Η κυβέρνηση με «όπλο» τα υπερπλεονάσματα και την υπεραπόδοση της οικονομίας το 2024 κατάφερε να χαλαρώσει λίγο τον «σφικτό κορσέ» που επιβάλλουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές δαπάνες, σε όλες τις χώρες της ΕΕ.
Μετά από τρίμηνες εξαντλητικές διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν που έφτασαν στην εξέταση των στοιχείων σε επίπεδο δεύτερου δεκαδικού ψηφίου οι επιπρόσθετες δαπάνες που προβλέπει το Μεσοπρόθεσμό Δημοσιονομικό – Διαρθρωτικό Σχέδιο σε ορίζοντα τετραετίας αυξήθηκαν κατά 4 δισ. ευρώ ή περίπου κατά 1 δισ. ευρώ τον χρόνο, σε σχέση με την αρχική κατεύθυνση της Κομισιόν. Ακόμη και έτσι το περιθώριο για νέα μέτρα στήριξης μέσω επιδομάτων ή φοροαπαλλαγών πέρα από αυτά που ανακοινώθηκαν από τον πρωθυπουργό στη ΔΕΘ τα επόμενα χρόνια δεν ξεπερνά το 500 εκατ. ευρώ, εκτός και αν μειωθεί η φοροδιαφυγή ή αν αυξηθούν με μόνιμο τρόπο τα φορολογικά έσοδα.
Το βασικό δεδομένο είναι το εξής: Από το 2025 περνούν ανεπιστρεπτί στο παρελθόν οι εποχές που τα πάντα καθοριζόντουσαν από τα πρωτογενή πλεονάσματα και η όποια υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων επί των στόχων του προϋπολογισμού δινόταν ως «κοινωνικό μέρισμα» με την μορφή μέτρων στήριξης και έκτακτων επιδομάτων.
Πλέον το μόνο που μετράει ουσιαστικά είναι η ετήσια αύξηση του δείκτη πρωτογενών δαπανών του κράτους, δηλαδή οι συνολικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης χωρίς τις δαπάνες για τόκους και προγράμματα που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ, την εθνική συμμετοχή σε προγράμματα της ΕΕ (π.χ. ΕΣΠΑ) και έκτακτες μη προβλεπόμενες δαπάνες για αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών.
Αυτός ο δείκτης, λοιπόν, βάσει του Μεσοπρόθεσμου θα μπορεί να αυξηθεί κατά 3,7% το 2025 κατά 3,6% το 2026, κατά 3,1% το 2027 και κατά 3% το 2028 αντί για 3% κάθε χρόνο που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με βάση το εκτιμώμενο επίπεδο των πρωτογενών δαπανών του 2024 (100,4 δισ. ευρώ), οι παραπάνω αυξήσεις συνεπάγονται επιπλέον καθαρές πρωτογενείς δαπάνες περίπου 3,7 δισ. ευρώ το 2025 και άλλα τόσα το 2026 και περίπου 3,2 δισ. ευρώ το 2027 και 2028.
Από την στιγμή που το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό σχέδιο πάρει την έγκριση του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ΕΕ (πιθανότατα στις 18 Νοεμβρίου) τα παραπάνω ποσοστά ετήσιων αυξήσεων και τα καθαρά ποσά «γράφονται στην πέτρα» και δεν θα μπορούν να αλλάξουν ακόμη και αν υπάρξει υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων. Ο μόνος τρόπος για να ανέβουν οι δαπάνες είναι να αυξηθούν με σταθερό τρόπο και όχι συγκυριακά τα έσοδα, δηλαδή να αυξηθούν μόνιμα οι φόροι ή να στοιχειοθετείται μόνιμη αύξηση των εσόδων από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Η λογική είναι πως οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες είναι «αντικυκλικοί» και έτσι σε περιόδους υψηλής ανάπτυξης και έντονης οικονομικής δραστηριότητας δεν επιτρέπεται στην κυβέρνηση να «ανοίξει τις κάνουλες» και τα επιπλέον έσοδα θα μπορούν να κατευθυνθού μόνο στο χτίσιμο διαθεσίμων του κράτους ή στην αποπληρωμή του χρέους. Από την άλλη σε περιόδους ύφεσης το κράτος θα μπορεί να αυξάνει τις δαπάνες του χωρίς να χρειάζεται να λαμβάνει μέτρα λιτότητας και περικοπές, όπως γινόταν όλα τα προηγούμενα χρόνια και ειδικά κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Τι μένει για επιπλέον παροχές
Η αύξηση των δαπανών κατά 3,2 δισ. με 3,7 δισ. ευρώ κάθε χρόνο δεν είναι αμελητέα. Όμως το μεγαλύτερο κομμάτι αυτών των δαπανών έχει ήδη διατεθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΥΠΕΘΟ:
Περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, είναι η εκτιμώμενη αύξηση των συντάξεων κυρίως λόγω των νέων συνταξιοδοτήσεων τα επόμενα χρόνια αλλά και της αύξησης του ποσού των συντάξεων με βάση τον πληθωρισμό και το ΑΕΠ. Ειδικά για το 2026 η αύξηση αναμένεται να φτάσει τα περίπου 1,4 δισ.
Περίπου 1 δισ. ευρώ ετησίως υπολογίζεται η συνήθης αύξηση των τακτικών δαπανών των φορέων Γενικής Κυβέρνησης και των Υπουργείων με βάση τις αναληφθείς υποχρεώσεις και τον πληθωρισμό (μισθώματα κτιρίων, ηλεκτρικό ρεύμα, καύσιμα, συντηρήσεις, δαπάνες διεθνών συμβάσεων και συνεισφορών της χώρας, ετήσια αύξηση της φαρμακευτικής και νοσοκομειακής δαπάνης κτλ.).
Οι φυσικές παραλαβές εξοπλιστικών προγραμμάτων εκτιμάται πως θα αυξηθούν κατά 0,86 δισ. ευρώ το 2025, επιπλέον 0,48 δισ. ευρώ το 2026, επιπλέον 0,16 δισ. ευρώ το 2027 και να μείνουν σταθερές το 2028.
Κάπως έτσι διατηρείται ένα δημοσιονομικό περιθώριο ύψους έως 1 δισ. ευρώ ετησίως, κατά μέσο όρο, για εφαρμογή επιπλέον μέτρων πολιτικής είτε από την πλευρά αύξησης των δαπανών, είτε από την πλευρά μείωσης των εσόδων.
Όμως μεγάλο μέρος αυτού του 1 δισ. έχει ήδη εξαγγελθεί μετά και από το τελευταίο πακέτο μέτρων που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός της ΔΕΘ. Για παράδειγμα, μόνο για το 2026 η ετήσια αύξηση δαπανών φτάνει τα 3,6 δισ. ευρώ από τα συνολικά 3,7 δισ. που είναι διαθέσιμα. Μένουν δηλαδή «αδιάθετα» μόλις 100 εκατ. ευρώ.
Έτσι, στην πραγματικότητα το ποσο που είναι διαθέσιμο για επιπλέον παροχές είναι πιο κοντά στα 500 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο μέχρι και το 2028. Βέβαια χώρος για επιπλέον παροχές μπορεί να βρεθεί και από την εξοικονόμηση δαπανών του κράτους σε άλλα μέτωπα, μέσω της επισκόπησης δαπανών.