Στα «hot topics» της Bank of America συγκαταλέγεται η δυναμική πορεία της ελληνικής οικονομίας, με τους οικονομολόγους του οίκου να αναμένουν τη διατήρηση της υπεραπόδοσης έναντι της Ευρωζώνης για τουλάχιστον μέχρι το 2024 - 2025.
Η θέση τους βασίζεται σε τρεις κύριους «μοχλούς»: 1) στη θετική δυναμική των κεφαλαιουχικών δαπανών, μετά από ένα μεγάλο χρονικό πλαίσιο υποεπενδύσεων και εν μέσω της πλήρους απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων, 2) σε μια πιο μετριοπαθή μετακύλιση του βάρους της νομισματικής πολιτικής, δεδομένης της ειδικής ανά χώρα δομής του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRP) και της δομής του δημόσιου χρέους και 3) της δημοσιονομικής σύνεσης και πειθαρχίας και δέσμευσης για υλοποίηση μια σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τη στιγμή ωστόσο που ορισμένες μακροχρόνιες διαρθρωτικές προκλήσεις δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί.
Επιπλέον, ενώ οι κίνδυνοι και τα ρίσκα ανά χώρα είναι περιορισμένοι, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη σε εξωτερικές αντιξοότητες. Όσον αφορά τα επιτόκια, καθώς τα μακροοικονομικά και τεχνικά θεμελιώδη παραμένουν εποικοδομητικά, η BofA εκτιμά ότι το spread μεταξύ του ελληνικού δεκαετούς και του Bund θα μπορούσε να υποχωρήσει προς τα επίπεδα μεταξύ των Bonos (ισπανικό ομόλογο) και των PGBs (πορτογαλικό ομόλογο), αναμένοντας μια ακόμη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση από αυτό το σημείο και πιο συγκεκριμένα κατά 30 μονάδες βάσης.
Οι οικονομολόγοι του οίκου αναμένουν ανάπτυξη 1,1% το 2024 και 1,7% το 2025, με τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη της Ευρωζώνης να διαμορφώνονται στο 0,4% και στο 1,1% αντίστοιχα. Υπό αυτό το πρίσμα, διατηρούν την άποψή τους ότι η Ελλάδα θα υπερβεί τον μέσο όρο της περιφέρειας εντός του προβλεπόμενου ορίζοντα (2025), επισημαίνοντας οι ίδιοι, πως οι εκτιμήσεις τους είναι συντηρητικές και παραμένουν χαμηλότερα από το consensus για το 2024 - 2025, στο 1,5% και στο 2,3% αντίστοιχα. «Μετά από ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, η ελληνική οικονομία, βασιζόμενη κυρίως στην κατανάλωση και τις καθαρές εξαγωγές (εν μέσω της ισχυρής ανάκαμψης του τουριστικού κλάδου), παρέμεινε στάσιμη κατά το τρίτο τρίμηνο, εισερχόμενη σε μια φάση όχι τόσο εντυπωσιακής αναπτυξιακής δυναμικής ανάπτυξης» όπως εκτιμά η BofA.
Οι τρεις βασικοί παράγοντες πίσω από την υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας έναντι της υπόλοιπης περιοχής:
- Επενδύσεις, οι οποίες αναμένεται να παραμείνουν η βασική κινητήριος δύναμη της ανάπτυξης, που στηρίζεται και στη μείωση του χάσματος έναντι της Ευρωζώνης και υποστηρίζεται από την πλήρη υλοποίηση του σχεδίου «Ελλάδα 2.0».
- Μια πιο μετριασμένη μετακύλιση του βάρους της νομισματικής πολιτικής, δεδομένης της δομής του RRP για κάθε χώρα αλλά και της δομής του εγχώριου χρέους και της έμφασης του εγχώριου τραπεζικού κλάδου στον περιορισμό των κινδύνων γύρω από τα NPEs.
- Δημοσιονομική προσαρμογή και δέσμευση υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με τη BofA να βλέπει μια περαιτέρω διευκόλυνση από την τρέχουσα φάση της πολιτικής σταθερότητας μετά τις εκλογές του Ιουνίου 2023 και από την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης μετά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις και την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τη Standard & Poor's και τη Fitch το φθινόπωρο του 2023.
Αυτοί οι παράγοντες, σύμφωνα με τον οίκο, θα συμβάλουν στη διατήρηση της αισιοδοξίας και της εμπιστοσύνης, έναντι του κλίματος στην Ευρωζώνη, τροφοδοτώντας τα σχέδια δαπανών και την πιο ανθεκτική δυναμική της εγχώριας ζήτησης.
«Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα διαθέτει το χώρο ώστε να αξιοποιήσει το ευρωπαϊκό πλαίσιο στήριξης και χρηματοδότησης και να μειώσει το επενδυτικό χάσμα με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Ως εκ τούτου, η πλήρης απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων στο πλαίσιο του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης αποτελεί βασική υπόθεση για την άποψή μας για τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας», αναφέρει η Bank of America.
Ως προς το δημοσιονομικό πλαίσιο, η BofA επισημαίνει πως «ενώ ο συνδυασμός της άμβλυνσης της ανάπτυξης και της υψηλότερης επιβάρυνσης από τα επιτόκια περιπλέκουν κάπως τα δημοσιονομικά ζητήματα, ένα «snowball effect» θα εξακολουθεί να μειώνει τον δείκτη δημόσιου χρέους το 2024 και το 2025 (που προκύπτει από την ονομαστική ανάπτυξη και που ξεπερνά τα επιτόκια). Επιπλέον, ο τελευταίος δημοσιονομικός σχεδιασμός της κυβέρνησης αποκαλύπτει τη δέσμευση για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2023 και έπειτα, που θα εγγυηθεί μια σταθερή πτωτική τροχιά του δείκτη δημόσιου χρέους. Οι οικονομολόγοι του οίκου αναμένουν ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα μειωθεί σημαντικά από το 172,6% του ΑΕΠ το 2022, στο 161,5% το 2023, στο 155,2% το 2024 και στο 152,9% το 2025 (που συνεπάγεται μείωση κατά 54% από τα υψηλά του 2020).
Το 2023, το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώνεται στο 1,1% του ΑΕΠ περίπου 1,1% και αντικατοπτρίζεται στη σταδιακή κατάργηση των μέτρων για την θωράκιση των πολιτών από την ενεργειακή κρίση και τα καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά έσοδα (παρά τις έκτακτες δαπάνες που σχετίζονται με φυσικές καταστροφές το καλοκαίρι). Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2024, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω φέτος, στο 2,1% του ΑΕΠ, υπό τη στήριξη των υψηλότερων εισπράξεων φόρων από τη συνεχιζόμενη μεταρρύθμιση του συστήματος ηλεκτρονικών πληρωμών. Οι επίσημοι στόχοι για το ονομαστικό έλλειμμα είναι στο 2,1% και στο 1% το 2023 και το 2024, αντίστοιχα.
Ωστόσο, η BofA επισημαίνει πως «η πιο δυναμική βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες διαρθρωτικές ευπάθειες. Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω της υιοθέτησης και υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της αποτελεσματικότερης κατανομής των πόρων, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν εκκρεμείς προκλήσεις». Επιπλέον, ενώ οι κίνδυνοι που αφορούν τις προοπτικές ανά χώρα είναι περιορισμένοι οι εξωγενείς κίνδυνοι, όπως η κατάσταση στην Ουκρανία και το Ισραήλ ή την Ερυθρά Θάλασσα, οι επιπτώσεις στις τιμές ή το ασθενέστερο του αναμενόμενου παγκόσμιου αναπτυξιακού ρυθμού, θα επηρεάσουν τη χώρα.
Από την άλλη πλευρά, η ταχύτερη του αναμενόμενου αποκλιμάκωση του πληθωρισμού θα στηρίζει μια ταχύτερη ανάκαμψη της αγοραστικής δύναμης, «Συνολικά, παρά τη βραχυπρόθεσμη υπεραπόδοση, προειδοποιούμε ότι η ελληνική οικονομία και τα εγχώρια assets αραμένουν εξαιρετικά ευάλωτα σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς», όπως τονίζουν οι αναλυτές.