Κύρια πηγή ανησυχίας στην Ευρωζώνη αποτελούν οι μισθολογικές αυξήσεις, όπως εκφράστηκε από τα χείλη της προέδρου της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, που έδωσε «σήμα» για μείωση του κόστους δανεισμού από Ιούνιο, κατά την καθιερωμένη Συνέντευξη Τύπου μετά την ανακοίνωση του Διοικητικού Συμβούλιου, που τα επιτόκια διατηρήθηκαν αμετάβλητα με 4η διαδοχική «παύση». Το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων παραμένουν αμετάβλητα σε 4,50%, 4,75% και 4,00% αντιστοίχως.
Όπως από καιρό έχει γράψει το insider.gr, αναλυτές εκτιμούν πως αν δεν υπάρξει ανατροπή στο μέτωπο του πληθωρισμού, μια πιθανή πρώτη μείωση μπορεί να πραγματοποιηθεί τον Ιούνιο παράλληλα με τις Ευρωεκλογές. Σε κάθε περίπτωση, κάνουν λόγο για συντηρητικές κινήσεις της τάξης του 0,25%, ενώ μπορούν να πραγματοποιηθούν πέντε κινήσεις μέσα στο έτος έως ότου τα επιτόκια «κατηφορίσουν» στο 2,75%. Οι αναλυτές, μάλιστα, επικαλούνται και τον Κροάτη κεντρικό τραπεζίτη και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Μπόρις Βούιτσιτς ο οποίος σε δηλώσεις του πρόκρινε σταθερές κινήσεις στα επιτόκια της τάξης των 25 μονάδων βάσης.
Βεβαίως, έχουμε αναδείξει και στο παρελθόν πως το κρίσιμο έτος που λέγεται 2024, θα φέρει ριζικές αλλαγές με την ΕΚΤ να αποσύρει την... άπλετη ρευστότητα, συγκεντρώνοντας εκ νέου το χρήμα που διοχέτευσε στην αγορά τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, ενώ ήδη οι «ατμομηχανές» της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία) κατρακυλούν σε υφεσιακά μονοπάτια.
Ταυτόχρονα, οι χώρες - μέλη της Ευρωζώνης μόνο το πρώτο δίμηνου του έτους δανείστηκαν λίγα παραπάνω από 500 δισ. ευρώ, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί. Ενδεικτικό της ζήτησης και των νέων ισορροπιών που έχουν δημιουργηθεί, οι προσφορές για τα ευρωπαϊκά ομόλογα στις αγορές φλέρταραν με τα 3 τρισ. ευρώ.
Σύμφωνα με έμπειρους αναλυτές, το προαναφερθέν παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό γεγονός που αναδεικνύει πως οι παραδοσιακοί όροι του παιχνιδιού έχουν ανατραπεί και ασχέτως των επικείμενων μειώσεων των επιτοκίων, το χρήμα πλέον είναι λιγότερο, ακριβότερο και σε πιο... συγκεκριμένα χέρια.
Επιπροσθέτως, με τη σταδιακή... απομάκρυνση της ΕΚΤ από το «ταμείο», ουδέν λάθος αναγνωρίζεται και οι παντός φύσεως δανειολήπτες, στην αχανή αγορά των ομολόγων, ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με νέες φουρτούνες καθώς πια κολυμπάμε σε αχαρτογράφητα νερά και ο έλεγχος των λεπτών ισορροπιών είναι εύθραυστος, με τον σχηματισμό νέων δυσμενών χρηματοοικοκομικών συνθηκών από την υπερσυσσώρευση ρευστότητας σε λίγους παίκτες να μετρά αντίστροφα προτού ξεσπάσει.
Η «Σιδηρά Κυρία» της ΕΚΤ αναγνώρισε πως« παρατηρήθηκε νέα υποχώρηση του πληθωρισμού, τονίζοντας πως υπάρχουν καθοδικοί κίνδυνοι για 2024 λόγω της αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας, ενώ και ο δομικός, ο «πυρήνας» έχει θετική πτώση. Πάντως, οι πιέσεις παραμένουν επίμονες και οι τιμές «τσιμπημένες» λόγω της ισχυρής αύξησης των μισθών και της μείωσης της παραγωγικότητας στην εργασία. Ταυτόχρονα, διεμήνυσε πως η αύξηση των μισθών άρχισε να μετριάζεται και τα εταιρικά κέρδη απορροφούν μέρος των πιέσεων, συμβάλλοντας έτσι στην εκτόνωση της πληθωριστικής «λαίλαπας».
Για το χρονοδιάγραμμα μείωσης των επιτοκίων η Γαλλίδα αξιωματούχος απέφυγε και πάλι να δώσει ξεκάθαρη απάντηση, επισημαίνοντας: «Θα γνωρίζουμε λίγα περισσότερα για τον πληθωρισμό τον Απρίλιο, αλλά πολλά περισσότερα τον Ιούνιο». Επιπλέον, επανέλαβε ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι κρίσιμοι για τις μελλοντικές αποφάσεις της ΕΚΤ, υποστηρίζοντας ότι η κάθε νέα απόφαση για τα επιτόκια θα λαμβάνεται με βάση τα τρέχοντα οικονομικά στοιχεία.
«Δεν πρόκειται να δεσμευτώ σε κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα ή ρυθμό στην πορεία της νομισματικής πολιτικής, όλα θα εξαρτηθούν από τα στοιχεία. Είμαστε αποφασισμένοι να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%» ισχυρίστηκε χαρακτηριστικά.
«Η οικονομία παραμένει αδύναμη» ανέφερε, δίνοντας εκ νέου έμφαση στις μισθολογικές αυξήσεις που ασκούν οι εντεινόμενες πιέσεις στις τιμές, παρά το γεγονός πως οι συνθήκες πίστωσης είναι περιοριστικές και ιδιαιτέρως συσταλτική η νομισματική πολιτική: «Αν και οι περισσότεροι δείκτες μέτρησης του υποκείμενου πληθωρισμού έχουν εξασθενήσει περαιτέρω, οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές» εξήγησε.
Οι καταναλωτές περιορίζουν τις δαπάνες τους, ενώ καταγράφεται μείωση των επενδύσεων και των εξαγωγών από πλευράς επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την κάθοδο της εξωτερικής ζήτησης και απώλειες στο μέτωπο της ανταγωνιστικότητας της Ευρωζώνης, ανέφερε, διευκρινίζοντας πως θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη εντός του 2024, με τα πραγματικά εισοδήματα να πραγματοποιούν rebound και να στηρίζουν την ανάπτυξη.
Η ανεργία βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό, από την ίδρυση του ευρώ ενώ και η εικόνα στην αγορά εργασίας είναι σχετικά αισιόδοξη. Παράλληλα, απηύθυνε νέο κάλεσμα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για απόσυρση των μέτρων στήριξης για την ενεργειακή κρίση, ώστε να επιταχυνθεί η διαδικασία του αποπληθωρισμού βιώσιμα. Υποστήριξε, δε, πως η ταχύτερη εφαρμογή του NextGenerationEU θα συμβάλει στην προώθηση του ψηφιακού και πράσινου μετασχηματισμού με στόχο την ενίσχυση των επενδύσεων και την μείωση των χρεών των κρατών - μελών.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ σημείωσε ότι αν και έχει αυξηθεί η εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών του ΔΣ ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στον στόχο του 2%, οι αξιωματούχοι δεν έχουν ακόμα αρκετή εμπιστοσύνη για να προχωρήσουν σε μειώσεις των επιτοκίων. «Έχουμε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει στο 2% αλλά όχι όση θα θέλαμε», πρόσθεσε.
Η Συνέντευξη Τύπου της Κριστίν Λαγκάρντ
Η πορεία πληθωρισμού - ανάπτυξης
Όπως έγινε γνωστό νωρίτερα, το Διοικητικό Συμβούλιο αναγνωρίζει την πρόοδο στην καταπολέμηση του πληθωρισμού, αναμένοντας πως πλέον θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε 2,3% το 2024, 2,0% το 2025 και 1,9% το 2026. «Οι προβολές για τον πληθωρισμό χωρίς τις τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής έχουν επίσης αναθεωρηθεί προς τα κάτω και θα διαμορφωθούν κατά μέσο όρο σε 2,6% για το 2024, 2,1% για το 2025 και 2,0% για το 2026. Αν και οι περισσότεροι δείκτες μέτρησης του υποκείμενου πληθωρισμού έχουν εξασθενήσει περαιτέρω, οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παραμένουν υψηλές, εν μέρει λόγω της έντονης αύξησης των μισθών» υπογραμμίζεται στην ανακοίνωση.
Παράλληλα, τονίζει πως οι συνθήκες χρηματοδότησης είναι περιοριστικές και οι προηγούμενες αυξήσεις των επιτοκίων εξακολουθούν να επιδρούν ανασταλτικά στη ζήτηση, συμβάλλοντας στην ώθηση του πληθωρισμού προς τα κάτω. «Οι εμπειρογνώμονες έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω την προβολή όσον αφορά την ανάπτυξη, σε 0,6% για το 2024, και η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να παραμείνει υποτονική σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Στη συνέχεια, οι εμπειρογνώμονες αναμένουν ότι η οικονομία θα ανακάμψει και θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,5% το 2025 και 1,6% το 2026, υποβοηθούμενη αρχικά από την κατανάλωση και αργότερα και από τις επενδύσεις» επισημαίνεται.
Το ΔΣ είναι αποφασισμένο να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εγκαίρως στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, ενώ με βάση την τρέχουσα αξιολόγησή του, θεωρεί ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ βρίσκονται σε επίπεδα τα οποία, αν διατηρηθούν για επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα, θα έχουν σημαντική συμβολή σε αυτόν τον στόχο. «Οι μελλοντικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου θα διασφαλίσουν ότι τα επιτόκια πολιτικής θα διαμορφωθούν σε επαρκώς περιοριστικά επίπεδα για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο» σημειώνεται στην ανακοίνωση και προστίθεται πως θα συνεχιστεί η προσέγγιση που εξαρτάται από τα στοιχεία για τον καθορισμό του κατάλληλου επιπέδου και της κατάλληλης διάρκειας της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής.
APP και PEPP
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους.
Το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να συνεχίσει να επανεπενδύει πλήρως τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP κατά τη λήξη τους στη διάρκεια του α΄ εξαμήνου του 2024. Στη διάρκεια του β΄ εξαμήνου του έτους, σκοπεύει να μειώσει το χαρτοφυλάκιο PEPP κατά 7,5 δισ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο, ενώ θα τερματίσει τις επανεπενδύσεις στο τέλος του 2024.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Σε ισχύ το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI)
«Καθώς οι τράπεζες αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης και η συνεχιζόμενη αποπληρωμή τους συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του. Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμίζει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώνει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για σταθερότητα των τιμών» καταλήγει η ανακοίνωση.