Κάποτε οι αποστολές των θεσμών της ΕΕ στην Αθήνα, συγκέντρωναν τα «φώτα» της οικονομικής - και όχι μόνο – επικαιρότητας. Πλέον, η επιστροφή στην «κανονικότητα» και στην μεγαλύτερη δυνατότητα άσκησης εθνικών πολιτικών έχει προφανώς αλλάξει τον χαρακτήρα των εν λόγω συναντήσεων που λαμβάνουν χώρα και αυτές τις ημέρες. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικές και μάλιστα φέτος με διπλό αντικείμενο.
Η παρουσία των θεσμών της ΕΕ στην Αθήνα αυτές τις ημέρες έχει διπλό στόχο σύμφωνα με πληροφορίες: να γίνει μία αποτίμηση της κατάστασης στο πεδίο των δημοσιονομικών μεγεθών, αλλά και του πλέγματος μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων και ειδικά αυτών που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στο μικροσκόπιο των θεσμών (που έχουν περάσει την πόρτα και του Γενικού Λογιστηρίου), τίθεται το κλείσιμο του 2023 το οποίο θα αποσταλεί επισήμως στις Βρυξέλλες στο τέλος του μήνα. Αφενός αποτιμάται η τελική εκτίμηση για την ανάπτυξη (που είναι ελαφρά χαμηλότερη των προσδοκιών , αλλά και η πρόβλεψη για την πορεία των εσόδων και των δαπανών του προηγούμενου χρόνου και η προβολή για το 2024.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, ο στόχος της επίσκεψης δεν συνδέεται μόνο με τη σύνταξη της εξαμηνιαίας έκθεσης Μεταπρογραμματικής Εποπτείας που θα περάσει προς έγκριση από τη σύνοδο των υπουργών Οικονομικών το καλοκαίρι. Συνδέεται και με την προεργασία που πρέπει να γίνει για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες ένα θέμα που συζητήθηκε στο χθεσινό Eurogroup.
Οι αναλυτικές συστάσεις ανά κράτος θα γίνουν το καλοκαίρι και θα οδηγήσουν στην κατάθεση των πολυετών προϋπολογισμών έως τις 20 Σεπτεμβρίου στις Βρυξέλλες ωστόσο οι θεσμοί θα πρέπει στο πλαίσιο των συστάσεων να καταλήξουν σε ένα συγκεκριμένο ανώτατο όριο ανόδου των καθαρών πρωτογενών δαπανών σε εύρος τετραετίας ανά κράτος μέλος και αυτό προκύπτει μέσα από ένα σύνθετο δείκτη με βάση το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα που απαιτούνται για την απομείωσή του. Η Βελγική προεδρία υπολογίζει πως οι ελληνικές ανάγκες κυμαίνονται μεταξύ του 2% και 2,2% του ΑΕΠ ανάλογα από το αν θα ληφθεί ή όχι τριετής παράταση (από 4 σε 7 έτη για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων), μια παράταση που αν ληφθεί θα συνδέεται με την εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων πέραν όσων ήδη δρομολογούνται).
Η πίεση για την επίτευξη των στόχων είναι εμφανής καθώς η Ελλάδα «επιτηρείται» κυρίως πλέον από τις αγορές με επόμενο σταθμό την αξιολόγηση της Moody’s την Παρασκευή. Σε αυτό το κλίμα και ο Πρωθυπουργός έδωσε τέλος στα σενάρια για την καταβολή ενός ακόμη επιδόματος Πάσχα παραπέμποντας τις όποιες σχετικές αποφάσεις για το τέλος του έτους, αν υπάρχει το δημοσιονομικό περιθώριο.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Το δεύτερο σκέλος της επίσκεψης των θεσμών στην Αθήνα συνδέεται με το ταμείο ανάκαμψης και με την πορεία υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων. Ούτως ώστε και να έρθουν οι επόμενες δόσεις αλλά και να ολοκληρωθεί εγκαίρως (δηλαδή πριν το τέλος του 2026). Με το ίδιο άλλωστε θέμα θα ασχοληθεί και το συνέδριο που θα λάβει χώρα στην Αθήνα στις 14/3 με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των θεσμών αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης και το οποίο διοργανώνει το ΙΟΒΕ.
Η Ελλάδα ετοιμάζεται να στείλει ένα επόμενο αίτημα για δόση συνδεδεμένη με δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και με επιδοτήσεις. Στο σκέλος των επιδοτήσεων εκκρεμούν ελάχιστα ορόσημα για το επόμενο πακέτο δόσεων, τα οποία ωστόσο συνδέονται με τις απαιτήσεις που έπρεπε να εκπληρώσει η Ελλάδα έως το τέλος του 2023.
Έτσι οι θεσμοί στην Αθήνα θα πρέπει να δουν πως θα δρομολογηθούν εγκαίρως και τα ορόσημα του 2024 και των επόμενων ετών. Και τούτο καθώς όσο περνά ο χρόνος και ωριμάζουν τα έργα ο βαθμός δυσκολίας αυξάνεται και συνδέεται όχι μόνο με τη θεσμοθέτηση μεταρρυθμίσεων και τις αναθέσεις διαγωνισμών (που και αυτές έχουν τις δυσκολίες τους), αλλά και με την ολοκλήρωση όλων των έργων που έχουν ενταχθεί (μετά και την ενδιάμεση αναθεώρηση του προγράμματος που ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2023).