Πλήρως προεξοφλημένη θεωρείται η μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες από την ΕΚΤ, η πέμπτη στη σειρά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η οικονομία της Ευρωζώνης είναι εξασθενημένη και ο πληθωρισμός οδεύει προς το στόχο του 2%. Ήδη η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ έχει δηλώσει ότι θα συνεχιστούν οι επιτοκιακές μειώσεις, χωρίς ωστόσο να έχει δώσει μία σαφή κατευθυντήρια γραμμή για το τρέχον έτος.
Οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τόσο τη μείωση του Ιανουαρίου όσο και μία μείωση στην επόμενη συνεδρίαση του Μαρτίου, και τις δύο φορές από 25 μονάδες βάσης. Ωστόσο, μετά την σημερινή συνεδρίαση, οπότε το βασικό επιτόκιο καταθέσεων αναμένεται να μειωθεί στο 2,75%, η ΕΚΤ θα μπορούσε να κάνει μία παύση στις επόμενες μία ή δύο συνεδριάσεις για να αξιολογήσει τις υπάρχουσες συνθήκες, όπως αναφέρουν πηγές εκ των έσω της ΕΚΤ. Ο μεγάλος «άγνωστος Χ» είναι η πιθανή επιβολή δασμών από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, ωστόσο οι πηγές της ΕΚΤ επικαλούνται ακόμη έναν λόγο.
Πρωτίστως, υπάρχουν κάποια θετικά σημάδια μέσα στο γενικότερο θολό οικονομικό τοπίο της Ευρωζώνης και παρά τα βαριά διαρθρωτικά προβλήματα του πυρήνα και δη της Γερμανίας. Η ανεργία στην Ισπανία υποχώρησε σε χαμηλό 16 ετών, στο 10,61%, στο τέταρτο τρίμηνο του 2024, τη στιγμή που μέχρι πρότινος είχε ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωζώνη μαζί με την Ελλάδα. Eπιπλέον, η οικονομία της, με μία από τις καλύτερες επιδόσεις στην Ευρωζώνη, συνέχισε να αναπτύσσεται σταθερά στα τέλη του 2024, παρατείνοντας τον κύκλο ανάπτυξης των τελευταίων τεσσάρων ετών. Καθ΄όλη τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, αναπτύχθηκε με ρυθμό 3,2%.
Ο βασικός λόγος ωστόσο είναι οι απρόβλεπτες πολιτικές δασμών και φορολογικών μειώσεων του Ντόναλντ Τραμπ, που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν πληθωριστικές πιέσεις. Παρότι η Λαγκάρντ είχε πει πρόσφατα ότι δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για τις πληθωριστικές πιέσεις που θα μπορούσαν να «εξαχθούν» από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, είναι ένα θέμα που παρακολουθεί στενά, ειδικά για τον αντίκτυπο στην αγορά συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεδομένου ότι η Ευρωζώνη είναι καθαρός εισαγωγός ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου αμερικανικού LNG.
Όλα αυτά λοιπόν σημαίνουν ότι μετά τον Ιανουάριο, η ΕΚΤ θα μπορούσε να κάνει μία παύση διατηρώντας στάση αναμονής, προκειμένου να αξιολογήσει τις πολιτικές κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ που θα ξετυλίγονται στο μεταξύ, όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές.
Οικονομολόγοι που συμμετείχαν σε έρευνα του Bloomberg εκτιμούν ότι τα πράγματα ενδεχομένως να γίνουν πιο δύσκολα από τον Απρίλιο και μετά, εάν ο νέος Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ προχωρήσει, όπως έχει απειλήσει, σε επιβολή ενός καθολικού δασμού έως 20% σε όλα τα εισαγόμενα αγαθά στις ΗΠΑ, πυροδοτώντας νέο κύμα πληθωρισμού.
H πλειονότητα των αξιωματούχων της ΕΚΤ βλέπουν το ουδέτερο επιτόκιο - αυτό που δεν στηρίζει ούτε και περιορίζει την ανάπτυξη - στο 2% έως 2,25%, όμως όταν το βασικό επιτόκιο καταθέσεων φθάσει στο 2,5% ενδεχομένως να ανοίξει μία μεγάλη συζήτηση για το που θα πρέπει να σταματήσουν οι επιτοκιακές μειώσεις. Οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ δεν είναι σίγουροι ότι η επιστροφή του πληθωρισμού προς το στόχο του 2% δεν θα διαταραχθεί από τις εμπορικές πολιτικές του Τραμπ.
Στην τελευταία τριμηνιαία έρευνα της ΕΚΤ για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση έδειξε συνεχιζόμενες ανησυχίες για τον πληθωρισμό. Οι επιχειρήσεις βλέπουν τις τιμές να αυξάνονται κατά 3% σε ένα, τρία και πέντε έτη, πολύ περισσότερο σε σχέση με τον τελευταίο γύρο.
Αναζητώντας λεπτές ισορροπίες
Όλη αυτή η αβεβαιότητα σημαίνει ότι η Κριστίν Λαγκάρντ δεν θα δεσμευθεί για τις μελλοντικές κινήσεις, παρότι πολλοί συνάδελφοί της έχουν δώσει σήμα και για νέα μείωση το Μάρτιο. Η ελπίδα είναι ότι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα δώσει ανάσα στην οικονομία, την ώρα που η πολιτική αβεβαιότητα στις δύο κορυφαίες οικονομίες του ευρώ επηρεάζει καταναλωτές και επιχειρήσεις.
Η νέα μείωση από την ΕΚΤ θα λάβει χώρα παρότι η Fed δεν έκανε κίνηση μείωσης στη συνεδρίασή της χτες το βράδυ. Και οι δύο κεντρικές τράπεζες ανησυχούν για τα οικονομικά σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ, με τους διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης να προσπαθούν να ισορροπήσουν αφενός τις προειδοποιήσεις ότι πιθανοί δασμοί των ΗΠΑ θα μπορούσαν να κάμψουν τις εξαγωγές και την οικονομία γενικότερα και αφετέρου τους φόβους για τις τιμές του κλάδου υπηρεσιών που εξακολουθούν να είναι διπλάσιες του στόχου του 2%.
Οικονομολόγοι στην έρευνα του Bloomberg εξακολουθούν να περιμένουν μειώσεις επιτοκίων σε καθεμία από τις τέσσερις συνεδριάσεις έως τον Ιούνιο. Ωστόσο, οι traders έχουν περιορίσει τα στοιχήματά τους και προεξοφλούν τώρα τρεις μειώσεις στο πρώτο εξάμηνο, με πιθανή παύση τον Απρίλιο. Εφεξής δίδουν μία πιθανότητα 75% για μία ακόμη μείωση έως τα τέλη του 2025.
Αξιωματούχοι της ΕΚΤ έχουν εκφράσει αποκλίνουσες απόψεις για το πόσο μακριά είναι αποφασισμένοι να φθάσουν με τις επιτοκιακές μειώσεις. Τα λεγόμενα «περιστέρια», μεταξύ των οποίων ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας και ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης Βιλερουά ντε Γκαλό, βλέπουν το βασικό επιτόκιο καταθέσεων στο 2% έως τον Ιούνιο – σενάριο που τα «γεράκια», όπως ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης Κλάας Νοτ, δεν συμμερίζονται. Η ίδια η Λαγκάρντ έχει μείνει εκτός της συζήτησης αυτής.
Περιμένοντας τα στοιχεία για το ΑΕΠ δ’ τριμήνου
Παρότι τα στοιχεία για την επιχειρηματική δραστηριότητα Ιανουαρίου της S&P Global έδωσαν θετικό τόνο, η κατάσταση δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί και οι προοπτικές προδιαγράφονται αβέβαιες. Οι προοπτικές για τη γερμανική οικονομία έχουν αναθεωρηθεί καθοδικά λίγο πριν από τις εκλογές της 23ης Φεβρουαρίου, με τη γερμανική κυβέρνηση να προβλέπει για φέτος ανάπτυξη μόλις 0,3% από 1,1% νωρίτερα, ενώ εγκυμονεί ο κίνδυνος οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ για ανάπτυξη 1,1% για φέτος στην Ευρωζώνη να αναθεωρηθούν επί τα χείρω.
Ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, απέδωσε την εξασθένηση στις παγκόσμιες κρίσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες, όπως σημείωσε, έπληξαν τη βιομηχανία και τις εξαγωγές. Η ένωση βιομηχάνων ωστόσο έκανε λόγο για εγχώρια προβλήματα και για μία σειρά από διαρθρωτικές αδυναμίες που συσσωρεύθηκαν από το 2018 και καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει.
«Η αβεβαιότητα επισκιάζει την οικονομία της Ευρώπης. Σε ένα περιβάλλον όπου οι επιχειρήσεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με δασμούς, θα ήταν φυσικό να αναβάλουν ή να καθυστερήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Οι εξασθενημένες επενδύσεις, με τη σειρά τους, θα επηρεάσουν τη δυναμική ανάπτυξης στην Ευρώπη, δημιουργώντας ένα αρνητικό σπιράλ», αναφέρει στο Bloomberg η Καταρίν Νέις της PGIM.
Κίνδυνοι και για τον πληθωρισμό
Ο πληθωρισμός είναι ακόμη ένα θέμα, παρότι η ΕΚΤ τον βλέπει να φθάνει σύντομα στο στόχο του 2%. Οι αξιωματούχοι της έσπευσαν να υποβαθμίσουν την άνοδο του Δεκεμβρίου στο 2,4%, σημειώνοντας ότι ήταν αναμενόμενη, παρότι υπογράμμισαν ότι οι υψηλές τιμές υπηρεσιών εξακολουθούν να συνιστούν λόγο ανησυχίας.
Την ίδια στιγμή, η πρόσφατη άνοδος των τιμών ενέργειας λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι οι ανοδικοί κίνδυνοι παραμονεύουν.
Αξιωματούχοι της ΕΚΤ που συμμετείχαν στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός την προηγούμενη εβδομάδα εξέφρασαν τις ανησυχίες τους για άσκηση επιπλέον πιέσεων από το γηράσκοντα πληθυσμό, τις τεχνολογικές αλλαγές και την αποσπασματικότητα που προκαλούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις.
Εν τω μεταξύ, οι οικονομολόγοι στην τελευταία έρευνα του Bloomberg – και αυτό συνιστά αλλαγή στάσης σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα – εμφανίζονται πιο ανήσυχοι ότι η ΕΚΤ μάλλον θα ξεπεράσει το στόχο του 2% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, αντί για ένα ποσοστό κάτω από το 2%.
«Ωστόσο, οι κίνδυνοι έχουν μετατοπιστεί κυρίως προς την οικονομία της Ευρωζώνης και όχι τον πληθωρισμό. Η ΕΚΤ μπορεί και θα πρέπει να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια για να στηρίξει την ανάπτυξη», δηλώνει στο Reuters o Tζάρι Στεν, επικεφαλής οικονομολόγος της Goldman Sachs.
Γερμανία και Γαλλία ευθύνονται τα μέγιστα για τη σημερινή αδύναμη κατάσταση της Ευρωζώνης, όμως είναι και η Ιρλανδία που παρουσίασε απρόσμενη εξασθένηση. Ο πάλαι ποτέ "κέλτικος τίγρης", που αποτελεί και φορολογική βάση για τις αμερικανικές πολυεθνικές, "είδε" την οικονομία του να συρρικνώνεται ξαφνικά 1,3% στο τελευταίο τρίμηνο του 2024 μετά την αύξηση 3,5% του τρίτου τριμήνου, σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της χώρας.