Όταν «διαβάζει» κανείς τον Προϋπολογισμό συνήθως εκ των πραγμάτων είναι υποχρεωμένος να αναφερθεί στο οικονομικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να εκτελεστεί.
Πολύ περισσότερο αυτό αφορά σε οικονομίες όπως οι ευρωπαϊκές – μαζί και η ελληνική – που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρωπαϊκής οικονομίας της οποίας η «λειτουργία» βασίζεται στο ενιαίο νόμισμα που ακούει στο όνομα ΕΥΡΩ.
Για την ελληνική οικονομία μάλιστα η αναφορά της σ' αυτό το περιβάλλον είναι μια εξαιρετικά στενή σχέση αφού το μεγαλύτερο κομμάτι του χρέους της αφορά τα δάνεια του ESM, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών συναλλαγών της αφορά χώρες της Ε.Ε., ενώ παράλληλα το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης των επενδύσεων του Προϋπολογισμού της αφορά σε ευρωπαϊκούς πόρους, είτε δωρεάν, είτε με την μορφή χαμηλότοκων δανείων, από τα γνωστά «ΕΣΠΑ», το Ταμείο Ανάκαμψης και τα διάφορα Ταμεία «Αλληλεγγύης» κλπ.
Ακόμα και το κομμάτι της χρηματοδότησης μέσω του τραπεζικού συστήματος στην πλειονότητά του εξαρτάται/συνδέεται με το εύρος του σκέλους χρηματοδότησης από τους κοινοτικούς πόρους.
Σ' αυτά θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις «επενδυτικές» αγορές χρέους από την ΕΚΤ γιατί αυτές και αν είναι κρίσιμες «επενδύσεις»...
Ίσως καμία άλλη χώρα της Ε.Ε. στην συγκεκριμένη συγκυρία δεν εξαρτάται από τους δεσμούς της με την «κεντρική» οικονομικά εξουσία της Ε.Ε. περισσότερο απ' όσο η Ελλάδα.
Τα εξωτερικά και εσωτερικά παράδοξα
Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να αγνοήσει κατά συνέπεια κανείς το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός που προβλέπει μια σαφώς καλύτερη οικονομική πορεία μέσα στο 2024, θα πρέπει να υλοποιηθεί μέσα σε ένα περιβάλλον στο οποίο οι τρεις ισχυρότερες οικονομίες της Ευρώπης, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και οι οποίες συναποτελούν τα 2/3 της ευρωοικονομίας, θα ταξιδεύουν σε ταραγμένα... νερά.
Αυτό τουλάχιστον προειδοποιεί η εκτίμηση της Κομισιόν.
Η Γερμανία έχει εμπλακεί σε ένα οικονομικο-πολιτικό αδιέξοδο, όπου το Ελεγκτικό Συνέδριο της απαγορεύει (στην Γερμανία «ακούνε» το Ελεγκτικό Συνέδριο) να κάνει χρήση δεκάδων δισ. ευρώ (60 δισ. ευρώ) που είχε «μεταφέρει» η Κυβέρνηση από το Ταμείο Covid στις επενδύσεις πράσινης μετάβασης (με τις οποίες έχει «σώσει» από την χρεοκοπία ενεργειακούς κολοσσούς και άλλες στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις), ενώ ταυτόχρονα η Bundesbank προειδοποιεί την Κυβέρνηση να μη τολμήσει να παρακάμψει το πρόβλημα με αύξηση δανεισμού...
Η κατάσταση στην Γαλλία ήδη έχει ξεφύγει από την πλευρά του χρέους και της «κάμψης» της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ στην Ιταλία η κυβέρνηση επιχειρεί να αντιμετωπίσει με «πάγωμα» νέου δανεισμού το μεγαλύτερο – μετά την Ελλάδα – δημόσιο χρέος της Ευρωζώνης.
Ο κ. Μάριο Ντράγκι συνόψισε όλα αυτά με μία φράση του πρόσφατα, δηλώνοντας ότι η Ευρωζώνη από 1/1/2024 εισέρχεται σε κανονική φάση ύφεσης.
Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον κατατίθεται ο Προϋπολογισμός του 2024 του οποίου τα βασικά μεγέθη είναι τα ακόλουθα σε σύγκριση πάντα με τα δύο προηγούμενα έτη.
Η πρώτη στήλη αριθμών αφορά το 2022, η δεύτερη το 2023 (εκτίμηση εκτέλεσης) και η τρίτη είναι ο στόχος για το 2024.
Το πρώτο παράδοξο είναι ότι προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ η οποία προφανώς προκύπτει από τις εξαγωγές (!) και βέβαια τις επενδύσεις, σε ένα περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού.
Το παράδοξο εδώ δεν έγκειται στις προβλεπόμενες «βαριές» επενδύσεις δεδομένου ότι οι ροές των κοινοτικών πόρων από τα ευρωπαϊκά Ταμεία διασφαλίζονται σε σημαντικό βαθμό από την «ωρίμανση» των έργων και των προγραμμάτων που έχουν αρχίσει να κινούνται. Αλλά και πάλι το ποσοστό αύξησης 15,1% φαίνεται να είναι αρκετά αισιόδοξο.
Το παράδοξο προκύπτει από την πρόβλεψη για κατακόρυφη αύξηση (υπερδιπλασιασμό) των εξαγωγών και μάλιστα σε μία χρονιά όπου ο πληθωρισμός θα «πέφτει» και οι ζημιές στην αγροτική παραγωγή ακόμα είναι απροσδιόριστες μετά τις καταστροφές στην Θεσσαλία και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, κλπ. Εκτός και αν έχει υπολογισθεί κάποια κατακόρυφη άνοδος στις εξαγωγές προϊόντων διύλισης πετρελαίου σε μία χρονιά οικονομικής ύφεσης στην Ε.Ε.
Για το «όρια» αύξησης των εξαγωγών του τουριστικού προϊόντος δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς όταν οι ίδιοι οι παράγοντες του χώρου μιλούν ήδη για «κορεσμό».
Το δεύτερο – και εξαιρετικά ανησυχητικό – παράδοξο αφορά τις προβλέψεις για την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση.
Αν συγκρίνει κανείς τα μεγέθη του 2022 και 2023 με εκείνα που προγραμματίζονται για το 2024 προκύπτει μία δραματική έως και εφιαλτική εικόνα «κάμψης» για μια οικονομία όπως η ελληνική, που στηρίζεται στην «κατανάλωση». Ο Προϋπολογισμός του 2024 με υπο-διπλασιασμό της ιδιωτικής κατανάλωσης και υπο-τριπλασιασμό της δημόσιας κατανάλωσης προβάλει μια εικόνα εξαιρετικής αδυναμίας στο επίπεδο της ζήτησης για την οποία δεν φαίνεται από άλλα παιδεία του πως θα προκύψει, αν όχι από μία δραματική πτώση της αγοραστικής δύναμης και περικοπής δημοσίων δαπανών...
Και το τρίτο, αλλά συνακόλουθο των δύο προηγούμενων παραδόξων είναι ότι αυτά τα δύο θα συμβαδίζουν (!) με υπερδιπλασιασμό των εισαγωγών σε προϊόντα και υπηρεσίες...
Ο Προϋπολογισμός του 2024 φαίνεται να ενσωματώνει στις προβλέψεις του πολλές και δύσκολες εξωτερικές και εσωτερικές αντιφάσεις που θα πρέπει – σύμφωνα με τα μεγέθη του - να λυθούν χωρίς την βοήθεια της αύξησης του δανεισμού, ο οποίος θα «παγώσει» προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο παράλληλος στόχος της μείωσης του χρέους.
Φωτό: GettyImages