Αύξηση για πρώτη φορά εδώ και περίπου δύο χρόνια σημείωσαν οι τιμές των γερμανικών ακινήτων που προορίζονται για στέγαση το δεύτερο τρίμηνο, χάρη στην προοπτική χαμηλότερου κόστους δανεισμού και την έλλειψη νέων κατοικιών.
Οι τιμές των διαμερισμάτων και των μονοκατοικιών στη Γερμανία την περίοδο που έληξε στις 30 Ιουνίου αυξήθηκαν κατά 2,4% και 2% αντίστοιχα σε σύγκριση με τους τρεις προηγούμενους μήνες, σύμφωνα με τον γερμανικό δείκτη ακινήτων που δημοσίευσε το Ινστιτούτο του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία την Πέμπτη. Η αύξηση για τις πολυκατοικίες έφτασε το 4,4%.
Οι τιμές των ακινήτων εξακολουθούν να είναι μειωμένες σε σχέση με την ίδια περίοδο πριν από ένα χρόνο, αλλά η πτώση έχει περιοριστεί για τρίτο συνεχόμενο τρίμηνο, έδειξε ο δείκτης.
«Η στροφή στην αγορά ακινήτων έχει αρχίσει», δήλωσε ο ερευνητής του Ινστιτούτου του Κιέλου Jonas Zdrzalek. «Η μεγάλη αβεβαιότητα των τελευταίων ετών και μηνών σαφώς υποχωρεί και η προοπτική της πτώσης των επιτοκίων σταθεροποιεί την αγορά».
Πρόσθεσε ότι η μείωση των νέων κατασκευών «περιορίζει την προσφορά και έτσι στηρίζει τη δυναμική των τιμών».
Τα σημάδια ανάκαμψης ακολουθούν μια άνευ προηγουμένου ύφεση στη Γερμανία πέρυσι, όταν οι τιμές των κατοικιών κατέγραψαν την πιο απότομη πτώση των τελευταίων 60 ετών, καθώς τα υψηλά επιτόκια και ο πληθωρισμός του κόστους των υλικών απωθούσαν τους υποψήφιους αγοραστές.
Οι τιμές στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης διορθώθηκαν πολύ πιο δυνμικά από ό,τι σε άλλες περιοχές της περιοχής, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι νοικιάζουν κατοικίες, πράγμα που σημαίνει ότι οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να παραμείνουν ενοικιαστές αντί να πάρουν ακριβά στεγαστικά δάνεια.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άρχισε να μειώνει το κόστος δανεισμού τον Ιούνιο και οι επενδυτές αναμένουν περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην επόμενη συνεδρίασή της τον Σεπτέμβριο, μετά από μια παύση τον περασμένο μήνα.
Η δραστηριότητα στην αγορά ακινήτων της Γερμανίας εξακολουθεί να παραμένει υποτονική. Ενώ ο αριθμός των αγοραπωλησιών οικιστικών ακινήτων το δεύτερο τρίμηνο αυξήθηκε ελαφρώς, βρισκόταν σε χαμηλό επίπεδο, περίπου στο 60% του μέσου όρου μεταξύ 2019 και 2021, σύμφωνα με το Ινστιτούτο του Κιέλου.