Κομισιόν για Ελλάδα: Ιστορικά χαμηλές οι επενδύσεις στην Υγεία – Πρόκληση η πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη

Έφη Τσιβίκα
Viber Whatsapp
Μοιράσου το
Κομισιόν για Ελλάδα: Ιστορικά χαμηλές οι επενδύσεις στην Υγεία – Πρόκληση η πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
Tο προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ, ωστόσο η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παραμένει πρόκληση για τη χώρα μας, καθώς καταγράφει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό μη καλυπτόμενων αναγκών, σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ.

Την πρόοδο και τα «αγκάθια» στον τομέα της Υγείας επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πόρισμά της σχετικά με το εθνικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων 2023 και το πρόγραμμα σταθερότητας 2023 της Ελλάδας. Η Κομισιόν εστιάζει μεταξύ άλλων στις χαμηλές δημόσιες δαπάνες, υπογραμμίζοντας για μία ακόμη φορά τα υψηλά επίπεδα των ιδιωτικών πληρωμών και δίνει έμφαση στην υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχουν προγραμματιστεί μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, προκειμένου να αντιστραφεί το ιστορικό χαμηλών επενδύσεων στην υγεία που καταγράφει η χώρα μας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται, το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ (65,9 έτη έναντι των 64), παρότι έχει μειωθεί σημαντικά από το 2019. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στις επιπτώσεις της νόσου COVID-19, η οποία προκάλεσε σχεδόν τριπλάσιους θανάτους το 2021 από ό, τι το 2020. Οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι συγκριτικά ικανοποιητικές όσον αφορά την αποφυγή θανάτων από θεραπεύσιμα αίτια. Σημειώνεται ότι το 2020 η κύρια αιτία θνησιμότητας ήταν οι καρδιαγγειακές παθήσεις, αλλά σημαντικοί παράγοντες ήταν και τα κακοήθη νεοπλάσματα.

Εντούτοις, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη παραμένει πρόκληση για τη χώρα μας, καθώς καταγράφει σημαντικά υψηλότερο ποσοστό μη καλυπτόμενων αναγκών, σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ.

«Παρά τη βελτίωση που σημειώθηκε με την πάροδο του χρόνου, η πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση, καθώς το 2021 το 6,4% του πληθυσμού ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες ιατρικής περίθαλψης, λόγω κόστους, απόστασης ή χρόνου αναμονής, έναντι μόνο 2,0% στην ΕΕ», αναφέρει χαρακτηριστικά το σχετικό πόρισμα.

Όπως προκύπτει, μεγάλα «στοιχήματα» αποτελούν -μεταξύ άλλων- η μεταρρύθμιση στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), οι υψηλές ενδονοσοκομειακές δαπάνες -οι οποίες σημειωτέον συνδέονται με τις αδυναμίες της ΠΦΥ, ο έλεγχος της ζήτησης στα φάρμακα μέσω διαρθρωτικών μέτρων καθώς και ο ψηφιακός μετασχηματισμός στον τομέα.

Χαμηλές οι δαπάνες για την Υγεία

Οι συνολικές δαπάνες για την υγεία σε σχέση με το ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2020. Κατά το ίδιο έτος, οι συνολικές δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη αυξήθηκαν σε ποσοστό 9,5% του ΑΕΠ, έναντι του 10,9% στην ΕΕ. Όπως σημειώνεται, η αύξηση αυτή συνάδει με την ανοδική τάση σε όλα τα κράτη μέλη το 2020. Ωστόσο, διευκρινίζεται ότι «στην Ελλάδα, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ (κατά 9 %, έναντι 5,7 % στην ΕΕ συνολικά)» και «αυτό ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι το μερίδιο των δαπανών για την υγεία επί των συνολικών δημόσιων δαπανών μειώθηκε κατά 6,7 % από το 2019 έως το 2020». Τα ποσά που δαπανώνται κατά κεφαλήν για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη (605 ευρώ), φάρμακα (443 ευρώ) και εξωνοσοκομειακή περίθαλψη (241 ευρώ) είναι όλα κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (863 ευρώ, 457 ευρώ και 737 ευρώ, αντίστοιχα).

Όμως, όσον αφορά στις δαπάνες για ενδονοσοκομειακή περίθαλψη και φάρμακα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των κρατών μελών. Αντιθέτως, οι δαπάνες της Ελλάδας για εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ όλων των κρατών μελών.

Αναφορικά με τις δαπάνες για προγράμματα πρόληψης, εντοπισμού, επιτήρησης και ελέγχου νόσων, επισημαίνεται ότι έχουν αυξηθεί, αλλά υπολείπονται του μέσου όρου της ΕΕ (3,4 %). Αυτό αποδίδεται στη σημαντική αύξηση του ποσοστού των συνολικών δαπανών για την πρόληψη το 2020 (1,8 %, έναντι 1,3 % το 2019), η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε αύξηση κατά 124 % των δαπανών (από 59 εκατ. ευρώ σε 132 εκατ. ευρώ) για προγράμματα επιδημιολογικής επιτήρησης και ελέγχου κινδύνων και νόσων. «Η αντιμετώπιση της νόσου COVID-19 στον τομέα της δημόσιας υγείας οδήγησε σε παρόμοιες δημοσιονομικές εξελίξεις σε ολόκληρη την ΕΕ», σημειώνεται.

Υψηλές ιδιωτικές πληρωμές

Το δημόσιο μερίδιο των δαπανών για την υγεία είναι συγκριτικά χαμηλό (61,8 % το 2020), ενώ το ποσοστό των ιδιωτικών πληρωμών είναι πολύ υψηλό (33,4%, το δεύτερο υψηλότερο στην ΕΕ). Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία προβλέπεται να αυξηθούν κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έως το 2070, έναντι των 0,9 ποσοστιαίων μονάδων για το σύνολο της ΕΕ.

Σύμφωνα με το πόρισμα, οι πολιτικές για να διατηρηθούν υπό έλεγχο οι δημόσιες δαπάνες για φάρμακα αντιμετωπίζουν προκλήσεις. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται το clawback, δηλαδή οι υποχρεωτικές επιστροφές του κλάδου σε περίπτωση υπέρβασης του προϋπολογισμού. «Για το 2023, τα προσυμφωνημένα ανώτατα όρια του προϋπολογισμού πιθανότατα θα τηρηθούν, καθώς οι αρχές διαπραγματεύτηκαν υψηλότερες εκπτώσεις», αναφέρει η Κομισιόν. Ωστόσο, επισημαίνει ότι υπάρχουν δυσκολίες όσον αφορά τον έλεγχο της ζήτησης, μέσω υποχρεωτικών πρωτοκόλλων και ορθολογικών πρακτικών συνταγογράφησης (π.χ. για την πρόληψη της υπερβολικής χρήσης αντιβιοτικών), τόσο σε εξωνοσοκομειακό όσο και σε ενδονοσοκομειακό επίπεδο.

Πρωτοβάθμια περίθαλψη και ΕΣΥ

Tο πόρισμα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται και στο ιατρονοσηλευτικό δυναμικό, τονίζοντας ότι η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό γιατρών και τον χαμηλότερο κατά κεφαλήν αριθμό νοσηλευτικού προσωπικού από όλες τις χώρες της ΕΕ. Εντούτοις, η συντριπτική πλειονότητα των γιατρών είναι ειδικοί ιατροί, ενώ οι γενικοί αντιπροσωπεύουν μόλις το 7 % του συνόλου, έναντι 26 % που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ. Όπως επισημαίνεται, οι μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης εξαρτώνται από την επίτευξη κατάλληλου αριθμού ιατρών και νοσηλευτών. «Τα πρόσφατα μεταρρυθμιστικά μέτρα επικεντρώνονται στους γιατρούς, προσφέροντάς τους νέο πακέτο αποδοχών», αναφέρει η Κομισιόν. Σημειώνει, όμως, ότι επί του παρόντος η κάλυψη εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής, γεγονός που λειτουργεί ως εμπόδιο για την πλήρη εφαρμογή της μεταρρύθμισης. Για αυτόν τον σκοπό, προτείνονται πρόσθετα μέτρα που θα ενισχύσουν τα υφιστάμενα κίνητρα, ώστε να δημιουργηθεί η βάση για ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, «όπως ο περιορισμός της αποζημίωσης για υπηρεσίες και συνταγογραφήσεις που παρέχονται από παρόχους κοινωνικών υπηρεσιών οι οποίοι δεν συνδέονται με τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ)».

Η Κομισιόν επισημαίνει ότι οι υπηρεσίες και οι δομές υγείας στην Ελλάδα συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στις αστικές περιοχές. Αναφερόμενη στη δυναμικότητα του ΕΣΥ, τονίζει ότι πριν από την πανδημία, υπήρχαν 364 νοσοκομειακές κλίνες ανά 100 000 κατοίκους κατά μέσο όρο — αριθμός πολύ κάτω του μέσου όρου της ΕΕ (387). «Κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος της πανδημίας COVID-19 το 2020, όταν σημειώθηκε σημαντική απότομη αύξηση των κρουσμάτων, σε ορισμένες από τις βαρύτερα πληγείσες περιοχές, δεν υπήρχαν αρκετές νοσοκομειακές κλίνες και η σχετική δυναμικότητα αναζητήθηκε στον ιδιωτικό τομέα», σημειώνει.

Δημόσια υγεία

Στο εν λόγω πόρισμα επισημαίνεται ότι η ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση του συστήματος δημόσιας υγείας, μέσω του προγράμματος «Σπύρος Δοξιάδης», περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις στην παροχή υπηρεσιών δημόσιας υγείας, στην παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού και του περιβάλλοντος, καθώς και στις υπηρεσίες ταχείας αντίδρασης. Περιλαμβάνει, επίσης, τον συνολικό ψηφιακό μετασχηματισμό του τομέα της δημόσιας υγείας.

Ειδικά όσον αφορά στην πρόσβαση σε ηλεκτρονικά μητρώα υγείας, η Ελλάδα κατατάσσεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ στον σύνθετο δείκτη. «Το 2022 κυκλοφόρησε μια εφαρμογή για φορητές συσκευές, η MyHealth, αλλά παρότι το 80-100 % των πολιτών μπορούν ήδη να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα υγείας τους μέσω της διαδικτυακής υπηρεσίας, το εύρος των προσβάσιμων δεδομένων είναι κάπως περιορισμένο», αναφέρει.

Ένα άλλο μέτρο, που αφορά στη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, είναι ο υπό εξέλιξη εξορθολογισμός της χρήσης αντιμικροβιακών ουσιών, στο πλαίσιο των ευρύτερων προσπαθειών για την προώθηση της ορθολογικής χρήσης των φαρμάκων. Σύμφωνα με την «αξιολόγηση» της Κομισιόν, η κατάσταση στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά, καθώς η ημερήσια κατανάλωση το 2021 μειώθηκε στο 67 % της κατανάλωσης το 2019. Η μείωση αυτή υπερβαίνει τη μείωση που καταγράφηκε κατά μέσο όρο σε ολόκληρη την ΕΕ, σε ποσοστό άνω του 18 %, πιθανότατα λόγω της πανδημίας COVID-19. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ένα από τα τέσσερα κράτη μέλη με τη μεγαλύτερη χρήση αντιβιοτικών.

Τέλος, η Επιτροπή, επισημαίνει τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα επενδύσεων στην υγειονομική περίθαλψη και αναφέρεται στις μεταρρυθμίσεις που έχουν δρομολογηθεί μέσω του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ):

«Μέσω του οικείου Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ), η Ελλάδα σχεδιάζει να επενδύσει 1 486 εκατ. EUR (4,9 % της συνολικής αξίας του ΣΑΑ). Οι επενδύσεις αυτές προγραμματίζονται στο πλαίσιο των συνολικά χαμηλών ιστορικών επιπέδων στα οποία βρίσκονται οι επενδύσεις στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, (ως ποσοστό του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου του ΑΕΠ). Οι μεταρρυθμίσεις επικεντρώνονται στην πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη, τη χρηματοδότηση των φαρμάκων, τη δημόσια υγεία, την ψυχική υγεία και το σύστημα αποδοχών στα νοσοκομεία. Οι επενδύσεις στοχεύουν στην υποδομή και την ψηφιοποίηση των νοσοκομείων και αποσκοπούν στην καθιέρωση της κατ’ οίκον νοσηλείας και στη δημιουργία ενός κέντρου ακτινοθεραπείας και μιας αιματολογικής κλινικής για κυτταρική και γενετική θεραπεία».

Ακολουθήστε το insider.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο.

gazzetta
gazzetta reader insider insider