Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αναμένεται να εκθρονίσουν το 2025 τον άνθρακα ως πρώτη πηγή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας παγκοσμίως, ανακοίνωσε σήμερα ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ).
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κυρίως η ηλιακή από φωτοβολταϊκά, αναμένεται να παράγουν τότε πάνω από το ένα τρίτο της ηλεκτρικής ενέργειας, φτάνοντας, από 30% του συνόλου το 2023, στο 37% το 2026, αποτιμάται στην έκθεση «Ηλεκτρική Ενέργεια 2024».
Αυτές αναμένεται ιδίως να αντισταθμίσουν περισσότερο την μεγάλη αύξηση της ζήτησης στις προηγμένες οικονομίες (ΗΠΑ, Ευρώπη).
Το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην Κίνα, που παράγει σήμερα πάνω από τη μισή ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας στον κόσμο που προέρχεται από άνθρακα, αλλά παραμένουν αβεβαιότητες, σε σχέση με τις καιρικές συνθήκες (και τον αντίκτυπό τους στα φράγματα) και με την εξέλιξη της οικονομικής ανάκαμψης και της ζήτησης, επισημαίνεται στην έκθεση, στην οποία προβλέπεται ούτως ή άλλως «αργή διαρθρωτική μείωση» του άνθρακα.
Παγκοσμίως η άνοδος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μαζί με την αύξηση σε κάποιο επίπεδο της παγκόσμιας παραγωγής πυρηνικής ενέργειας, αναμένεται να οδηγήσει στην μείωση της χρήσης άνθρακα, που αποτελεί την πιο επιβλαβή πηγή ενέργειας για το κλίμα και την ποιότητα του αέρα, σε λιγότερο από το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Για τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας, η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από άνθρακα αναμένεται ως εκ τούτου να μειώνεται κατά μέσον όρο ετησίως κατά 1,7% ως το 2026, έπειτα αντιθέτως από το 2023 που σηματοδοτήθηκε από αύξηση 1,6% σε ένα πλαίσιο χαμηλής παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας στην Ινδία και την Κίνα.
Την ίδια ώρα η παραγωγή των σταθμών που λειτουργούν με φυσικό αέριο αναμένεται να αυξηθεί «ελαφρά» τα τρία επόμενα χρόνια, κατά περίπου 1% ετησίως.
Όσον αφορά την πυρηνική ενέργεια, η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται ως το 2025 να ξαναφτάσει στα επίπεδα του 2021, με την ολοκλήρωση των εργασιών συντήρησης στη Γαλλία, την επαναλειτουργία αντιδραστήρων στην Ιαπωνία και την έναρξη λειτουργίας άλλων στην Κίνα, την Ινδία, τη Νότια Κορέα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας.
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ