Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται από τη θυγατρική του ΑΔΜΗΕ, Ariadne Interconnection, οι δοκιμές της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης-Αττικής, με σκοπό από το επόμενο καλοκαίρι το έργο να ξεκινήσει να συμβάλλει στην κάλυψη των αναγκών του νησιού σε ρεύμα, μεταφέροντας ηλεκτρική ενέργεια από το ηπειρωτικό δίκτυο.
Η διασύνδεση ξεχωρίζει διεθνώς για τα τεχνικά της χαρακτηριστικά, τα οποία την κατατάσσουν στα κορυφαία ανάλογα πρότζεκτ στον κόσμο. Πλέον, όμως, έχει στο ενεργητικό της και μία ακόμη διεθνή διάκριση: τον χρόνο ρεκόρ στον οποίο ολοκληρώθηκε η κατασκευή της.
Υπενθυμίζεται ότι οι εργασίες υλοποίησης της «μεγάλης» διασύνδεσης (όπως είναι γνωστή) έφτασαν στο τέλος τους τον Δεκέμβριο του 2024, δηλαδή μόλις 4,5 χρόνια από τη συμβασιοποίησή της. Η «επίδοση» αυτή αποτελεί πρωτιά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς για να υλοποιηθούν ανάλογα έργα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, χρειάστηκε αισθητά μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Ανάλογα έργα στην Ευρώπη
Υπενθυμίζεται ότι οι συμβάσεις με τους αναδόχους (που προέκυψαν από διεθνείς διαγωνισμούς) υπογράφηκαν το καλοκαίρι του 2020, με την κοινοπραξία ΤΕΡΝΑ-Siemens να αναλαμβάνει τους σταθμούς μετατροπής και τις Prysmian & Nexans τα δύο υποβρύχια καλώδια.
Αξίζει να σημειωθεί πως το επίτευγμα της Ariadne Interconnection γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, αν ληφθεί υπόψη πως η υλοποίηση του έργου συνέπεσε χρονικά με μεγάλες προκλήσεις, όπως η πανδημία και οι διαταραχές της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Προκλήσεις που, όπως είναι φυσικό, επηρέασαν αρνητικά την εξέλιξη των εργασιών.
Ωστόσο, η θυγατρική του ΑΔΜΗΕ κατάφερε να «κόψει το νήμα» νωρίτερα, συγκριτικά με άλλες ηλεκτρικές διασυνδέσεις παρόμοιων χαρακτηριστικών, οι οποίες κατασκευάστηκαν ή βρίσκονται υπό κατασκευή αυτή την περίοδο στην Ευρώπη. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ηλεκτρική διασύνδεση Μαυροβουνίου-Ιταλίας (MON.ITA), μήκους 445 χιλιομέτρων, για την οποία απαιτήθηκαν πάνω από επτά χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Ανάλογη είναι η εικόνα και με τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις Γερμανίας - Νορβηγίας (NORD.LINK) και Ηνωμένου Βασιλείου - Νορβηγίας (NSL), δύο έργα ανάλογης τεχνολογίας με το Κρήτη – Αττική και μήκους 623 και 730 χιλιομέτρων, αντίστοιχα. Από τη συμβασιοποίηση μέχρι την έναρξη εμπορικής λειτουργίας, και για τα δύο έργα χρειάστηκε ένα χρονικό διάστημα 6 ετών περίπου.
Οι δοκιμές
Το πέρας της κατασκευής σηματοδότησε την έναρξη των λειτουργικών δοκιμών, οι οποίες θα πιστοποιήσουν πως η διασύνδεση μπορεί να τεθεί σε λειτουργία. Ορόσημο στα τεστ αποτέλεσε η πρόσφατη ολοκλήρωση με επιτυχία των ηλεκτρικών καλωδίων του έργου.
Με αυτή την τεχνική δοκιμή (που ονομάζεται SAT - Site Acceptance Test) οι μηχανικοί της Αριάδνης επαλήθευσαν πως τα καλώδια λειτουργούν σωστά σε όλο το μήκος τους (τόσο τα υποθαλάσσια, όσο και τα χερσαία τμήματα). Για αυτό τον σκοπό, φόρτισαν τους δύο πόλους του καλωδιακού συστήματος, συνολικού μήκους 380 χλμ., από τη μία άκρη της διασύνδεσης μέχρι την άλλη (δηλαδή από τον Σταθμό Μετατροπής Κουμουνδούρου, μέχρι τον Σταθμό Μετατροπής στη Δαμάστα στην Κρήτη).
Πλέον βρίσκονται σε εξέλιξη οι λειτουργικές δοκιμές όλων των υποσυστημάτων της διασύνδεσης. Με την ολοκλήρωσή τους, θα ακολουθήσουν οι δοκιμές αποδοχής συστήματος, που αποτελούν τον τελικό και πιο κρίσιμο έλεγχο πριν την έναρξη της δοκιμαστικής λειτουργίας των Σταθμών Μετατροπής. Αν όλα αυτά τα τεστ στεφθούν με επιτυχία, τότε θα ανοίξει ο δρόμος ώστε από το καλοκαίρι η νέα αυτή «ηλεκτρική λεωφόρος» να ξεκινήσει να μεταφέρει ενέργεια στο νησί.
Άνω του 1,1 δισ. ο προϋπολογισμός
Με προϋπολογισμό που υπερβαίνει το 1,1 δισ. ευρώ, η ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης-Αττικής είναι το μεγαλύτερο και πιο πολύπλοκο έργο μεταφοράς ηλεκτρικής Ενέργειας στη χώρα μας. Χρησιμοποιεί την τεχνολογία αιχμής συνεχούς ρεύματος διπολικής σχεδίασης και ονομαστικής ισχύος (2x500MW) καθώς και Voltage Source Converter (VSC) στους Σταθμούς Μετατροπής.
Υψηλή θέση έχει όμως στον διεθνή χάρτη των διασυνδέσεων, καθώς συγκαταλέγεται στις 3 βαθύτερες διασυνδέσεις παγκοσμίως, ενώ κατατάσσεται στην κορυφή όσον αφορά της μεταφορική ικανότητα ισχύος σε νησιωτικό σύστημα (1.000MW) μαζί με τη διασύνδεση της Σαρδηνίας.
Το έργο συνιστά τη δεύτερη φάση διασύνδεσης της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα. Σε συνδυασμό με τη διασύνδεση Κρήτη – Πελοπόννησος, που έχει προηγηθεί, θα άρει την ηλεκτρική απομόνωση του νησιού και θα εξασφαλίσει την ενεργειακή του ασφάλεια. Παράλληλα, μέσω της οριστικής παύσης λειτουργίας των τοπικών συμβατικών μονάδων παραγωγής, θα επιτευχθεί σημαντική μείωση εκπομπών CO2 που ξεπερνά τους 500.000 τόνους ετησίως.
Εξίσου σημαντικά θα είναι τα οικονομικά οφέλη, ξεκινώντας κατ΄ αρχάς από το γεγονός ότι θα ανοίξει τον δρόμο για ελάττωση των χρεώσεων για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ), μειώνοντας την επιβάρυνση των καταναλωτών σε όλη τη χώρα. Παράλληλα, θα συμβάλει στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη της Κρήτης με την ισχυροποίηση του ηλεκτρικού δικτύου, δημιουργώντας έτσι νέες θέσεις εργασίας, ενώ θα επιτρέψει να εγκατασταθούν νέες μονάδες ΑΠΕ στο νησί.