Τα τελευταία χρόνια ο αγροτικός τομέας συρρικνώνεται με όλο και ταχύτερους ρυθμούς. Οι κύριοι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την κατάσταση είναι το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι αλλαγές στο καθεστώς των κοινοτικών επιδοτήσεων και η μείωση των εισοδημάτων των παραγωγών.
Το κόστος παραγωγής μετά την πανδημία του Covid και την έναρξη του ρωσο-ουκρανικού πολέμου έχει εκτιναχθεί και παραμένει ψηλά για τα περισσότερα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα. Αυτό το αυξημένο κόστος παραγωγής αποτελεί ίσως το σημαντικότερο εμπόδιο για τους μικρομεσαίους αγρότες. Οι τιμές των αγροεφοδίων, όπως λιπάσματα, σπόροι και καύσιμα, έχουν αυξηθεί σημαντικά, τα τελευταία χρόνια, καθιστώντας δύσκολη την κάλυψη των εξόδων παραγωγής. Επιπλέον, οι αυξημένες τιμές ενέργειας επηρεάζουν το κόστος άρδευσης και μεταφοράς των προϊόντων, επιβαρύνοντας περαιτέρω τους παραγωγούς.
Επιπλέον, οι αλλαγές στο καθεστώς των κοινοτικών επιδοτήσεων αποτελούν επίσης κρίσιμο παράγοντα. Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία και είναι σε ισχύ από το 2023, έχει εισάγει τροποποιήσεις στις επιδοτήσεις, με έμφαση σε περιβαλλοντικά κριτήρια και βιώσιμες πρακτικές. Αν και αυτές οι αλλαγές στοχεύουν στη βελτίωση της περιβαλλοντικής απόδοσης, πολλοί μικροί και μεσαίοι αγρότες δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, με αποτέλεσμα να χάνουν σημαντικό ποσοστό από τις επιδοτήσεις που λάμβαναν μέχρι και το 2022. Οι επιδοτήσεις αυτές αποτελούν για πολλούς από αυτούς σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους και δίνονται κυρίως για να μειωθεί το κόστος παραγωγής, έτσι ώστε τελικά να μπορεί να απολαμβάνει ο καταναλωτής φθηνά προϊόντα στο ράφι.
Επίσης, οι μικρομεσαίοι αγρότες δεν έχουν όπως συμβαίνει σε κάθε παρόμοιου μεγέθους αγορά, διαπραγματευτική δύναμη, όσων αφορά τις τιμές πώλησης των προϊόντων τους και επιπλέον, η έλλειψη πρόσβασης σε αγορές καθιστούν δύσκολη την επίτευξη καλύτερων τιμών για τα προϊόντα τους. Οι χαμηλές τιμές πώλησης των αγροτικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τον ανταγωνισμό από μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις και εισαγόμενα προϊόντα, μειώνουν τα κέρδη των μικρών παραγωγών χρόνο με το χρόνο.
Το αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι να οδηγούνται πολλοί μικροί αγρότες στην εγκατάλειψη του επαγγέλματος, αναζητώντας εναλλακτικές πηγές εισοδήματος. Η μείωση του αριθμού των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων έχει ευρύτερες επιπτώσεις στην αγροτική οικονομία και την κοινωνία, καθώς επηρεάζει την τοπική ανάπτυξη και την απασχόληση, ιδιαίτερα σε περιοχές που ο αγροτικός τομέας αποτελεί σημαντικό ποσοστό της οικονομίας.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, προτείνονται διάφορες λύσεις από πολλούς ειδικούς του κλάδου. Η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των μικρών αγροτών, μέσω συνεταιρισμών ή ομάδων παραγωγών, μπορεί να βελτιώσει την πρόσβασή τους σε αγορές και να μειώσει το κόστος παραγωγής.
Επιπλέον, η εκπαίδευση και η παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σχετικά με βιώσιμες γεωργικές πρακτικές και νέες τεχνολογίες μπορούν να βοηθήσουν τους αγρότες να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις της αγοράς και της ΚΑΠ. Η υποστήριξη από την πολιτεία είναι επίσης απαραίτητη. Η εφαρμογή πολιτικών που προωθούν τη βιώσιμη γεωργία, την προστασία του περιβάλλοντος και την ενίσχυση των μικρών αγροτών μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση του αγροτικού τομέα και στην αποτροπή της εγκατάλειψης της υπαίθρου. Επιπλέον, η βελτίωση των υποδομών, όπως οι αγροτικοί δρόμοι και τα αρδευτικά συστήματα, μπορεί να μειώσει το κόστος παραγωγής και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των μικρών αγροτών.
Όπως και να έχει, η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων απαιτεί συντονισμένες προσπάθειες από τους ίδιους τους αγρότες, την πολιτεία και την κοινωνία, με στόχο τη διατήρηση της αγροτικής παραγωγής και της ζωής στην ύπαιθρο.
Ιδιαίτερα για τη χώρα μας, ο μικρομεσαίος αγρότης είναι η «ραχοκοκαλιά» του Ελληνικού Αγροτικού Τομέα και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής...