Το «πράσινο φως» για την ενημέρωση των προμηθευτών ρεύματος προς τους καταναλωτές, αναφορικά με τα τιμολόγια ρεύματος που θα είναι διαθέσιμα από την 1η Ιανουαρίου, άναψε κι επίσημα χθες, με τη δημοσίευση της Υπουργικής Απόφασης που μεταξύ άλλων εξειδικεύει τη μαθηματική φόρμουλα των «πράσινων» τιμολογίων. Έτσι, μέσα στις επόμενες ημέρες οι εταιρείες θα ξεκινήσουν να αποστέλλουν τις ενημερώσεις στους πελάτες τους.
Υπενθυμίζεται ότι από τη διαδικασία αυτή εξαιρούνται μόνο τα νοικοκυριά και οι μικρές επιχειρήσεις που έχουν σύμβαση με σταθερή χρέωση. Επομένως, οι αλλαγές (και η πληροφόρηση από τους παρόχους) «αγγίζουν» όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, δηλαδή σχεδόν και τους 7,5 εκατ. καταναλωτές στη χαμηλή τάση.
Όπως έχει γράψει το insider.gr, στους πελάτες τους που έχει λήξει η σύμβαση, οι εταιρείες θα προτείνουν κάποιο νέο προϊόν. Στην περίπτωση πελατών με ενεργές συμβάσεις, αρκετές εταιρείες σχεδιάζουν να τους προτείνουν να παραμείνουν στο ίδιο τιμολόγιο, στο οποίο απλώς θα «ξεπαγώσουν» οι όροι που βρίσκονται σε αναστολή μέχρι το τέλος του έτους. Και στα δύο εναλλακτικά σενάρια, οι προτάσεις των εταιρειών θα αφορούν κυμαινόμενα τιμολόγια (με κίτρινη σήμανση), όπου η χρέωση οριστικοποιείται το νωρίτερο στο τέλος του μήνα εφαρμογής.
Μεγαλύτερη προθεσμία
Όπως είναι γνωστό, αν ο καταναλωτής δεν ανταποκριθεί στην ενημέρωση, τότε θα μεταπέσει αυτόματα στο «πράσινο» τιμολόγιο, το οποίο υποχρεωτικά θα διαθέτει ο πάροχός του (όπως και όλες οι εταιρείες). Η ανταπόκριση σημαίνει να διαλέξει κάποιο άλλο από τα προϊόντα του προμηθευτή του (ή άλλης εταιρείας), προχωρώντας στην υπογραφή της σύμβασης.
Η γενική διορία για την επιλογή ενός εναλλακτικού τιμολογίου λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2023. Αν εκπνεύσει χωρίς επιλογή, τότε αυτό σημαίνει πως ο καταναλωτής δεν εναντιώνεται στο να μεταφερθεί αυτόματα στο «πράσινο» τιμολόγιο της εταιρείας του. Ωστόσο, η Υπουργική εισάγει ένα επιπλέον χρονικό «παράθυρο», το οποίο λήγει στις 31 Ιανουαρίου 2024 και αφορά τους καταναλωτές που έχουν ενεργές συμβάσεις.
Αυτοί οι καταναλωτές θα έχουν ουσιαστικά μεγαλύτερη προθεσμία, για να εναντιωθούν στη μετάπτωση στο «πράσινο» τιμολόγιο. Κι αυτό γιατί θα μπορούν μέχρι τέλος Ιανουαρίου να δηλώσουν ότι συναινούν να παραμείνουν στην παλιά τους (και ενεργή) σύμβαση, ώστε να μπλοκάρουν τη μετάπτωσή τους. Με τη δήλωση παραμονής, μάλιστα, δεν θα χρειάζεται να υπογράψουν νέο συμβόλαιο.
Η παραπάνω νέα προθεσμία προστέθηκε έπειτα από σχετικό αίτημα των προμηθευτών, το οποίο αποδέχθηκε το ΥΠΕΝ, ώστε για τη συγκεκριμένη κατηγορία νοικοκυριών και μικρών επιχειρήσεων να υπάρχει περισσότερος χρόνος, για να ενημερωθούν για τις αλλαγές.
Τρεις συνιστώσες για την τελική χρέωση
Για όσους καταναλωτές περάσουν στο «πράσινο» τιμολόγιο, κάθε 1η του μήνα θα ανακοινώνεται η χρέωση που θα ισχύει για τον συγκεκριμένο μήνα – έτσι, την 1η Ιανουαρίου 2024, θα ανακοινωθεί η χρέωση που θα εφαρμοστεί τον Ιανουάριο. Οι εταιρείες θα ανακοινώνουν (και θα αναγράφουν στους λογαριασμούς) την τελική μηνιαία τιμή.
Μάλιστα, το ΥΠΕΝ προωθεί τη συγκρισιμότητα των «πράσινων» τιμολογίων, με την προσθήκη κωδικού QR και link σε όλα τα έντυπα, που θα οδηγούν στο εργαλείο σύγκρισης τιμών της ΡΑΑΕΥ, όπου θα καταχωρίζονται σε μηνιαία βάση οι τελικές χρεώσεις των «πράσινων» συμβολαίων όλων των προμηθευτών. Όπως είναι φυσικό, αν ένας καταναλωτής διαπιστώσει ότι το αντίστοιχο προϊόν κάποιου άλλης εταιρείας είναι φθηνότερο, θα μπορεί να μετακινηθεί σε αυτήν ανά πάσα στιγμή, χωρίς κανενός είδους πέναλτι.
Η τελική τιμή θα προκύπτει από τρεις συνιστώσες: τη βασική χρέωση, τον μηχανισμό διακύμανσης και τις τυχόν εκπτώσεις. Η βασική χρέωση θα μπορεί να αλλάζει κάθε 6 μήνες, ενώ οι εκπτώσεις κάθε μήνα. Από τον μηχανισμό διακύμανσης θα προκύπτει μία προσαύξηση, στην περίπτωση που η χονδρεμπορική τιμή κινηθεί πάνω από ένα επίπεδο, το οποίο θα ορίσει κάθε προμηθευτής.
Υψηλό ρίσκο
Αφού η τελική χρέωση θα ανακοινώνεται την 1η του μήνα, η προσαύξηση θα υπολογίζεται με βάση το χονδρεμπορικό κόστος του προηγούμενου μήνα, περιλαμβάνοντας και έναν αλγόριθμο διόρθωσης για να έρχεται πιο κοντά στα δεδομένα του μήνα εφαρμογής. Στη σχετική φόρμουλα, οι εταιρείες θα «κλειδώσουν» τις παραμέτρους έως την 1η Δεκεμβρίου, τις οποίες θα μπορούν να τροποποιήσουν μετά το τέλος Μαρτίου και με μηνιαία συχνότητα εφεξής.
Στελέχη των προμηθευτών επισημαίνουν ότι το «πράσινο» τιμολόγιο ενέχει ρίσκο, καθώς για να μην γράψουν ζημίες με τις χρεώσεις που θα ανακοινώνουν κάθε 1η του μήνα, θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την πιο αρνητική εκτίμηση για το πού θα κινηθεί η χονδρεμπορική τον μήνα εφαρμογής. Το ρίσκο αυτό θα οδηγεί προς τα πάνω τη χρέωση, κάτι που σημαίνει πως κανονικά το προϊόν αυτό θα είναι ακριβότερο από ένα κυμαινόμενο τιμολόγιο που η τιμή του «κλειδώνει» μετά τον μήνα εφαρμογής («κίτρινο» τιμολόγιο με ex-post χρέωση).
Ο λόγος αυτός, όπως και το να μειώσουν και τη δική τους έκθεση στο ρίσκο, βρίσκεται πίσω από το σχέδιο των εταιρειών να αναπτύξουν νέα «κίτρινα» τιμολόγια, προσπαθώντας να τα προωθήσουν στους πελάτες τους, μέσω των ενημερώσεων. Με την ίδια λογική, στους καταναλωτές με ενεργές συμβάσεις, αρκετοί προμηθευτές σχεδιάζουν να συστήσουν την παραμονή στο υφιστάμενο συμβόλαιό τους, ή οι υπόλοιπες εταιρείες να τους προτείνουν να συμβληθούν επίσης σε ένα νέο «κίτρινο» προϊόν τους.
Μαζικά οι καταναλωτές στο «πράσινο» τιμολόγιο
Ωστόσο, όπως αναγνωρίζουν τα στελέχη όλων των παρόχων, το μεγαλύτερο μερίδιο των καταναλωτών θα περάσει στο «πράσινο» τιμολόγιο – οι περισσότεροι εκπρόσωποι των προμηθευτών τοποθετούν αυτό το ποσοστό τουλάχιστον στο 80%. Ένας σημαντικός λόγος είναι πως οι καταναλωτές δεν ανταποκρίνονται έτσι κι αλλιώς στις ενημερώσεις των εταιρειών.
Επίσης, ενόψει μίας τέτοιας σημαντικής αλλαγής, είναι λογικό οι καταναλωτές να αποφασίσουν να τηρήσουν στάση αναμονής, επιλέγοντας να μην... επιλέξουν οι ίδιοι με ποιο προϊόν θα «πορευτούν» το 2024. Ρόλο επίσης παίζουν και οι δημόσιες τοποθετήσεις του υπουργείου, υπέρ του ειδικού τιμολογίου.
Αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις, όσο προχωρά το 2024 και καταγράφονται μηνιαίες τιμές, από αυτές θα αποδεικνύεται πως τα «πράσινα» τιμολόγια είναι ακριβότερα από τα τυπικά («κίτρινα») κυμαινόμενα συμβόλαια. Επομένως, οι εταιρείες θα έχουν στη διάθεσή τους απτά στοιχεία, ώστε να προωθήσουν στους πελάτες τους τέτοια τιμολόγια μειωμένου ρίσκου.