Φωνές για αναθεώρηση της ενεργειακής πολιτικής της Ε.Ε., και του σχεδίου για πλήρη ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία, έρχονται σταδιακά στο προσκήνιο, υποστηρίζοντας κάτι που μέχρι και πριν από λίγους μήνες φάνταζε περίπου αδιανόητο: την ενίσχυση των ποσοτήτων αερίου που καταφθάνουν από τη Μόσχα, συγκριτικά με τα σημερινά επίπεδα, σε περίπτωση τερματισμού του πολέμου στην Ουκρανία.
Πίσω από την άρση της έως πρόσφατα ευρείας συναίνεσης σε ένα καθολικό «στοπ» των ενεργειακών σχέσεων με τη Ρωσία, βρίσκονται αρκετοί ευρωπαϊκοί βιομηχανικοί κλάδοι έντασης ενέργειας, οι οποίοι «βλέπουν» πως η αντικατάσταση του αερίου από τη Μόσχα από άλλες πηγές τροφοδοσίας, θα παγιώσει το υψηλό ενεργειακό κόστος εντός της Ε.Ε. Κάτι που σημαίνει πως θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο (έως αδύνατο) να διατηρήσουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, δίπλα στην υπονόμευση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, προστέθηκε ένα ακόμη σημαντικό επιχείρημα κατά της πλήρους εξάλειψης του ρωσικού αερίου από το ευρωπαϊκό ενεργειακό μίγμα. Κι αυτό έχει να κάνει με την υπονόμευση της αξιοπιστίας που είχαν οι ΗΠΑ - ως υποψήφιος βασικός ενεργειακός «εταίρος» της Ευρώπης. Ως συνέπεια, η εξάρτηση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού δείχνει πλέον πως θα αφήσει ευάλωτες τις ενεργειακές αγορές της Ε.Ε. στις εκάστοτε γεωστρατηγικές επιδιώξεις της αμερικανικής πολιτικής ηγεσίας.
«Ναι» στο ρωσικό αέριο
Το επιχείρημα αυτό φαίνεται πως έχει κάνει -δίπλα στις βιομηχανίες που «βλέπουν» θετικά τη συνέχιση τροφοδοσίας από τη Μόσχα- να στοιχίζονται πλέον και ευρωπαϊκοί ενεργειακοί κολοσσοί, οι οποίοι μάλιστα τοποθετούνται δημόσια για το θέμα. Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις στο Reuters του CEO της γαλλικής Engie, Ντιντιέ Ολό, ο οποίος σημειώνει πως οι ροές από τη Μόσχα θα μπορούσαν να ανακάμψουν στα 60-70 δισ. κυβ. μέτρα (bcm) ετησίως, αν υπάρξει ειρήνευση στην Ουκρανία.
Όπως πρόσθεσε, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Ευρώπη θα μπορούσε να αυξήσει στο 20-25% το ποσοστό των αναγκών της σε καύσιμο, που καλύπτει από τη Μόσχα. Το αντίστοιχο νούμερο ήταν 40% πριν από τον πόλεμο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, και ο CEO του επίσης γαλλικού κολοσσού TotalEnergies, Πατρίκ Πουγιάν, προειδοποιεί για το ενδεχόμενο υπερβολικής ενεργειακής εξάρτησης από τις ΗΠΑ, επισημαίνοντας ότι η Ε.Ε. θα πρέπει να ενισχύσει τη διαφοροποίησή της. «Η Ευρώπη δεν θα επιστρέψει ποτέ σε εισαγωγές 150 bcm από τη Ρωσία, όπως συνέβαινε πριν από τον πόλεμο… ωστόσο, θα στοιχημάτιζε στα 70 bcm», σημειώνει χαρακτηριστικά.
«Σιγή ασυρμάτου» για το roadmap
Αξίζει να σημειωθεί ότι, με βάση τα έως τώρα δεδομένα, διακηρυγμένος στόχος της Ε.Ε. είναι να απεξαρτηθεί πλήρως από τη Ρωσία μέχρι το 2027. Ωστόσο, έως τώρα η Κομισιόν δεν έχει παρουσιάσει το roadmap που θα οδηγήσει σε τερματισμό των εισαγωγών, όπως έχει δεσμευθεί. «Δεν είναι τυχαίο ότι αν και οι αξιωματούχοι της Κομισιόν δηλώνουν με διάφορες αφορμές πως το χρονοδιάγραμμα βρίσκεται προ των πυλών, ωστόσο η παρουσίασή του έχει οδηγηθεί σε διαδοχικές αναβολές», σημειώνουν στελέχη της αγοράς, με γνώση εκ του σύνεγγυς όσων διαλαμβάνονται στις Βρυξέλλες.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ένας λόγος είναι πως η Ευρώπη έχει λίγες εναλλακτικές ως αντίβαρο στη Μόσχα. Οι συνομιλίες με το Κατάρ, για ενίσχυση των εισαγωγών προς την Ευρώπη, δεν έχουν προς ώρας φέρει αποτέλεσμα. Επίσης, παρά το γεγονός ότι η διείσδυση των ΑΠΕ έχει επιταχυνθεί, τα μερίδιά τους στο ενεργειακό μίγμα της Ε.Ε. δεν είναι τέτοια που να διασφαλίζουν την ενεργειακή επάρκεια.
Την ίδια στιγμή, σχέδια για την πιο εμπροσθοβαρή εφαρμογή ανανεώσιμων τεχνολογιών που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη χρήση ορυκτών καυσίμων -όπως το «πράσινο» υδρογόνο και η δέσμευση CO2- δεν έχουν προχωρήσει με τους αναμενόμενους ρυθμούς. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί υπέρ της ανάκαμψης του ρωσικού αερίου έχουν ταχθεί δημόσια και στελέχη χημικών βιομηχανιών στη Γερμανία - παρά το γεγονός ότι το Βερολίνο είναι από τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της πλήρους εξάλειψης των ενεργειακών σχέσεων με τη Μόσχα.
Οι διαπραγματεύσεις για το αμερικανικό LNG
Για την «επαναφορά» των ρωσικών εισαγωγών, πάντως, θα έπρεπε να λυθούν μία σειρά από αγκάθια - όπως η αποκατάσταση μίας όδευσης για τη διέλευση αερίου αγωγού (καθώς ο TukrStream λειτουργεί ήδη ακόμη και πάνω από την ονομαστική του δυναμικότητα), αλλά και θέματα που έχουν να κάνουν με την απόσβεση των επενδύσεων σε τέρμιναλ LNG, τα οποία κατασκευάστηκαν μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία. Σημαντικό εμπόδιο είναι επίσης η διευθέτηση των αποζημιώσεων (ύψους εκατοντάδων ευρώ) που έχουν επιδικαστεί να καταβληθούν από την Gazprom σε ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η Uniper και η OMV.
Τον πλέον κρίσιμο ωστόσο ρόλο θα παίξει το σχέδιο της Ε.Ε. να ενισχύσει τις εισαγωγές αμερικανικού LNG, ώστε να επέλθει δασμολογική «εκεχειρία» με τις ΗΠΑ. Όπως είχε γράψει το Insider.gr, η Ε.Ε. επιδίωκε μία ανάλογη συμφωνία πριν από την ανακοίνωση των δασμών από τον Ντόναλντ Τραμπ, χωρίς ωστόσο να βρει «έδαφος» για διαπραγματεύσεις. Πλέον, σχεδιάζει να επανέλθει στο τραπέζι των διαβουλεύσεων, αξιοποιώντας το μορατόριουμ των 90 ημερών που ενεργοποίησε η αμερικανική προεδρία.
Το 2024, η Ε.Ε. κάλυψε το 16,7% των αναγκών της σε αέριο από τη Ρωσία και το 16,5% από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με δηλώσεις του Τραμπ, το εμπορικό ισοζύγιο ΗΠΑ – Ε.Ε. θα μπορούσε να αποκατασταθεί μόνο με ενίσχυση των ευρωπαϊκών εισαγωγών ενέργειας κατά 350 δισ. δολάρια. Πρόκειται για μία πολύ μεγάλη αύξηση, η οποία στην περίπτωση του αερίου θα περιθωριοποιούσε εν τοις πράγμασι το ρωσικό καύσιμο από το ενεργειακό μίγμα.
Μάλιστα, η αύξηση του αμερικανικού LNG θα ενίσχυσε τον ρόλο της Ελλάδας σε «πύλη εισόδου» αερίου στην Ευρώπη. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό συναντά δυσκολίες, καθώς μία συμφωνία θα έπρεπε να μετουσιωθεί σε εμπορικά deal ευρωπαϊκών εταιρειών. Σημαντική επίσης παράμετρος είναι και το κόστος του LNG.