Tο στοιχείο που ξεχωρίζει στο ελληνικό επιχειρείν και εκτιμάται ότι θα αφήσει το βαθύτερο αποτύπωμα τα επόμενα χρόνια είναι η συνεχής άνοδος των κλάδων της «νέας οικονομίας», καλύπτοντας τομείς από το ΙΤ μέχρι τη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και το R&D.
Ήδη ο τομέας «νέας οικονομίας» αυξάνει συνεχώς μερίδιο στις επιχειρηματικές πωλήσεις (10,9% το 2023, από 7,6% το 2019), με το 2023 να πετυχαίνει τριπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από το λοιπό επιχειρηματικό τομέα (11,2% έναντι 2,8% αντίστοιχα), τάση που αν συνεχιστεί μπορεί να οδηγήσει σε μερίδια της τάξης του 20% έως το 2030. Με τις έμμεσες θετικές επιδράσεις να διαχέονται στο σύνολο των κλάδων, η διαμόρφωση αυτού του νέου πρότυπου επιχειρηματικής οικονομίας στην Ελλάδα αποτελεί το υπέρτατο στοίχημα
Ως νέα οικονομία χαρακτηρίζονται οι κλάδοι φαρμάκου, Η/Υ, ηλεκτρικού εξοπλισμού, μηχανημάτων, οχημάτων, λοιπών μεταφορικών μέσων, ΙΤ, δικηγόρων-λογιστών, συμβουλευτικών υπηρεσιών & RD. Επιπλέον στις κατασκευές προσμετρώνται οι αρχιτέκτονες και στον τουρισμό οι αεροπορικές & θαλάσσιες μεταφορές.
Με καλούς οιωνούς ξεκινάει το 2024 και με την «νέα οικονομία» να κερδίζει έδαφος
Ανοδική τάση κατέγραψαν οι επιχειρηματικές πωλήσεις το 2023, με έντονες, ωστόσο, διαφοροποιήσεις επίδοσης τόσο (i) μεταξύ των δύο εξαμήνων του έτους όσο και (ii) μεταξύ των κλάδων, όπως αναφέρεται σε ανάλυση στο νέο τεύχος της σειράς μελετών «Τάσεις του επιχειρείν» από τη Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας.
Παράλληλα, αναφορά γίνεται στα πρώτα σημάδια δομικού μετασχηματισμού του ελληνικού επιχειρείν, ενώ δημοσιεύονται αρχικές εκτιμήσεις για την πορεία της φετινής χρονιάς.
Συγκεκριμένα, το 2023 έκλεισε με άνοδο της τάξης του 3,6% (σε αποπληθωρισμένους όρους) για τις επιχειρηματικές πωλήσεις. Ωστόσο, εξετάζοντας σε βάθος τις επιδόσεις του έτους, διαπιστώνουμε ότι η χρονιά είχε δύο όψεις, με το 1ο εξάμηνο να επιτυγχάνει ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (+6,5% σε ετήσια βάση), ενώ το 2ο εξάμηνο κινήθηκε με πιο αναιμικές επιδόσεις (+1,3%) – εξέλιξη που συμβαδίζει με τη σταδιακή κάμψη της δυναμικής των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Παρόλα αυτά, οι ελληνικές επιχειρήσεις υπερέβησαν τις επιδόσεις των ευρωπαίων ανταγωνιστών τους σε όρους παραγωγής προστιθέμενης αξίας, ενισχύοντας έτσι το μερίδιό τους στο ευρωπαϊκό επιχειρείν (σε 1,12% κατά το 4ο τρίμηνο 2023, από 1,09% το 2022).
Εστιάζοντας στο 4ο τρίμηνο του 2023, διαπιστώνεται ότι η επίδοσή του (+2,2% σε αποπληθωρισμένους όρους) αποτελεί το συνδυαστικό αποτέλεσμα ενός πολύ δυνατού Οκτωβρίου (+6,1%) και ενός αδύναμου διμήνου Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου που ακολούθησε (+0,4%).
Η ανομοιογένεια στις επιδόσεις του 4ου τριμήνου παρουσιάζεται ακόμη πιο έντονη μεταξύ των επιμέρους κλάδων, όπου διακρίνονται τρεις ταχύτητες απόδοσης:
Κατασκευές, βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και υπηρεσίες κινήθηκαν ανοδικά, με τις ΙΤ υπηρεσίες να ξεχωρίζουν θετικότερα (+20%). Βασικές κινητήριες δυνάμεις ήταν η συνεχιζόμενη ποιοτική αναβάθμιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, οι επενδυτικές ανάγκες για κατοικίες και έργα υποδομής (μετά από μια δεκαετία σχετικής στασιμότητας) καθώς και οι καλές καιρικές συνθήκες που ευνόησαν τον τουριστικό τομέα.
Χονδρικό εμπόριο και λοιπή βιομηχανία κινήθηκαν σταθεροποιητικά, δείχνοντας ότι προσπαθούν να ισορροπήσουν υπό την πίεση της αδύναμης εξωτερικής ζήτησης.
Το λιανικό εμπόριο κινήθηκε πτωτικά σε όλη τη διάρκεια του 2023, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό την πίεση στη ζήτηση από τις συνεχώς ανοδικές τιμές.
Εξετάζοντας τις προοπτικές για το 2024, εκτιμούμε ότι ο επιχειρηματικός τομέας έχει τη δυναμική να επιτύχει ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% (σε αποπληθωρισμένους όρους). Ως βασικά στηρίγματα εντοπίζουμε τη σταδιακά ισχυρότερη ευρωπαϊκή ζήτηση καθώς και την περαιτέρω αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων κυρίως για έργα υποδομών και ψηφιακής αναβάθμισης. Σε αυτό το πλαίσιο, ενθαρρυντικές είναι οι πρώτες ενδείξεις για το νέο έτος με τις επιδόσεις Ιανουαρίου για τις μεγάλες επιχειρήσεις (+3,6%) να επιβεβαιώνουν την τάση ανάκαμψης σε επίπεδα υψηλότερα του αδύναμου 2ου εξαμήνου του 2023.
Ωστόσο, δε θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το 2024 παραμένει ένα έτος προκλήσεων. Συγκεκριμένα, το διεθνές περιβάλλον συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά υψηλή αβεβαιότητα, με τις γεωπολιτικές πιέσεις να δημιουργούν συνεχώς εστίες οικονομικών τριγμών (όπως η μείωση των διελεύσεων από το Σουέζ κατά 40% κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους). Παράλληλα, οι επιχειρήσεις καλούνται να διαχειριστούν φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή επιδρώντας στην οικονομία σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Η μελέτη μπορεί να ανευρεθεί στην ιστοσελίδα του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας, στην ενότητα Οικονομικές Μελέτες και Αναλύσεις (Κατηγορία Ελληνική Επιχειρηματικότητα).