Την Παρασκευή θα φανεί εάν θα ευθυγραμμιστεί η Moody's («Ba1» με σταθερό outlook) με τους υπόλοιπους οίκους αξιολόγησης, κάτι που αν συμβεί, όπως προσδοκά η αγορά, ως επί το πλείστον, θα λειτουργήσει περισσότερο ως επιβεβαίωση των εκτιμήσεων και ως επισφράγιση της πλήρους ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.
Αν και ευρύτερα οι ετυμηγορίες της Moody's (που λειτουργεί αρκετά ετεροχρονισμένα) ενέχουν σημαντική βαρύτητα σε επίπεδο αγορών - διαχειριστών, καθώς στον κλάδο των οίκων αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας κυριαρχούν οι τρεις μεγάλοι -Moody's, Standard & Poor's και Fitch - οι οποίοι ελέγχουν το 95% (η Moody's και τη Standard & Poor's καλύπτουν το 80% της διεθνούς αγοράς και η Fitch το 15%) σε αυτή την περίπτωση, οι επικείμενες αποφάσεις της (είτε αναβαθμίσει σε «Baa3» με σταθερό outlook, είτε αλλάξει σε πρώτο χρόνο το outlook) δεν αναμένεται να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο σε επίπεδο αγοράς ομολόγων.
Η πιο άμεση κινητοποίηση από τη Standard & Poor's (Οκτώβριος 2023) και τη Fitch (Δεκέμβριος 2023), οδήγησε στην ένταξη 17 ομολογιακών εκδόσεων ελληνικού κρατικού χρέους αξίας 73 δισ. ευρώ στους δείκτες του Bloomberg που προορίζονται για επενδυτές που τοποθετούνται σε χρέος με διαβάθμιση investment grade. Αυτό περιλαμβάνει τον Global Aggregate Bloomberg ο οποίος έχει συνολική αγοραία αξία 62 τρισ. δολαρίων και είχε εντάξει την Ελλάδα για τελευταία φορά το 2010. Παράλληλα, ελληνικά κρατικά ομόλογα ονομαστικής αξίας 76 δισ. ευρώ έχουν προστεθεί και στον δείκτη iBoxx EUR Sovereigns (με επενδυτική βαθμίδα) με τη στάθμιση να φτάνει στο 0,6% του συνόλου, ενώ το επόμενο διάστημα αναμένεται να ενταχθούν και στον iBoxx Global Government. Να σημειωθεί πως για από τον οίκο FTSE Russell χρειάζεται αναβάθμιση σε «Α-» από τη Standard & Poor's και το αντίστοιχο level («A3») από τη Moody’s.
Όλα τα παραπάνω, έχουν οδηγήσει ήδη το spread μεταξύ του ελληνικού δεκαετούς και του Bund σε επίπεδα αρκετά χαμηλότερα των 100 μονάδων βάσης (πέριξ των 85 μονάδων βάσης), έναντι του ιταλικού πέριξ των 33 μονάδων βάσης (που διαθέτει υψηλότερο rating από την Ελλάδα - με το Bund πέριξ των 127 μονάδων βάσης), ενώ στο στόχαστρο βρίσκονται σταθερά, τόσο ο ισπανικός, όσο και ο πορτογαλικός τίτλος, υπό το πρίσμα της ισχυρότερης αναπτυξιακής δυναμικής και της διεύρυνσης της επενδυτικής βάσης, της εμπορευσιμότητας και της ρευστότητας.
Εξού και η J.P. Morgan διατηρεί την «overweight» σύσταση για το ελληνικό δεκαετές έναντι του ιταλικού, που δύναται μάλιστα να λειτουργήσει και ως hedging σε ένα δυνητικό risk-off. Οι αναλυτές του οίκου θέτουν σοβαρές πιθανότητες αναβάθμισης του ελληνικού αξιόχρεου από τη Moody's, υπενθυμίζοντας πως αποτελεί τον μοναδικό οίκο αξιολόγησης που εξακολουθεί να έχει την Ελλάδα, μία βαθμίδα χαμηλότερα της επενδυτικής.
Από τη δική του πλευρά, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg για την Ευρώπη Holger Schmieding, επισημαίνει, μιλώντας στο insider.gr πως «η Ελλάδα σαφώς και αξίζει μια αναβάθμιση από τη Moody's. Χάρη στην υλοποίηση μιας σειράς μεταρρυθμίσεων, στον απόηχο της επώδυνης κρίσης χρέους, η ελληνική οικονομία καταγράφει μία εκ των κορυφαίων επιδόσεων στην Ευρώπη, ενώ και για φέτος, οι προοπτικές παραμένουν πολύ υψηλές. Για το άμεσο μέλλον, το δημόσιο χρέος της χώρας - που αυτή τη στιγμή κατέχεται κυρίως από τους επίσημους πιστωτές με γενναιόδωρα επιτόκια, φαίνεται βιώσιμο. Ευρύτερα, οι κυβερνητικές πολιτικές ενισχύουν, επί του παρόντος, περαιτέρω τη δυναμική της Ελλάδας, με την πολιτική σταθερότητα να έχει επίσης υποστηρικτικό ρόλο».
Η κυβέρνηση δεν πρέπει να εφησυχάζει
Από την άλλη βέβαια, η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο δε θα πρέπει να επαναπαύονται με το έργο που υλοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, καθώς η Ελλάδα απέχει εννέα «σκαλοπάτια» από το «ΑΑΑ», αλλά πέραν αυτού, που φαντάζει αρκετά ιδεατό, το πιο ρεαλιστικό σενάριο είναι, σε ένα εύλογο βάθος χρόνου, η Ελλάδα να αναρριχηθεί περαιτέρω στον «τοίχο» των αξιολογήσεων (αν και διεθνείς αβεβαιότητες είναι αρκετές, όπως και οι προκλήσεις σε ένα εύθραυστο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον). Η επενδυτική βαθμίδα υποστήριξε και βοήθησε στο «άνοιγμα» των αγορών προς την Ελλάδα (collateral, trading agreements, ένταξη σε δείκτες, flows προς τα ομόλογα) τη στιγμή βέβαια, που υπάρχουν σημαντικά περιθώρια διεύρυνσης και ενίσχυσης αυτού του πλαισίου. Συνεπώς, ο κίνδυνος υιοθέτησης ενός κλίματος εφησυχασμού και διθυράμβων μετά την επενδυτική βαθμίδα δεν αναμένεται να εκληφθεί θετικά από τις αγορές που ζητούν παραπάνω και σε υψηλότερο τέμπο υλοποίησης. Είτε αυτό αφορά την ανάπτυξη (σταθερά, υψηλοί ρυθμοί), είτε τον δείκτη δημόσιου χρέους (σταθερά μειούμενος), είτε τις μεταρρυθμίσεις (επιτάχυνση με έμφαση στο σκέλος της προσέλκυσης επενδύσεων).
Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν στείλει ήδη ένα αυστηρό μηνυμά για το πως θα τύχει περαιτέρω αναβαθμίσεων η ελληνική οικονομία, με τον «πήχη» των κριτηρίων και των δυσκολιών να ανεβαίνει σημαντικά, κάτι που κρίνεται και απολύτως εύλογο και λογικό. Ανάπτυξη, χρέος, πλεονάσματα, τραπεζικό σύστημα και μεταρρυθμίσεις αποτελούν τους βασικούς παράγοντες που θα κρίνουν την πορεία των αξιολογήσεων τόσο για φέτος, όσο και για τα επόμενα χρόνια.
Πρώτη, η DBRS (την περασμένη εβδομάδα) επισήμανε πως οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με μια βραδύτερη ανάπτυξη που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, σε νέες πιέσεις στις τιμές ενέργειας και στα τρόφιμα που θα απαιτούσαν πρόσθετα μέτρα στήριξης, ενώ αναφέρεται και σε ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα (η Ελλάδα υπέστη ανυπολόγιστες καταστροφές από πλημμυρικά φαινόμενα και πυρκαγιές το περασμένο έτος). Παράλληλα, η βιωσιμότητα του χρέους βασίζεται κυρίως στην ικανότητα της χώρας να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς μακροπρόθεσμα, το χρέος που διακρατείται από τους επίσημους πιστωτές θα αρχίσει σταδιακά να περνά στα χέρια των αγορών, επιφέροντας μια υψηλότερη μεταβλητότητα.
Από την άλλη, αν και ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος έχει αλλάξει πίστα, οι οίκοι αξιολόγησης δε παραλείπουν να αναφέρονται στο ζήτημα της επίλυσης των NPEs που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στη διαχειριστική σκέπη των servicers. Σύμφωνα με τους αναλυτές, μια πιθανή οικονομική επιβράδυνση αλλά και το περιβάλλον των υψηλών επιτοκίων θα μπορούσαν να επηρεάσουν δυσμενώς τα χαρτοφυλάκια δανείων των τραπεζών, οδηγώντας σε νέες εισροές NPEs. Επιπλέον, το ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων - πιστώσεων (DTAs - DTCs) στα ίδια κεφάλαια των τραπεζών, συνεχίζει να αποτελεί μια τροχοπέδη. Βέβαια, η αυξανόμενη οργανική κερδοφορία θα βοηθησει τις τράπεζες να συσσωρεύουν αποθεματικά και να βελτιώνουν την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Η DBRS τόνισε πως η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας μπορούσε να βελτιωθεί εάν συμβεί το ένα ή ο συνδυασμός των παρακάτω: (1) η συνεχιζόμενη εφαρμογή μιας μεταρρυθμιστικής ατζέντας που ενισχύει τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και (2) η διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή, που οδηγεί σε διαρκή μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους. Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η Scope Ratings, επισημαίνοντας πως η συνέχιση της μείωσης του χρέους και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις θα είναι ζωτικής σημασίας για την τροχιά των αξιολογήσεων της ελληνικής οικονομίας.
Ως προς την επικείμενη αξιολόγηση της Moody's, «σήμα» πιθανής αναβάθμισης έστειλε ο Νώντας Νικολαΐδης, Vice President - Senior Credit Officer της Moody’s, μέσω των τραπεζών, εκτιμώντας πως το υψηλό περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και των δανείων θα στηρίξει την κερδοφορία καθώς και την πιστωτική δυναμική.
O Ν. Νικολαΐδης, ο οποίος είναι επικεφαλής του αμερικανικού οίκου για τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, είχε δηλώσει ήδη από τις αρχές του έτους, μιλώντας στο insider.gr ότι υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες περαιτέρω αναβάθμισης των ελληνικών τραπεζών ακόμη και από φέτος, ειδικά εάν αυτό συνοδευτεί από τυχόν θετικά rating actions για την ελληνική οικονομία. Ο ίδιος είχε αναφερθεί στα θετικά στοιχεία που απορρέουν για τον εγχώριο τραπεζικό κλάδο από την αποεπένδυση του ΤΧΣ, δίνοντας παράλληλα απαντήσεις στα κρίσιμα ζητήματα της εξέλιξης του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου (NIM), της βιωσιμότητας της κερδοφορίας τα επόμενα χρόνια, αλλά και της πιστωτικής επέκτασης.
Στο τελευταίο σημείωμά του, με αφορμή τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το spread μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων που ενισχύθηκε περαιτέρω στις 5,62 εκατοστιαίες μονάδες από 5,55 μονάδες τον Δεκέμβριο, ανέφερε πως «το υψηλό spread υποδηλώνει ότι το beta καταθέσεων, δηλαδή η μεταβολή στο κόστος των καταθέσεων σε σύγκριση με τη μεταβολή των επιτοκίων, παραμένει σχετικά χαμηλό, γεγονός που θα στηρίξει τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια (NIMs) και την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το 2024». Οι προσδοκίες των αναλυτών για διατήρηση της ισχυρής κερδοφορίας και το 2024 αποτελεί έναν εκ των βασικών μοχλών που στηρίζουν τις θετικές προοπτικές που δίνουν στο πεδίο των αξιολογήσεων των καταθέσεων των ελληνικών τραπεζών και του senior μη εξασφαλισμένου χρέους.
Το σενάριο αναβάθμισης των ελληνικών τραπεζών, υπό το πρίσμα της αναβάθμισης της οικονομίας θα προσμετρηθεί για τις ίδιες, τόσο ως προς το επίπεδο φθηνότερης χρηματοδότησης, κάτι που κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικό ως προς τις μελλοντικές εκδόσεις τίτλων για την ενίσχυση των ελάχιστων απαιτήσεων για ιδία κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις, MREL, όσο και στην περαιτέρω διεύρυνση της επενδυτικής τους βάσης έχοντας τη «σφραγίδα» ενός μεγάλου οίκου.