Η Ελλάδα πέτυχε ένα πολύ μεγάλο πλεόνασμα το 2024, λόγω των επιπλέον εσόδων που συνδέονται με το φόρο νομικών προσώπων (1 δισ. ευρώ), με τις ασφαλιστικές εισφορές (860 εκατ. ευρώ) αλλά και με τα περίπου 2 δισ. ευρώ από την πάταξη της φοροδιαφυγής. Έτσι τροφοδότησε μία, εξ ίσου μεγάλη, μείωση του χρέους το 2024 και (μετά από διαπραγματεύσεις) οδήγησε σε ένα πακέτο επιπλέον μέτρων στήριξης για το 2025, αλλά και σε εξαγγελίες για νέο πακέτο για το 2026 με επίκεντρο τη μεσαία τάξη.
Σε αριθμούς, το πρωτογενές πλεόνασμα (δηλαδή το πλεόνασμα χωρίς τους τόκους) ήταν κατά 5 δισ. ευρώ υψηλότερο (στα 11,4 δις ευρώ, από στόχο 6 δις ευρώ) το 2024 ή στο 4,8% του ΑΕΠ, έναντι επίσημου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ. Μαζί με τους τόκους, η χώρα είχε πλεόνασμα 1,3% του ΑΕΠ το 2024, έναντι στόχου για έλλειμμα 0,7% του ΑΕΠ.
Τα στοιχεία για το 2024 εστάλησαν από την ΕΛΣΤΑΤ στα τέλη Μαρτίου (διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που ισχύει για όλα τα κράτη της ΕΕ) και πιστοποιήθηκαν από την Eurostat στις 22/4, δίνοντας το πράσινο φως για το πακέτο μέτρων. Δηλαδή – μετά από διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς που περιλάμβαναν τα εν λόγω «πειστήρια» για την διατηρισιμότητα των επιπλέον εσόδων και για το έτος 2025 - έγινε εφικτή η έγκριση πακέτου 1,1 δισ. ευρώ επιπλέον δαπανών για φέτος.

Εδώ αρχίζει η «σπαζοκεφαλιά». Συνδέεται με 2 δείκτες των νέων δημοσιονομικών κανόνων της ΕΕ που ορίζονται ανά χώρα και μετρούν την επίδοση των κρατών. Είναι οι μέγιστοι ρυθμοί αύξησης των καθαρών δαπανών ετησίως και σωρευτικά. Οι σωρευτικοί ρυθμοί αύξησης υπολογίζονται με βάση το 2023 ως έτος αναφοράς και χρησιμοποιούνται στην ετήσια παρακολούθηση της εκ των υστέρων συμμόρφωσης (η πρώτη ετήσια έκθεση προόδου προς της ΕΕ κατατίθεται από την Ελλάδα στις 30 Απριλίου).
Το πακέτο στήριξης των 1,1 δισ. ευρώ, οδηγεί σε άνοδο του ετήσιου ρυθμό αύξησης δαπανών του 2024 από το 3,7% (που ήταν το προηγούμενο όριο το οποίο όρισαν πέρυσι οι Βρυξέλλες) στο 4,5%. Αυτό είναι το νέο όριο το οποίο εγκρίθηκε για το 2025 μετά από διαπραγματεύσεις.
Η αλλαγή του ορίου που οδήγησε στο πακέτο έγινε εφικτή (όπως εξήγησε το ΥΠΕΘΟ κατά τις ανακοινώσεις των μέτρων), γιατί το 2024 τα επιπλέον έσοδα από φόρους και εισφορές αντιστάθμισαν την άνοδο των δαπανών και έτσι ο τελικός ρυθμός ανόδου του ετήσιου δείκτη ανόδου καθαρών δαπανών ήταν πολύ πιο χαμηλή του στόχου.
Έτσι ο 2ος δείκτης (αυτός της σωρευτικής ανόδου δαπανών με έτος βάσης το 2023), έδωσε το έναυσμα για να ζητήσει η Αθήνα από τις Βρυξέλλες τον επιπλέον «χώρο» για το πακέτο των 1,1 δισ. ευρώ. Επιπλέον ειπώθηκε πως φαίνεται να υπάρχει επιπλέον «χώρος» για τα επόμενα χρόνια (έως το 2028 που φτάνει η 4ετής περίοδος προσαρμογής της χώρας)….
Κάπως έτσι είναι οι νέοι κανόνες της ΕΕ. Και αν οι κανόνες αυτοί δεν «ελαστικοποιηθούν» υπό το βάρος των διεθνών εξελίξεων (όπως έγινε με το Ταμείο Ανάκαμψης που και πάλι αναθεωρείται) θα έχουν προφανείς δυσκαμψίες. Δυσκαμψίες με τις οποίες θα πρέπει να προσαρμοσθούμε ως χώρα άμεσα, για να μπορούμε να δίνουμε το «μέρισμα» από την ανάπτυξη και από την απόδοση των φορολογικών/ασφαλιστικών πολιτικών στην οικονομία και στην κοινωνία. Γιατί, αυτή η «σπαζοκεφαλία» των κανόνων ορίζει και πόσα λεφτά θα μπουν στη «τσέπη» μας ως παροχές, αλλά και πόσα λεφτά θα μείνουν στην τσέπη μας αφού πληρώσουμε ως πολίτες ή επιχειρηματίες φόρους και εισφορές…