Τουλάχιστον για λίγο ο τριμερής κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας έδειξε ότι κατάφερε να αποτρέψει την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων, εν μέσω μεγάλων διαφορών στον προϋπολογισμό, κάτι που είχε απειλήσει ακόμη και τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης συνασπισμού του Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς. Τώρα όμως, ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ επανέρχεται αμφισβητώντας αυτό που είχε θεωρηθεί ως βασικός συμβιβασμός στις αρχές Ιουλίου στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2025. «Έχει προκύψει ότι υπάρχουν συνταγματικοί κίνδυνοι και ζητήματα συγκεκριμένης εφαρμογής», δήλωσε ο Λίντνερ σε συνέντευξη στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ZDF.
Το σχέδιο συμφωνίας για τον προϋπολογισμό του Ιουλίου, που επιτεύχθηκε μετά από ολονύχτια διαπραγμάτευση μεταξύ του Σολτς από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), του υπουργού Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ των Πρασίνων και του Κρίστιαν Λίντνερ από τους δημοσιονομικά συντηρητικούς Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP), αντιμετωπίστηκε με ανακούφιση στο Βερολίνο, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσεπίλυτες διαφορές μεταξύ των εταίρων του συνασπισμού σε θέματα δημοσίων δαπανών. Υπενθυμίζεται ότι ο προϋπολογισμός που προετοίμασε τότε το Βερολίνο ύψους 481 δισ. ευρώ θεωρήθηκε σφιχτός με βασικό χαρακτηριστικό τη λιτότητα, παρά τα μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης, τα οποία θεωρήθηκαν από οικονομολόγους αρκετά αμφιλεγόμενα.
Η συμφωνία θεωρήθηκε επίσης άκρως αναγκαία, δεδομένης της θλιβερής επίδοσης του γερμανικού συνασπισμού στις ευρωπαϊκές εκλογές, στις οποίες το SPD του Σολτς σημείωσε το χειρότερο αποτέλεσμα σε εθνικές εκλογές εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, ενώ η υποστήριξη για τους Πράσινους μειώθηκε σχεδόν στο ήμισυ. Οι επόμενες γενικές εκλογές θα διεξαχθούν σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο, πιθανότατα στις 28 Σεπτεμβρίου 2025. Λαμβάνοντας υπόψη την κακή τους εμφάνιση στις δημοσκοπήσεις, είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος πώς θα μπορούσε ο διχασμένος συνασπισμός να καταφέρει να επανεκλεγεί.
Δεδομένης της αδυναμίας του συνασπισμού, η επιβίωση της κυβέρνησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εάν μπορεί να καταλήξει σε μια τελική συμφωνία για τον προϋπολογισμό χωρίς μεγάλη σύγκρουση. Ωστόσο, τώρα, η δήλωση του Λίντνερ μπορεί να οδηγήσει σε μια τέτοια σύγκρουση.
Ανατροπή δεδομένων
Με βάση αξιολογήσεις που έκαναν εμπειρογνώμονες του υπουργείου Οικονομικών και οι οποίες διέρρευσαν στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt στα τέλη της περασμένης εβδομάδας, το σχέδιο συμφωνίας για τον προϋπολογισμό της κυβέρνησης συνασπισμού κινδυνεύει να ακυρωθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, επειδή σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς περί τα 4,9 δισ. ευρώ από την εθνική αναπτυξιακή τράπεζα της Γερμανίας, τα οποία αρχικά χορηγήθηκαν για να αντισταθμιστεί το κόστος των υψηλών τιμών του φυσικού αερίου. Αυτές οι εκτιμήσεις, σύμφωνα με τον Λίντερ, σημαίνουν ότι οι Γερμανοί εταίροι θα πρέπει να επιστρέψουν στο τραπέζι για να επαναδιαπραγματευτούν τη συμφωνία για τον προϋπολογισμό, καθότι οι εμπειρογνώμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η χρήση αυτών των κονδυλίων μπορεί να είναι αντισυνταγματική.
Ο Λίντνερ εκτιμά ότι αυτό θα κόστιζε επιπλέον 5 δισεκατομμύρια ευρώ στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, που σημαίνει ότι για να κλείσει η «τρύπα» αυτή θα χρειαστούν περαιτέρω περικοπές. Την ώρα που οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και ειδικά οι πλέον υπερχρεωμένες, όπως Ιταλία και Γαλλία, προετοιμάζουν με εντατικούς ρυθμούς τους προϋπολογισμούς τους με βάση το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας για να τους στείλουν στις Βρυξέλλες προς έγκριση στις αρχές του φθινοπώρου, εν μέσω ανησυχιών για τον αντίκτυπο των πιο αυστηρών δημοσιονομικών μέτρων στις εξασθενημένες οικονομίες.
Η όλη εξέλιξη στο Βερολίνο επαναφέρει άσχημες αναμνήσεις, καθώς ένας παρόμοιος ελιγμός, αν και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, έφερε την κυβέρνηση σε δεινή θέση πέρυσι. Το Νοέμβριο του 2023, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν επιτρέπεται στην κυβέρνηση να ανακατανείμει περίπου 60 δισεκατομμύρια ευρώ από ένα ταμείο που δημιουργήθηκε για να μετριάσει τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 και να χρησιμοποιήσει το ποσό για να επιδοτήσει τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Αυτή η τακτική κίνηση αποδόθηκε στον ίδιο τον Σολτς, ο οποίος ήταν υπουργός Οικονομικών στην προηγούμενη κυβέρνηση επί πρώην καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ. Αυτή ήταν μία απόφαση ορόσημο για τις πρακτικές δαπανών της σημερινής κυβέρνησης που άνοιξε μια τεράστια τρύπα στα δημοσιονομικά της χώρας και κατέστησε αδύνατο για τον κυβερνητικό συνασπισμό του Όλαφ Σολτς να συνεχίσει να βασίζεται σε ένα δίκτυο "ειδικών ταμείων" εκτός προϋπολογισμού. Επίσης, αυτή η τακτική επέτρεψε στον συνασπισμό να δαπανεί κεφάλαια, παρακάμπτοντας το συνταγματικό φρένο χρέους, το οποίο περιορίζει το ομοσπονδιακό έλλειμμα στο 0,35% του ΑΕΠ, εκτός από περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης.
Επίσης, ο Λίντνερ επανέλαβε την αποφασιστικότητά του να διατηρήσει το «φρένο χρέους» που κατοχυρώνεται στο γερμανικό σύνταγμα και το οποίο ορίζει ότι το γερμανικό κράτος πρέπει να τα βγάλει πέρα με τα χρήματα που παίρνει. Ωστόσο, εκπρόσωποι του SPD και των Πρασίνων ζητούν εδώ και καιρό να εκσυγχρονιστεί το «φρένο χρέους» ενόψει των δύσκολων καιρών.
Εσωτερικές συγκρούσεις
Ο Λίντνερ λοιπόν υπερασπίστηκε την προσέγγισή του, επισημαίνοντας το γεγονός ότι η γερμανική κυβέρνηση είχε ήδη υποστεί ένα τεράστιο πλήγμα. Το θέμα όμως είναι ότι ο Λίντνερ συζήτησε την αξιολόγηση στα μέσα ενημέρωσης αντί να χειριστεί το ζήτημα εκ των έσω, γεγονός που εξόργισε τους πολιτικούς των άλλων δύο κομμάτων του γερμανικού συνασπισμού - τους Πράσινους και το SPD - κατηγορώντας τον ότι παρέκμαψε σκοπίμως τους εταίρους του στο συνασπισμό μόνο και μόνο για να προβάλει τα δικά του πολιτικά διαπιστευτήρια ως δημοσιονομικό γεράκι.
«Αυτό μπορείς να το δεις μόνο ως αυτοπροβολή», είπε ο Κέβιν Κούνερτ, γενικός γραμματέας του SPD, στη γερμανική δημόσια τηλεόραση. Σε μια ξεχωριστή τηλεοπτική συνέντευξη, ο Κούνερτ κατηγόρησε τον Λίντνερ και το FDP ότι ουσιαστικά ήθελαν «να ξεκινήσουν μια νέα συζήτηση για το κράτος πρόνοιας στη Γερμανία, καθώς θέλουν περικοπές δαπανών». Η συμπεριφορά του Λίντνερ «υπερβαίνει το όριο της ανοχής» μέσα σε έναν συνασπισμό, δήλωσε η πρόεδρος του SPD, Σάσκια Έσκεν.
«Φέρω την πολιτική ευθύνη για τα δημοσιονομικά μας», είπε ο Λίντνερ στη συνέντευξη του στη δημόσια τηλεόραση απαντώντας στην κριτική. «Κάποτε συμφώνησα σε έναν συμβιβασμό στο πλαίσιο του κυβερνητικού συνασπισμού που ήταν σαθρός και απορρίφθηκε από το συνταγματικό δικαστήριο. Αυτό δεν θα μου συμβεί δεύτερη φορά».
Προκειμένου να αποφευχθεί άλλη μια περίοδος παρατεταμένων εσωτερικών μαχών, η κυβέρνηση είναι πιθανό να πρέπει να καταλήξει σε ένα νέο προσχέδιο συμφωνίας - ή τουλάχιστον να καταλήξει σε μία κοινή πολιτική συνεννόηση - μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Ωστόσο, δεδομένης της αγανάκτησης μεταξύ των πολιτικών των τριών κομμάτων, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα εάν είναι εφικτή μια νέα συμφωνία.
Ένα δυνητικά μεγαλύτερο εμπόδιο θα είναι στο κοινοβούλιο, όπου οι βουλευτές και των τριών κυβερνητικών κομμάτων θα πρέπει να καταλήξουν στις λεπτομέρειες ενός τελικού προϋπολογισμού μέχρι το τέλος του έτους.
Σε δεινή κατάσταση η γερμανική οικονομία
Την ίδια ώρα, συνεχίζονται τα προβλήματα της Ευρώπης, με τη Γερμανία να βρίσκεται σε ιδιαίτερα δεινή κατάσταση καθώς η μεταποιητική της δραστηριότητας φθίνει ολοένα και περισσότερο με αποτέλεσμα η οικονομία της να παρουσιάσει ξαφνική συρρίκνωση 0,1% στο δεύτερο τρίμηνο σε σχέση με τους τρεις πρώτους μήνες του έτους. Το ΔΝΤ έχει προβλέψει ότι η γερμανική οικονομία θα παραμείνει σχεδόν στάσιμη φέτος, με το ΑΕΠ να μεγεθύνεται μόλις κατά 0,2%, μετά από ύφεση 0,2% το 2023.
Η γερμανική δραστηριότητα σε μεταποίηση και υπηρεσίες παρουσίασε απρόσμενη πτώση τον Ιούλιο, απομακρύνοντας τις ελπίδες για ανάκαμψη της οικονομίας στο δεύτερο εξάμηνο. Ο γερμανικός δείκτης PMI της S&P Global υποχώρησε στο 48,7 από 50,4 του Ιουνίου, πολύ πιο κάτω από το ορόσημο του 50 που διαχωρίζει την ανάπτυξη από τη συρρίκνωση. Η εξέλιξη αυτή αποδεικνύει ότι η ανάκαμψη από τους προηγούμενους μήνες της στασιμότητας γίνεται πολύ πιο δύσκολη απ΄ ό,τι αναμενόταν. «Φαίνεται ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Η εξασθένηση του μεταποιητικού κλάδου γίνεται μόνιμη, που σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε ανάκαμψη τουλάχιστον έως το φθινόπωρο», ανέφερε ο Σίρους ντε Ρούμπια, επικεφαλής οικονομολόγος της Hamburg Commercial Bank.
Ο βιομηχανικός κλάδος, που είναι η βάση της γερμανικής οικονομίας, οδήγησε σε περαιτέρω εξασθένηση της αγοράς εργασίας. Και ενώ οι υπηρεσίες συνέχισαν να αναπτύσσονται, η ανάπτυξη κατέβασε ρυθμούς και οι επιχειρήσεις άρχισαν να μειώνουν το προσωπικό τους μετά από ένα εξάμηνο σταθερής δημιουργίας θέσεων εργασίας. Οικονομολόγοι αποδίδουν την κάμψη στη συνεχιζόμενη απώλεια μεριδίου αγοράς της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας και των κατασκευαστών μηχανολογικού εξοπλισμού έναντι ανταγωνιστών στην Κίνα, καθώς και στα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα, όπως ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό, έλλειψη επενδύσεων και υψηλές τιμές ενέργειας.