Πρώτο θέμα στην ατζέντα του διήμερου ετήσιου συνεδρίου του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας (BDI), το οποίο ξεκίνησε χθες, ήταν η ανακοιδόμηση της Ουκρανίας.
Όπως αναφέρεται στο εισαγωγικό σημείωμα της ατζέντας του εν λόγω συνεδρίου -το οποίο διεξάγεται παράλληλα με τις συναντήσεις Γερμανού Καγκελαρίου Σολτς και Κινέζου πρωθυπουργού Λι στο Βερολίνο-σε σχέση με το ουκρανικό ζήτημα, παρόλο που οι επιθέσεις της Ρωσίας συνεχίζονται, οι προετοιμασίες για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας έχουν ξεκινήσει. Να σημειωθεί πως στο συνέδριο των Γερμανών Βιομηχάνων μίλησε χθες και ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ.
Στο πλαίσιο της διεθνούς κοινότητας, η Γερμανία διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στη διαδικασία ανοικοδόμησης της Ουκρανίας, καθώς δεν είναι μόνο ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος, αλλά φέρει και ιδιαίτερη ευθύνη λόγω των γεωγραφικών της σχέσεων, σύμφωνα με τον BDI.
Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκονται οι προτεραιότητες την προετοιμασία της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας και τον συντονισμό των κινήσεων προς αυτήν την κατεύθυνση, αλλά και οι δομές που χρειάζονται και το πώς μπορεί η επιχειρηματική κοινότητα να εμπλακεί σε αυτό το “έργο του αιώνα” (σ.σ. ανοικοδόμηση Ουκρανίας).
Σημειώνεται πως ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας, Ζίγκφριντ Ρούσβουρμ, ηγήθηκε επταμελούς επιχειρηματικής αντιπροσωπείας που ταξίδεψε στην ουκρανική πρωτεύουσα Κίεβο πριν δύο μήνες, μαζί με τον αντικαγκελάριο και υπουργό Ανάπτυξης Ρόμπερτ Χάμπεκ Συμμετείχαν, το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο, την Επιτροπή Οικονομικών Σχέσεων Ανατολικής Ευρώπης, εκπροσώπους γερμανών επενδυτών στην Ουκρανία, καθώς και τράπεζες και εταιρείες ενέργειας.
Μετά την επίσκεψη αυτή ο Ρούσβουρμ δήλωσε πως “η Ουκρανία, παρά τον πόλεμο που ξεκίνησε η Ρωσία, γίνεται και πάλι μια ενδιαφέρουσα τοποθεσία για γερμανικές επενδύσεις. Καθοριστική για αυτό είναι η ανεπιφύλακτη βούληση του πληθυσμού να ανοικοδομήσει τη χώρα και η αποφασιστικότητα μιας νέας γενιάς πολιτικών να προχωρήσει στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις”.
Σύμφωνα με τον ίδιο “παρά την κατά 30% κατάρρευση της ουκρανικής οικονομίας κατά το πολεμικό έτος 2022, όλες οι γερμανικές εταιρείες παρέμειναν στην Ουκρανία και συνεχίζουν επίσης με επιτυχία τις δραστηριότητές τους στις περιοχές που δεν επλήγησαν από τον πόλεμο. Αποτελούν έτσι σημαντικούς οικονομικούς πυλώνες σε μια χώρα που υποφέρει από ανεργία της τάξης του 25%.”
Ο πρόεδρος του BDI συμπλήρωσε πως “πολλοί Ουκρανοί εκτοπισμένοι από τον πόλεμο αναζητούν επειγόντως εργασία στους τόπους διαμονής τους - άνθρωποι που θα συμμετάσχουν στην προσπάθεια ανοικοδόμησης. Στο Κίεβο, οι γερμανικές εταιρείες Bayer και Fixit, οι οποίες συμμετείχαν στην αντιπροσωπεία, παρουσίασαν τα επενδυτικά τους σχέδια, υπογραμμίζοντας έτσι την προθυμία των γερμανικών επιχειρήσεων να αναλάβουν την ευθύνη για την ανοικοδόμηση της χώρας".
Σημείωσε, επίσης, πως "είναι πολύ ευπρόσδεκτο το γεγονός ότι ορισμένες γερμανικές εταιρείες, ως νεοεισερχόμενες, εξετάζουν επί του παρόντος περαιτέρω επενδύσεις και επιχειρηματικές ευκαιρίες στους τομείς των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, της καινοτόμου αγροτικής βιομηχανίας, της ψηφιακής οικονομίας, των logistics, της βιομηχανίας δομικών υλικών και των προμηθευτών. Η ουκρανική αμυντική βιομηχανία θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει σημείο εκκίνησης για συνεργασία με γερμανικές εταιρείες στο μέλλον. Η γερμανική κυβέρνηση συνεχίζει να υποστηρίζει ενεργά αυτή τη διαδικασία με επενδυτικές εγγυήσεις και την κάλυψη Hermes, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί από γερμανικές εταιρείες παρά τη στρατιωτική σύγκρουση. Η Fixit χρησιμοποιεί ήδη εγγυήσεις προστασίας επενδύσεων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για το έργο της στον τομέα των δομικών υλικών”, συμπλήρωσε ο ίδιος.
Από πλευράς ΒDI έγινες, επίσης, σαφές πως η επιχειρηματική αντιπροσωπεία εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από την αποφασιστικότητα των εκπροσώπων της ουκρανικής κυβέρνησης να βελτιώσουν βιώσιμα τις συνθήκες πλαισίου στην Ουκρανία και να αντιμετωπίσουν ενεργά ζητήματα όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς και η διαφάνεια. Συνολικά, διαπιστώνει κανείς, σύμφωνα με το BDI, μια νέα γενιά Ουκρανών πολιτικών, των οποίων ο ενθουσιασμός για να εργαστούν για τη χώρα τους είναι κυριολεκτικά αισθητός. Η προοπτική της ΕΕ που έχει η Ουκρανία από το καλοκαίρι του 2022 δίνει στη νέα αυτή γενιά πρόσθετη στήριξη, συμπληρώνει η ίδια πλευρά.
Οι άλλες γερμανικές προτεραιότητες μετά τη ρωσική εισβολή
Σε παλαιότερη τοποθέτηση για το ζήτημα των συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, ο επικεφαλής του Ομοσπονδιακού Συνδέσμου της Γερμανικής Βιομηχανίας, τόνισε τις ακόλουθες τρεις προτεραιότητες:
1. Η κεντρική - ανατολική Ευρώπη είναι σημαντικότερη οικονομικά από τη Ρωσία
“Οι πολιτικοί και οι επιχειρηματίες πρέπει να προετοιμαστούν για το γεγονός ότι μακροπρόθεσμα η Ρωσία δεν θα ανακτήσει το ρόλο και τη σημασία των προηγούμενων δεκαετιών ως εταίρος" σημείωσε ο επικεφαλής του BDI, συμπληρώνοντας πως "τα επόμενα χρόνια, στην Ευρώπη θα υπάρχει ασφάλεια μόνο έναντι της Ρωσίας. Χρειαζόμαστε ακόμη περισσότερο μια στενή συμμαχία με τους εταίρους μας στην Ευρώπη και στον κόσμο, και ρητά με τους γείτονές μας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Αυτό ισχύει επίσης επειδή αυτοί είναι πολύ πιο σημαντικοί για τη Γερμανία όσον αφορά τις ευρείες οικονομικές σχέσεις από ό,τι ήταν ποτέ η Ρωσία. Η Πολωνία, για παράδειγμα, είναι ο πέμπτος σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γερμανίας μετά την Κίνα, τις ΗΠΑ, τις Κάτω Χώρες και τη Γαλλία”.
2. Άμεση και μόνιμη επίτευξη του στόχου του 2% του ΑΕΠ για τις αμυντικές δαπάνες
“Η Γερμανία πρέπει επιτέλους να αρχίσει να επενδύει περισσότερο στην ασφάλειά της. Η λεγόμενη στροφή των καιρών (σ.σ. για την οποία έκανε λόγο ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία) πρέπει να διαμορφωθεί και όχι να συζητηθεί" σημείωσε ο Ρούσβουρμ. Ο ίδιος τόνισε πως "η ομοσπονδιακή κυβέρνηση πρέπει επιτέλους να κάνει συγκεκριμένα σχέδια για τα κονδύλια του ειδικού ταμείου που εγκαινίασε η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει γρήγορα για να καλύψει τα υπάρχοντα και από καιρό γνωστά κενά στην εθνική και συμμαχική άμυνα. Η Γερμανία πρέπει να επιτύχει άμεσα και μόνιμα τον στόχο του 2%, προκειμένου να εξοπλίσει επαρκώς τον ομοσπονδιακό στρατό, την Bundeswehr, για τη νέα εποχή και να ανταποκριθεί στις συμμαχικές της υποχρεώσεις και στις διεθνείς απαιτήσεις”.
Κρίσιμο για την αύξηση των αμυντικών δαπανών είναι το ζήτημα των προμηθειών. Ο Ρούσβουρμ τόνισε πως "οι επενδύσεις πρέπει να συνδεθούν με μια συνετή και μακροπρόθεσμη πολιτική προμηθειών. Εδώ και πολλά χρόνια, οι επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπες με μια υπερφορτωμένη κανονιστική κατάσταση στη διοίκηση των προμηθειών. Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα πρέπει να βρει γρήγορα τρόπους να απαλλαγεί από αυτή την αυτοδημιούργητη πολυπλοκότητα των απαιτήσεων. Είναι λογικό να απαλλαγούμε από λεπτομερείς κανονισμούς και να στραφούμε περισσότερο στα πρότυπα που έχουν καθιερωθεί στην αγορά. Η Bundeswehr πρέπει να βασίζεται όλο και περισσότερο σε λειτουργικούς διαγωνισμούς. Τα στρατεύματα θα πρέπει να καθορίσουν τις δυνατότητες που χρειάζονται και οι εταιρείες θα πρέπει να υποβάλουν προτάσεις για την αποτελεσματικότερη υλοποίηση. Η Bundeswehr και η βιομηχανία χρειάζονται ασφάλεια σχεδιασμού, μακροχρόνιες συμβάσεις, προκειμένου να εξοπλίσουν τις ένοπλες δυνάμεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, να εκπληρώσουν το ρόλο μας στην ασφάλεια στην Ευρώπη και στη Συμμαχία και να υποστηρίξουν την Ουκρανία".