Χωρίς τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής αναμένεται να συνεδριάσει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ την επόμενη εβδομάδα, με τις αγορές να εστιάζουν στο πιθανό στίγμα της Φρανκφούρτης για τις επόμενες κινήσεις της.
Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν αναγνωρίσει τα πιο επίμονα χαρακτηριστικά που λαμβάνει ο πληθωρισμός στο σκέλος των υπηρεσιών, αλλά σημείωσαν ότι μια ομαλή, γραμμική διαδικασία αποπληθωρισμού δεν αποτελεί προϋπόθεση στο ενίσχυση της εμπιστοσύνης για επιστροφή του πληθωρισμού προς τον στόχο. Η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ έχει δώσει ιδιαίτερα έμφαση στο σύνολο των εισαρχόμενων δεδομένων από μισθούς, κερδοφορία και παραγωγικότητα για το δεύτερο τρίμηνο.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Goldman Sachs αναμένει από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ να επιβεβαιώσει την «προσέγγισή της για εξάρτηση από τα οικονομικά δεδομένα και να κινείται σταθερά ανά συνεδρίαση» χωρίς να δεσμευετεί εκ των προτέρων για μια συγκεκριμένη πορεία μείωσης των επιτοκίων. Επομένως, οι οικονομολόγοι του οίκου δεν αναμένουν την υιοθέτηση μιας επίσημης πρόωρης γραμμής χαλάρωσης - ή να υπαινίσσεται για μια ρητή μείωση τον Σεπτέμβριο - όπως έκανε στη συνεδρίαση του Απριλίου. Εκτιμούν, πως η Λαγκάρντ θα έχει παρόμοιο τόνο με τα σχόλιά της στη Σίντρα της Πορτογαλίας, αναγνωρίζοντας τα πιο επίμονα υψηλά χαρακτηριστικά του πληθωρισμού των υπηρεσιών, αλλά καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η ευρεία διαδικασία αποπληθωρισμού παραμένει σε ένα καλό δρόμο.
Αν και ο επενδυτικός οίκος αναμένει μια περιορισμένη περαιτέρω πρόοδο στο μέτωπο του πληθωρισμού το καλοκαίρι, εκτιμά ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είναι πιθανό να μειώσει ξανά τα επιτόκια τον Σεπτέμβριο. Η ανάπτυξη είναι πιθανό να υπολείπεται κάπως των εκτιμήσεων της ΕΚΤ (εκτιμήσεις Ιουνίου) στο δεύτερο τρίμηνο, με κάποια πρόοδο να καταγράφεται στις αυξήσεις μισθών, με ευρεία στήριξη για μια ακόμη μείωση των επιτοκίων για προσαρμογή του περιοριστικού επιπέδου ως απάντηση στη συνολική πρόοδο που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής.
Πιο αισθητή πρόοδος στο πληθωρισμό αναμένεται μετά τον Σεπτέμβριο. Ενώ οι αναλυτές εκτιμούν ότι ο δομικός πληθωρισμός σε ετήσια βάση θα μειωθεί μόλις στο 2,6% το Δεκέμβριο (παρόμοια με τις εκτιμήσεις της ΕΚΤ), αυτό συνεπάγεται μια σημαντική υποχώρηση τού από τον Σεπτέμβριο και υποδηλώνει μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση της ορμής του προς το 2025. Συνεπώς, η Goldman διατηρεί την άποψή της ότι η αύξηση των μισθών είναι πιθανό να επιβραδυνθεί αισθητά το 2025 καθώς προχωρά το catch - up. Επομένως, αναμένει μετά το Σεπτέμβριο μια τρίτη μείωση τον Δεκέμβριο με τριμηνιαίες μειώσεις από εκεί και έπειτα μέχρι τα τέλη του 2025 ώστε να φτάσει στο 2,25%.
Σε ανάλογο μήκος κύματος κινείται και η Deutsche Bank. Όπως αναφέρει, η ΕΚΤ φαίνεται αρκετά βέβαιη ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον στόχο πριν από τα τέλη του 2025, αλλά χρειάζονται περισσότερα πειστήρια ότι ο δομικός πληθωρισμός και η αύξηση των μισθών αποκλιμακώνονται πριν μειώσουν ξανά τα επιτόκια. Όπως τόνισε η Λαγκάρντ στη Σίντρα, «θα χρειαστεί χρόνος για τη συλλογή επαρκών δεδομένων... η ισχυρή αγορά εργασίας συνεπάγεται ότι μπορούμε να πάρουμε χρόνο».
Το βασικό σενάριο των αναλυτών του γερμανικού οίκου παραμένει για δύο ακόμη μείωσεις κατά 25 μονάδες βάσης το 2024, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο. Ωστόσο, μια μείωση τον Σεπτέμβριο δεν αποτελεί «done deal». Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι το προσωπικό της ΕΚΤ πρέπει να αναθεωρήσει υψηλότερα τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό. Ωστόσο, με την ανάπτυξη να κινδυνεύει από προσδοκίες χαμηλών επιδόσεων και ο πληθωρισμός να εξακολουθεί να προβλέπεται να είναι εντός του στόχου το 2025, η μείωση τον Σεπτέμβριο παραμένει το πιο πιθανό αποτέλεσμα. «Συνεχίζουμε να βλέπουμε την τελική γραμμή στα επιτόκια προς τη ζώνη του 2% - 2,50% στα τέλη του 2025 - αρχές 2026» διαμηνύουν.
Δεν επηρεάζει η Γαλλία τις αποφάσεις της ΕΚΤ - Προσεκτική η Λαγκάρντ
Ως προς τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, δεν φαίνεται να επηρεάζει τη λήψη αποφάσεων από την ΕΚΤ στις 17 - 18 Ιουλίου. Οι οικονομικές συνθήκες σε ολόκληρη την περιοχή είναι οριακά πιο αυστηρές απ' ό,τι προεκλογικά. Το spread μεταξύ γαλλικού δεκαετούς και Bund έχει μεν ανοίξει, αλλά έχει περιοριστεί σε ένα εύρος τιμών και έχει θεμελιώδεις παράγοντες για τη συγκεκριμένη χώρα. «Δεν υπάρχει ουσιαστικά κανένα δείγμα μετάδοσης της όποια πίεσης», όπως αναφέρει η Deutsche Bank.
«Αναμένουμε από τη Λαγκάρντ να είναι προσεκτική στις απαντήσεις της σε ερωτήματα για τη Γαλλία, λέγοντας ότι η ΕΚΤ είναι προσεκτική σε ό,τι συμβαίνει στις αγορές και ότι τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης έχουν συμφωνήσει σε ένα δημοσιονομικό πλαίσιο με το οποίο θα πρέπει να συμμορφωθούν» καταλήγουν οι αναλυτές.