Εξαγωγικό πρόσημο για πρώτη φορά έπειτα από δύο και πλέον 10ετίες απέκτησε το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα, με το ισοζύγιο εξαγωγών – εισαγωγών να «κλείνει» έστω και οριακά θετικό, με πλεόνασμα των πρώτων κατά 22 γιγαβατώρες σύμφωνα με το δελτίο του ΑΔΜΗΕ για τον Δεκέμβριο, το οποίο περιλαμβάνει επίσης συγκεντρωτικά στοιχεία για όλο το έτος. Σχετική αναφορά έκανε χθες και ο υπουργός ΠΕΝ, Θεόδωρος Σκυλακάκης, στο περιθώριο της παρουσίασης των επτά προγραμμάτων ενεργειακής αναβάθμισης.
Με βάση ειδικούς του κλάδου, πρόκειται για ορόσημο για τη χώρα μας, καθώς εγκαινιάζει τη μετατροπή της Ελλάδας σε «καθαρό» εξαγωγέα ενέργειας. Κι αυτό γιατί το οριακό ισοζύγιο του 2024 έρχεται έπειτα από εισαγωγές 4.900 γιγαβατώρων μόλις ένα χρόνο νωρίτερα και -το κυριότερο- αναμένεται να διευρυνθεί στο προσεχές μέλλον, με τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που οδεύουν εκτός συνόρων να αυξάνονται τα επόμενα χρόνια.
Όπως συμπληρώνουν οι αναλυτές, η αιτία είναι πως οι αλλαγές των πόρων παραγωγής οδηγούν και σε αλλαγές στις διασυνοριακές ροές της ηλεκτρικής ενέργειας. Έτσι, σε μία περίοδο όπου τα ηλεκτρικά συστήματα όλων των ευρωπαϊκών κρατών μετασχηματίζονται, ώστε να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα, η πρωτοκαθεδρία της Ελλάδας (τουλάχιστον στα Βαλκάνια) όσον αφορά τις επενδύσεις στις ΑΠΕ αποτελεί το βασικό «όχημα» ώστε μέρος της παραγωγής της να καλύπτει πλέον ανάγκες των γειτονικών αγορών.
Αντίτιμο στο κόστος
Την ίδια στιγμή όμως, όπως ανέφερε χθες ο κ. Σκυλακάκης, αυτό το επίτευγμα έχει αρνητικές συνέπειες στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Κι αυτό γιατί «βρισκόμαστε σε μία γειτονιά που είναι η ακριβότερη της Ευρώπης», όπως σημείωσε χαρακτηριστικά. Ως συνέπεια, αντί οι εξαγωγές να ρίχνουν τις τιμές, τις αυξάνουν.
«Είναι σαν να τιμωρούνται αυτοί που έχουν καλύτερες επιδόσεις στην ενεργειακή μετάβαση (που εγκαθιστούν ΑΠΕ πιο ανταγωνιστικά, που έχουν καινούριες μονάδες αερίου, που έχουν περισσότερες διασυνδέσεις), γιατί βρίσκονται στη λάθος γειτονιά», συμπλήρωσε. Όπως υπογράμμισε, πρόκειται για μία αδυναμία που οφείλεται στο ότι δεν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό ηλεκτρικό σύστημα.
Όπως έχει αναφέρει στο παρελθόν ο υπουργός, η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας μόνο κατ' όνομα είναι ενιαία, με τη ΝΑ Ευρώπη να εμφανίζει κατά κανόνα υψηλές τιμές, οι οποίες οφείλονται κατά κύριο λόγο στην ελλιπή διασυνδεσιμότητα της Ανατολικής με τη Δυτική Ευρώπη. Πρόκειται για ένα θέμα που με πρωτοβουλία της χώρας μας έχει τεθεί στην Κομισιόν από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, προτείνοντας μία σειρά βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων λύσεων. «Έχουμε βάλει το θέμα στην ατζέντα και θα το προωθήσουμε πολύ περισσότερο το επόμενο διάστημα», σημείωσε χθες στο περιθώριο της εκδήλωσης.
Έως και 20% οι εισαγωγές
Αξίζει να σημειωθεί ότι τις προηγούμενες δεκαετίες το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα ήταν καθαρά εισαγωγικό, δηλαδή σημαντικό μέρος της εγχώριας ζήτησης καλυπτόταν από ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που παράγονταν στις γειτονικές χώρες. Καθώς αυτό σήμαινε μεταξύ άλλων πως η ασφάλεια εφοδιασμού «περνούσε» και από τις εισαγωγές, το ορόσημο του 2024 συνιστά κοσμοϊστορική μεταβολή από την άποψη της ενεργειακής επάρκειας, όπως σημειώνουν οι ίδιοι ειδικοί.
Σύμφωνα με ανάρτηση στο LinkedIn του ενεργειακού σύμβουλου του πρωθυπουργού, Νίκου Τσάφου, πρόκειται για μια αξιοσημείωτη μεταστροφή, με δεδομένο ότι η τελευταία φορά που το ελληνικό ηλεκτρικό σύστημα ήταν καθαρά εξαγωγικό χρονολογείται από το 2.000. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, οι εισαγωγές είχαν σημαντικό μερίδιο στο εγχώριο μίγμα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η χώρα μας εισήγαγε το 2019 περίπου το 20% των ετήσιων αναγκών της σε ρεύμα (10.000 Γιγαβατώρες).
«Πρέπει, βέβαια, να γίνει ακόμη πολλή δουλειά για να μετατραπεί αυτό το πλεονέκτημα σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές. Όμως αυτή η μαζική αλλαγή στο ισοζύγιο με το εξωτερικό σηματοδοτεί τα γερά θεμέλια του ελληνικού συστήματος», προσθέτει ο κ. Τσάφος στην ίδια ανάρτηση.