για το 2023 αναμένεται σταδιακή κατάργηση των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία (τα οποία εκτιμάται ότι ανήλθαν σε 1,5% του ΑΕΠ το 2022) και σημαντική μείωση του κόστους των μέτρων για τον μετριασμό των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων των υψηλών τιμών της ενέργειας (από 2,5% του ΑΕΠ το 2022 σε 0,2% το 2023). Κάτι που οδηγεί σε εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ το 2024.
Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε ραγδαία το 2022, κυρίως λόγω της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ. Αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 160,2% του ΑΕΠ το 2023 και στο 154,4% το 2024, βοηθούμενος από τα πρωτογενή πλεονάσματα και από την οικονομική ανάπτυξη.
Αναφέρεται επίσης πως στις δημοσιονομικές προοπτικές κίνδυνοι συνδέονται με τις εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, με κυριότερο τις δικαστικές υποθέσεις για την ΕΤΑΔ. Από την άλλη πλευρά, εάν συνεχιστεί η βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης, τα έσοδα μπορεί να είναι υψηλότερα από τα αναμενόμενα.
Ο δομικός πληθωρισμός
Για τον πληθωρισμό αναφέρεται πως, παρά την επιβράδυνση, καταγράφεται με χρονική απόκλιση η διάχυση των αυξήσεων των τιμών ενέργειας και τροφίμων στις υπηρεσίες και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά, η οποία έχει γίνει πιο ορατή από το τελευταίο τρίμηνο του 2022 και μετά. Εκτιμάται πως θα προκαλέσει πιέσεις στον πυρήνα του πληθωρισμού το 2023. Παρ όλα αυτά και παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού «οι κίνδυνοι ενός σπιράλ ανατιμήσεων μισθών-τιμών φαίνονται περιορισμένοι» εκτιμά. Ωστόσο, ανοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές για τον πληθωρισμό προκύπτουν από μια πιο γρήγορη προσαρμογή των μισθών που θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο πυρήνα πληθωρισμού, αναφέρει.