Σημαντικές ανακοινώσεις για την πορεία της οικονομίας αναμένουμε τις επόμενες ημέρες, καθώς προχωρούν οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025 και το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα.
Σύντομα θα γίνει γνωστό το τετραετές Μεσοπρόθεσµο ∆ηµοσιονοµικό ∆ιαρθρωτικό Πρόγραµµα που θα υποβάλλει η χώρα μας στην Κομισιόν στις αρχές Μαρτίου και μεταξύ άλλων θα έχουμε και τις τελευταίες εκτιμήσεις της κυβέρνησης για την ανάπτυξη φέτος και το 2025.
Μένει να φανεί το αν η ελληνική πλευρά θα κατεβάσει τον πήχη στα επίπεδα των εαρινών προβλέψεων της Κομισιόν για ανάπτυξη 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025 από 2,5% και 2,6% αντίστοιχα που προέβλεπε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε τον Απρίλιο.
Σύμφωνα με το τελευταίο σημείωμα της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση τις εκτιμήσεις των αναλυτών του Ευρωσυστήματος ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης στην Ελλάδα για τα έτη 2024, 2025 και 2026 εκτιμάται στο 2,2%, 2,5% και 2,3% αντίστοιχα (μέσος όρος 2,3%). Οι τρέχουσες προβλέψεις της αγοράς (περιοδικό Focus Economics) τοποθετούν την ανάπτυξη των ετών 2024, 2025 και 2026 ελαφρώς χαμηλότερα, στο 2,1%, 2,1% και 2,2% (μέσος όρος 2,1%) αντίστοιχα.
Το βασικό ζήτημα είναι πως οι βασικοί κίνδυνοι που μπορεί να πιέσουν καθοδικά τους ρυθμούς ανάπτυξης είναι κατά βάση εξωγενείς. Όπως σημειώνεται σε σημείωμα της Eurobank Research «παρά την ώθηση που αναμένεται να δώσουν στην οικονομία οι επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις που συνδέονται με το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι διεθνείς εξελίξεις θέτουν εμπόδια στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ένας σημαντικός παράγοντας είναι η ισχνή μεγέθυνση που παρουσιάζει η Ευρωζώνη, επίδοση που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών με άμεσο και έμμεσο τρόπο.
Οι πρόδρομοι δείκτες
Δεν είναι «σκληρά δεδομένα» αλλά αξιοποιείται ως «πρόδρομος δείκτης» για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας και της ανάπτυξης τους επόμενους μήνες ο λόγος για τον Δείκτη Οικονομικού Κλίματος που θα ανακοινώσει το ΙΟΒΕ την ερχόμενη Τρίτη. Στις ανακοινώσεις αναμένουμε τα στοιχεία Σεπτεμβρίου αλλά και τα αναλυτικά του Αυγούστου. Τον προηγούμενο μήνα ο δείκτης διαμορφώθηκε στις 106,3 μονάδες τον Αύγουστο από 106,8 μονάδες τον Ιούλιο και τις 110,5 μονάδες τον Ιούνιο. Παραμένει ωστόσο σε σχετικά υψηλά επίπεδα τόσο σε απόλυτα μεγέθη όσο και σε σύγκριση με την Ευρωζώνη. Η υποχώρηση των τελευταίων μηνών αποδίδεται στην επιδείνωση των επιχειρηματικών προσδοκιών κατά βάση στη βιομηχανία αλλά και στην καταναλωτική εμπιστοσύνη, καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά παραμένουν τα πιο απαισιόδοξα σε όλη την Ευρώπη.
Την ίδια ημέρα αναμένεται και η ανακοίνωση του Δείκτη Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στη μεταποίηση για τον Σεπτέμβριο. Τον Αύγουστο ο PMI στον τομέα της μεταποίησης διαμορφώθηκε στις 52,9 μονάδες, παραμένοντας σταθερά πάνω από το όριο των 50 μονάδων που χωρίζουν την ανάπτυξη με την υποχώρηση της μεταποιητικής δραστηριότητας, ωστόσο τους τελευταίους έξι μήνες οι ρυθμοί ανάπτυξης μειώνονται κυρίως λόγω της υποτονικής ζήτησης.
Η μάχη με την ακρίβεια
Την Τρίτη 1η Οκτωβρίου η Eurostat θα ανακοινώσει τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις της για τον πληθωρισμό Σεπτεμβρίου στην Ευρωζώνη. Μένει να φανεί το πως θα κινηθούν οι τιμές στη χώρα μας η οποία τους τελευταίους μήνες εμφανίζει επιτάχυνση του πληθωρισμού. O Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 3,2% σε ετήσια βάση τον Αύγουστο κατά βάση λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια.
Τον προηγούμενο μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τη μεγαλύτερη άνοδο τιμών σε ετήσια βάση (6,6%) κατέγραψε η ομάδα «ξενοδοχεία – καφέ-εστιατόρια» και ακολουθεί με άνοδο τιμών 6,2% η ομάδα «ένδυση-υπόδηση». Κατά 5,5% αυξήθηκαν οι τιμές στην ομάδα «στέγαση» κυρίως λόγω αύξησης των τιμών στα ενοίκια κατοικιών, τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο.
H ΤτΕ εκτιμά πως ο εναρμονισμένος πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθεί στο 2,9% το 2024, στο 2,2% το 2025 και στο 2,1% το 2026 λόγω της περαιτέρω μείωσης των ρυθμών ανατιμήσεων των τροφίμων, των μη ενεργειακών βιομηχανικών αγαθών και των υπηρεσιών. Προβληματίζει η επιμονή του εναρμονισμένου δομικού πληθωρισμού (χωρίς τις ευμετάβλητες κατηγορίες τροφίμων και ενέργειας) που αναμένεται να διαμορφωθεί στο σύνολο της χρονιάς στο υψηλό επίπεδο του 3,4%.