Θετικό τόνο στο εγχώριο επενδυτικό «story» με κεντρικό άξονα τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, συνεχίζει να διατηρεί η JP Morgan μετά τις τελευταίες συναντήσεις των στελεχών της με τις διοικήσεις των τραπεζών, διάφορες εταιρείες, φορείς χάραξης πολιτικής και ειδικούς του κλάδου στην Αθήνα.
- Η JP Morgan συναντήθηκε με αξιωματούχους και στελέχη από: Aegean, Alpha Bank, ΕΧΑΕ, Τράπεζα της Ελλάδος, Eurobank, ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, ΤΧΣ, ΕΛΠΕ, Intrum Hellas, Mytilineos, Εθνική Τράπεζα, ΟΠΑΠ και Τράπεζα Πειραιώς.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές, οι οικονομικοί δείκτες συνεχίζουν να σηματοδοτούν μια σχετικά ισχυρή μακροοικονομική προοπτική για φέτος αλλά και για μετέπειτα, ενώ και η ενίσχυση των δεικτών απόδοσης των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων ROTE των τραπεζών θα συνεχιστεί με γνώμονα την ευνοϊκή δυναμική των περιθωρίων κέρδους, την ανθεκτική πιστωτική ζήτηση καθώς και την σταθερή ποιότητα του ενεργητικού. Παρά τις αναβαθμίσεις του consensus στα EPS (κέρδη ανά μετοχή) κατά 46% και κατά 23% για φέτος και για την επόμενη χρονιά, οι αναλυτές έλαβαν ένα ιδιαίτερα ισχυρό θετικό μήνυμα σχετικά με τη δυναμική των καθαρών εσόδων από τόκους (NII), «βλέποντας» περαιτέρω αναβαθμίσεις των εκτιμήσεων consensus των αναλυτών, που πιθανόν θα ξεκινήσει από τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων του δεύτερου τριμήνου.
Έτσι, η JP Morgan μετά το ταξίδι της στην Αθήνα εστιάζει στα παρακάτω κρίσιμα σημεία:
- Οι μακροοικονομικές προοπτικές συνεχίζουν να βελτιώνονται: Οι οικονομολόγοι του αμερικανικού οίκου αναμένουν ανάπτυξη της τάξεως του 2% - 3,5% το 2023 και στο 1,5% - 2% το 2024, εμφανώς υψηλότερα από το 0,6% -1% για την Ευρωζώνη. Στις συναντήσεις με Έλληνες αξιωματούχους τονίστηκε ως βασική πρόκληση η μεταρρύθμιση του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας, μετά τις καθυστερήσεις που προκλήθηκαν από την πανδημία του κορονοϊού και την ενεργειακή κρίση, καθώς η κατανάλωση παραμένει σχετικά υψηλή. Επιπλέον, ενώ το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ είναι πλέον εμφανώς υψηλότερο, σχετικά μη διαφοροποιημένο και χαμηλής πολυπλοκότητας.
- Η απορρόφηση των πόρων από το RRF συνεχίζεται με έναν καλό ρυθμό και το σκέλος των δανείων μπορούν να αυξηθεί: Μέχρι στιγμής έχουν εκταμιευθεί στην Ελλάδα κεφάλαια ύψους 11,1 δισ. ευρώ από το συνολικό ποσό των 30,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021 - 2026 (17,8 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισ. ευρώ σε δάνεια). Η κυβέρνηση υπέβαλε πρόσφατα αίτηση για την τρίτη καταβολή ύψους 1,7 δισ. ευρώ, ενώ θα επιδιώξει να αυξήσει τα δάνεια κατά 5 δισ. ευρώ παραπάνω (πέραν των 12,7 δισ. ευρώ), γεγονός που αναμφισβήτητα αναδεικνύει την επιτυχία του προγράμματος και σηματοδοτεί κάποια πρόσθετη ώθηση στην αύξηση των δανείων για τις τράπεζες. Συνολικά, η πρόοδος είναι ενθαρρυντική και οι εκταμιεύσεις θα επιταχυνθούν στο δεύτερο εξάμηνο φέτος.
- Η δυναμική της αύξησης των δανείων των τραπεζών αναμένεται να βελτιωθεί, μετά από ένα σχετικά αδύναμο πρώτο εξάμηνο: Ενώ ο ρυθμός αύξησης των δανειοδοτήσεων ήταν σχετικά υποτονικός και συγκρατημένος μέχρι στιγμής για φέτος, με οδηγό σε μεγάλο βαθμό τις πρόωρες αποπληρωμές δανείων από εταιρείες με ισχυρή ρευστότητα, τα στελέχη της JP Morgan διαπίστωσαν από τις συναντήσεις τους με τις διοικήσεις των τραπεζών, ότι η δραστηριότητα επιταχύνθηκε εκ νέου τον Ιούνιο και αναμένεται περαιτέρω βελτίωση της δυναμικής κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Ταυτόχρονα, η ήπια ανάπτυξη κατά το πρώτο εξάμηνο σε συνδυασμό με τα υψηλότερα επιτόκια πιθανότατα θα επηρεάσει τους αρχικούς στόχους ανάπτυξης των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών για το σύνολο του έτους, με τους αναλυτές να λαμβάνουν κάποια μεικτά μηνύματα σε αυτό το μέτωπο. Η Eurobank, για παράδειγμα, επισήμανε κάποιο «downside risk» για τα 2,8 δισ. ευρώ που έχουν τεθεί στο guidance για την αύξηση των δανείων (το οποίο συνεπάγεται αύξηση 7%) για το τρέχον έτος, κυρίως λόγω των υψηλότερων επιτοκίων της ΕΚΤ. Ωστόσο, οι στόχοι για τη μεσοπρόθεσμη πιστωτική επέκταση παραμένουν άθικτοι και τα μηνύματα ήταν αισιόδοξα σε όλους τους τομείς με 5% - 7% ετησίως για τα επόμενα έτη.
- Τα υψηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ και η υποστηρικτική εξέλιξη του spread δανείων - καταθέσεων σημαίνουν ότι τα καθαρά έσοδα από τόκους είναι πιθανό να φτάσουν στο ανώτατο σημείο τους στο τρίτο με τέταρτο τρίμηνο, γεγονός που υποδηλώνει περαιτέρω ανοδικά περιθώρια («upside risks») γύρω από τις εκτιμήσεις των αναλυτών: Οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν αύξηση των καθαρών εσόδων από τόκους της τάξεως του 59% σε ετήσια βάση κατά το πρώτο τρίμηνο, στη βάση της άμεσης μετακύλισης των υψηλότερων επιτοκίων στην πλευρά του ενεργητικού και την περιορισμένη, ακόμη, ανατιμολόγηση των καταθέσεων, που οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος των αναβαθμίσεων των κερδών ανά μετοχή στο 46% για φέτος.
- Η ανατιμολόγηση των δανείων υλοποιείται σύμφωνα με τις προβλέψεις των τραπεζών με μια μετακύλιση στο 70% - 75%: Το spread στο επιτόκιο για τα νέα επιχειρηματικά δάνεια (έναντι 3M Euribor) έχει συρρικνωθεί ελαφρώς στο 2,6% από το Μάιο, ένατι του 3% κατά μέσο όρο πέρυσι, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερό σε σύγκριση με το Δεκέμβριο του 2022 και παραμένει πολύ χαμηλότερα από το 1,2% του μέσου όρου για την Ευρωζώνη και το 1,1% - 1,4% - 2% για την Ισπανία - Ιταλία - Πορτογαλία. Για το επόμενο διάστημα, οι τράπεζες αναμένουν γενικώς κάποια ήπια διάβρωση του περιθωρίου κέρδους στην περιοχή των 10 - 15 μονάδων βάσης ετησίως λόγω της δυναμικής του ανταγωνισμού και τη βελτίωση του προφίλ πιστωτικού κινδύνου των πελατών.
- Το κόστος των καταθέσεων παραμένει χαμηλό και υποστηρίζεται από διαρθρωτικές βάσεις: Το κόστος καταθέσεων άρχισε να αυξάνεται, αλλά παραμένει πολύ χαμηλότερα από τους μέσους όρους της Ευρωζώνης, αντανακλώντας τη διαρθρωτική βάση, συμπεριλαμβανομένων των πολύ χαμηλών δεικτών δανείων προς καταθέσεις (LDR) την ισχυρή βάση καταθέσεων στο σκέλος της λιανικής, καθώς και στην ενοποιημένη δομή της αγοράς. Αυτές οι διαρθρωτικές διαφορές θα διατηρήσουν τις πιέσεις στο κόστος καταθέσεων σχετικά πιο περιορισμένες στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα.
Η Eurobank, για παράδειγμα, τόνισε ότι η μετακύλιση των καταθέσεων αναμένεται να είναι κατά μέσο όρο στο 50% περίπου στο δεύτερο εξάμηνο του έτους για να φτάσει την πρόβλεψή της για 35% για το έτος. Επιπλέον, στο αναθεωρημένο guidance της Alpha Bank, η διοίκηση αναμένει ένα μέσο όρο μετακύλισης στο 17% για φέτος υπονοώντας 30% «exit rate» το 2023.
- Υπήρξε κάποιος ήπιος νέος σχηματισμός NPEs στο δεύτερο τρίμηνο, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας: Η JP Morgan ενημερώθηκε από ορισμένες δοικήσεις τραπεζών ότι ο νέος σχηματισμός NPEs έγινε θετικός στο δεύτερο τρίμηνο (στην περιοχή των 50 - 100 εκατ. ευρώ), αλλά παραμένει πολύ χαμηλότερος από τις αρχικές εκτιμήσεις. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες δεν ανησυχούν σχετικά με το guidance για το κόστος κινδύνου για το 2023 και έπειτα. Επιπλέον, η Intrum υπογράμμισε τις ισχυρές οργανικές πληρωμές, με εισπράξεις περίπου 50% πάνω από τις εισπράξεις πριν από 2 - 3 χρόνια, υποστηριζόμενες από τη βελτιωμένη μακροοικονομική εικόνα καθώς και τις πρόσφατες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
- Οι τράπεζες είναι αισιόδοξες για την επαναφορά της διανομής μερισμάτων, αλλά είναι προσεκτικές στο guidance: Οι χρηματικές διανομές βρέθηκαν στο επίκεντρο των συζητήσεων και ενώ οι τράπεζες φάνηκαν αισιόδοξες για τις προοπτικές διανομής μερισμάτων από το 2023 και μετά, τα μηνύματα σχετικά με τους δείκτες διανομής ήταν σχετικά προσεκτικά, δεδομένης της διαδικασίας από τις ρυθμιστικές και εποπτικές αρχές. Με τους δείκτες NPEs να πλησιάζουν προς τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους και τα επίπεδα κεφαλαίου να δείχνουν «υγιή» και σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από τις ελάχιστες απαιτήσεις, οι διανομές μερισμάτων (και σε μεταγενέστερο στάδιο οι επαναγορές ιδίων - buybacks) παραμένουν ένα ρεαλιστικό σενάριο για το 2023 και μετά.