Η Ελλάδα και η Πορτογαλία είναι τα «νέα αστέρια» της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά την απόδοση της οικονομίας τους, σύμφωνα με την Berenberg.
Ο οίκος εξηγεί ότι μέχρι στιγμής η ανάκαμψη ήταν άνιση μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης. Ενώ η Γερμανία έχασε έδαφος, οι χώρες της περιφέρειας, όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, πήραν τα ηνία.
Σε κάποιον βαθμό, σημειώνει ο οίκος, αυτό αντικατοπτρίζει την βαριά έκθεση της Γερμανίας στον παγκόσμιο κύκλο μεταποιητικής δραστηριότητας και την παλαιότερη υπερ-εξάρτησή της από τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου. Δείχνει, όμως, επίσης πόσο πολύ έχει ανασυγκροτηθεί η περιφέρεια μετά την κρίση της περιόδου 2010-2012. Οι κρίσεις φέρνουν την αλλαγή, αναφέρει χαρακτηριστικά η Berenberg. Χάρη στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν στην πλευρά της προσφοράς, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και -σε μικρότερο βαθμό- η Ισπανία αποτελούν πλέον καλύτερες περιοχές για επενδύσεις και νέες θέσεις απασχόλησης.
Για το 2024, η Berenberg αναμένει να συνεχιστεί η εύρωστη ανάπτυξη στην περιφέρεια της Ευρωζώνης.
Οι καταναλωτές θα σώσουν την παρτίδα στην Ευρωζώνη
Τον χειμώνα που πέρασε η Ευρωζώνη απέφυγε τον κίνδυνο ύφεσης μέσω της μείωσης της κατανάλωσης του πανάκριβου φυσικού αερίου κατά 15%. Παρότι οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις πήραν μια σύντομη ανάσα ανακούφισης στις αρχές της άνοιξης, η Berenberg θεωρεί πως τρεις παράγοντες έχουν μέχρι στιγμής εμποδίσει την οικονομική ανάκαμψη από το σοκ του Πούτιν το 2022:
1) Από τον Απρίλιο του 2013, οι εταιρείες στην προσανατολισμένη στις εξαγωγές μεταποίηση μειώνουν τα αποθέματά τους. Ενώ στα τέλη του 2022 είχαν συσσωρεύσει αποθέματα μετά την αποκατάσταση των τεράστιων προβλημάτων που είχε προκαλέσει στην εφοδιαστική αλυσίδα η πανδημία, το απρόσμενα αδύναμο παγκόσμιο εμπόριο τις ανάγκασε να αλλάξουν και πάλι μεθόδους. Ενώ μειώνουν ξανά τα αποθέματα τελικών αγαθών και βασικών εισροών, παράγουν ακόμη λιγότερο και κάνουν λιγότερες παραγγελίες τους προμηθευτές τους από αυτές που χρειάζονται για το τρέχον, χαμηλό επίπεδο παραγωγής.
2) Η αδυναμία στη μεταποίηση και τις σχετιζόμενες με επιχειρήσεις υπηρεσίες ανέκοψαν το rebound στην καταναλωτική εμπιστοσύνη από το σοκ τιμών ενέργειας του 2022, το οποίο με τη σειρά του μείωσε τη ζήτηση για υπηρεσίες των καταναλωτών.
3) Η μεταστροφή της ΕΚΤ από μία υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική προς μια ήπια περιοριστική στάση επηρεάζει ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση, κυρίως στον κλάδο κατασκευής κατοικιών.
Η Berenberg προβλέπει, μάλιστα, ότι μετά την οριακή συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 0,1% στο γ' τρίμηνο του 2023, η Ευρωζώνη πιθανότατα συρρικνώθηκε ξανά ελαφρώς στα τέλη του προηγούμενου έτους.
Ο οίκος εκτιμά πως μόλις τα νέα από τον κλάδο μεταποίησης γίνουν λιγότερο αρνητικά, οι καταναλωτές θα «ξεσφίξουν το ζωνάρι» από την άνοιξη και μετά. Και έχουν τα μέσα να το κάνουν: μετά τη συρρίκνωση της πραγματικής αγοραστικής τους δύναμης από την εκτόξευση των τιμών ενέργειας και τροφίμων του 2022, οι ισχυρές μισθολογικές αυξήσεις και βουτιά στον πληθωρισμό έδωσαν ώθηση 2% στο διαθέσιμο εισόδημα στα μέσα του 2023. Μια περαιτέρω επιβράδυνση του πληθωρισμού θα μπορούσε να υποστηρίξει μια επιπλέον αύξηση άνω του 2,5% του διαθέσιμου εισοδήματος το καλοκαίρι. Με τον καιρό, εκτιμά η Berenberg, η καταναλωτική δαπάνη θα μπορούσε να γίνει η «ατμομηχανή» της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη.