Ο «Δρόμος του Μεταξιού», η κινέζικη στρατηγική για παγκόσμιο οικονομικό «άνοιγμα» μέσω ενός δικτύου εμπορικών συναλλαγών και επενδύσεων που περιλαμβάνει την Ασία, την Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο έχει ως βασικό «σταθμό» την Ελλάδα αρχής γενομένης από το λιμάνι του Πειραιά.
H οικονομική επεκτατική πολιτική της Κίνας έχει θορυβήσει τους «δυνατούς» της Ευρώπης ενώ ανησυχία προκαλεί και το άνοιγμα προς την Ελλάδα καθώς κάποιοι θεωρούν ότι μειώνεται η ανεξαρτησία της χώρας.
Ωστόσο, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, η Κίνα το μόνο που κάνει στην περίπτωση της Ελλάδας είναι να «περπατάει επάνω στο χαλί που έστρωσε η Ευρώπη». Οι δανειστές ζήτησαν ιδιωτικοποιήσεις και επενδύσεις. Και η Κίνα ήρθε να επενδύσει γιατί φυσικά τα ποσοστά των επιχειρήσεων, τα οποία οι δανειστές απαιτούν να παραχωρηθούν πρέπει να έχουν και ένα αγοραστικό κοινό. Ένα ένθερμο αγοραστικό κοινό δείχνουν να αποτελούν οι δημόσιες και ιδιωτικές κινέζικες επιχειρήσεις. Η Κίνα θέλει να επενδύσεις και να ενταχθεί στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι και αυτό είναι μάλλον ο βασικός της στόχος και όχι τόσο να δημιουργήσει πολιτικές ή γεωπολιτικές αναταραχές.
Άλλωστε όταν η Ελλάδα ζήτησε οικονομική βοήθεια το 2015 από την Κίνα και τη Ρωσία καμία χώρα από τις δύο δεν δέχθηκε να τη χορηγήσει, κυρίως για λόγους διπλωματίας και ισορροπιών με ΗΠΑ και ΕΕ.
Το σχέδιο της Κίνας
Η στρατηγική «One Belt One Road»(OBOR) ξεκίνησε από τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ το 2013 και από τότε περισσότερες από 40 χώρες και φορείς έχουν συνάψει σχετικές συμφωνίες.
Πέρυσι οι άμεσες κινεζικές επενδύσεις στις 53 χώρες κατά μήκος των οδών του μεταξιού ανήλθαν σε 14,53 δισ. δολάρια. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, η οποία αποτελεί έναν ελκυστικό προορισμό λόγω των ιδιαίτερων οικονομικο-πολιτικών συνθηκών.
Η Κίνα επιδιώκει να δημιουργήσει βάσεις είτε σε κράτη που βρίσκονται υπό επιτήρηση και επομένως συχνά δεν αποτελούν ελκυστικούς επενδυτικούς προορισμούς, σε κράτη τα οποία είναι «πέρασμα» ή/και σε χώρες οι οποίες πωλούν φθηνά γη, ακίνητα, επιχειρήσεις και εργατικά χέρια και «διψούν» για επενδύσεις. Η Ελλάδα συγκεντρώνει τα περισσότερα από αυτά τα χαρακτηριστικά και μαζί με αυτήν άλλες βαλκανικές χώρες όπως είναι η Σερβία, η ΠΓΔΜ, η Ουγγαρία, η Αλβανία. Μέσω αυτών των κρατών η Κίνα τοποθετείται στο κέντρο των εξελίξεων και προωθεί επενδύσεις κυρίως στον κλάδο των μεταφορών, των δικτύων και των υποδομών ενώ οι τράπεζές της χορηγούν φθηνά δάνεια σε εγχώριες επιχειρήσεις. Πρόκειται για μια μακροπρόθεσμη πολιτική, η οποία ωστόσο εξελίσσεται με πολύ γοργούς ρυθμούς, έχει στρατηγική και χαρακτηρίζεται από καινοτομία. Στο πλαίσιο αυτό στο φόρουμ που διοργανώθηκε το Μάιο στο Πεκίνο υπεγράφησαν εμπορικές συμφωνίες με πάνω από 30 κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Σύμφωνα με σχετική ανάλυση που εκπόνησε ο Dr. Jens Bastian για λογαριασμό της EBRD, «χώρες όπως η Ελλάδα, Ουγγαρία, η Αλβανία, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βοσνία και Ερζεγοβίνη και η ΠΓΔΜ κάνουν παραχωρήσεις στους Κινέζους επενδυτές και δανειστές κυρίως επειδή θέλουν η Κίνα να εμπλακεί στις οικονομίες τους. Για τα βαλκανικά κράτη αυτή η «εμπλοκή» μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αντίβαρο στην ρωσική και τουρκική διείσδυση ή ακόμη, μπορεί να αποτελεί και μια εναλλακτική για τις ευρωπαϊκές επενδυτικές προοπτικές . . . Καθώς αυτά τα κράτη έχουν ανάγκη να βελτιώσουν τις εξαγωγικές τους δυνατότητες και να προσελκύσουν ξένες επενδύσεις «βλέπουν» στην Κίνα μια ευκαιρία ενώ παράλληλα προσπαθούν να υποβαθμίσουν την αίσθηση του ρίσκου και της εξάρτησης που μπορεί να δημιουργηθεί», σημειώνει η μελέτη.
Κάποιοι μάλιστα θεωρούν ότι η Ελλάδα αποτελεί τον «Δούρειο Ίππο» της Κίνας στην ΕΕ ενώ ακούστηκε και η άποψη ότι η Ελλάδα κάνει «χατίρια» στην Κίνα όπως ήταν το βέτο που έθεσε στις 19 Ιουνίου όταν η ΕΕ ήθελε να συντάξει κοινό ανακοινωθέν με το οποίο θα καταδίκαζε τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα. Ωστόσο, ο Dr. Γιώργος Τζογόπουλος ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη γαλλική εφημερίδα Le Monde για το θέμα της κινεζικής οικονομικής επέκτασης ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν είναι για τους Κινέζους τίποτα άλλο παρά ένα μικροσκοπικό κομμάτι. «Η Ελλάδα δεν είναι για τους Κινέζους παρά ένα μικροσκοπικό κομμάτι της εξωτερικής τους πολιτικής, η οποία είναι πολύ πιο ευρεία και με ποικίλους αντικειμενικούς στόχους. Η Κίνα ενδιαφέρεται για την Ελλάδα μόνο εφόσον η θέση της τελευταίας είναι εξασφαλισμένη εντός της ζώνης του ευρώ. Εξάλλου, η Κίνα προσεγγίζει τη Μεσόγειο στο σύνολό της: Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Τουρκία, Ισραήλ, Λίβανος, Αίγυπτος, Αλγερία, Μαρόκο και Τυνησία, για να επενδύσει στα λιμάνια (η COSCO είναι παρούσα σε Ελλάδα, Ιταλία, Τουρκία και Γαλλία), στην ενέργεια (Ελλάδα, Αίγυπτος, Αλβανία), στον πολιτισμό, στον τουρισμό, στο σιδηροδρομικό δίκτυο και πλήθος άλλων υποδομών», ανέφερε.
Ευρωπαϊκά «αγκάθια» στο δρόμο του μεταξιού
Η «εξάρτηση» που μπορεί να δημιουργήσει η κινεζική οικονομική επεκτατική πολιτική στα κράτη με τα οποία συνεργάζεται και αναπτύσσει στενές εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις έχει θορυβήσει κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως τη Γερμανία και τη Γαλλία.
Ο Γάλλος πρόεδρος, Εμανουέλ Μακρόν, ζήτησε από τις Βρυξέλλες να ληφθούν μέτρα για τον έλεγχο των ξένων εξαγορών στην ΕΕ, ώστε να προστατεύουν τους στρατηγικούς τομείς ενώ η Γερμανίδα καγκελάριος, Άνγκελα Μέρκελ, με αφορμή την κινεζική επενδυτική πολιτική δήλωσε πως, «αν χώρες, όπως η Κίνα, θέλουν απλώς να αγοράσουν αυτό που δημιουργείται χάρη σε σημαντικές επιδοτήσεις, τότε οφείλουμε να αντιδράσουμε».
Η ανησυχία της Γερμανίας δεν είναι αδικαιολόγητη καθώς το 2016, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης διαπίστωσε τη μεταφορά τεχνολογιών «made in Germany» κατά την εξαγορά της γερμανικής εταιρείας κατασκευής ρομπότ Kuka από τη γιγάντια κινεζική εταιρεία ηλεκτρικών οικιακών συσκευών Midea.
Ωστόσο, η ιδέα της Γαλλίας και της Γερμανίας για φρένο στην κινεζική πολιτική δεν βρήκε ευήκοα ώτα σε όλα τα μέλη της ΕΕ και χώρς της Μεσογείου όπως είναι η Πορτογαλία και η Ισπανία (και η Ελλάδα) δεν έδειξαν να ενστερνίζονται την ιδέα περιορισμού της κινεζικής οικονομικής πολιτικής καθώς θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα εμποδίσει τις ξένες επενδύσεις στη Μεσόγειο.
Οι επενδύσεις στην Ελλάδα
Στο επίκεντρο του κινεζικού ενδιαφέροντος βρίσκονται νευραλγικοί τομείς της ελληνικής οικονομίας όπως είναι η ενέργεια, ο τουρισμός, οι μεταφορές και οι τηλεπικοινωνίες. Η δυναμική αρχή είχε γίνει με την Cosco στο λιμάνι του Πειραιά με την αρχική συμφωνία να υπογράφεται το 2008 έναντι 280,5 εκατομμυρίων ευρώ προκειμένου να παραχωρηθεί στους Κινέζους το 51% του ΟΛΠ.
Στις μεταφορές και τον τουρισμό υπάρχουν πολύ πρόσφατες εξελίξεις. Το φθινόπωρο του 2017 η Air China ξεκινά απευθείας πτήσεις μεταξύ Πεκίνου-Αθήνας ενώ υπάρχει πλαίσιο συνεργασίας για επιβίβαση Κινέζων σε κρουαζιερόπλοια που θα αράζουν στο λιμάνι του Πειραιά. Για τον ίδιο λόγο έχει υπογραφεί και συμφωνία με την αεροπορική China Eastern Airlines με πτήσεις τσάρτερ που θα εξυπηρετούν Κινέζους τουρίστες προς την Ελλάδα. Το Φεβρουάριο του 2017, η China Development Bank ανακοίνωσε ότι θέλει να επεκτείνει την παρουσία της στην Ελλάδα ειδικά στον τομέα χρηματοδότησης υποδομών για την ενέργεια. Αυτό άρχισε να γίνεται πραγματικότητα με την πρόσφατη υπογραφή μνημονίου MOU μεταξύ της τράπεζας και της ΔΕΗ.
Η ΔΕΗ άλλωστε από το 2016 έχει υπογράψει και μνημόνιο συνεργασίας με την κινεζική CMEC για την κατασκευή δεύτερης λιγνιτικής μονάδας στην περιοχή της Φλώρινας ενώ πολύ πρόσφατα, στο πλαίσιο της 82ης ΔΕΘ, η ΔΕΗ υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την επίσης κινεζική Shenhua Group.
Ομοίως, ο κινεζικός κολοσσός State Grid, ο οποίος εξαγόρασε το 24% του ΑΔΜΗΕ έχει αναλάβει επενδύσεις ύψους τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ για τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών συζητείται η προοπτική κινεζικής επένδυσης στην ανάπτυξη ενός δικτύου υψηλών ταχυτήτων νέας γενιάς. Προς αυτή την κατεύθυνση έχει υπογραφεί μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της κινεζικής εταιρείας τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού ΖΤΕ με τη Forthnet για την κατάρτιση σχετικού business plan.
Η χορήγηση της «χρυσής βίζας», η οποία βρίσκει τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στο κινεζικό κοινό αποτελεί ακόμη ένα είδος επένδυσης στα ελληνικά ακίνητα καθώς από τις συνολικά 1.684 άδειες παραμονής που χορηγήθηκαν το πρώτο τετράμηνο του 2017, οι 701 αφορούν σε Κινέζους.
«Σε αντίθεση με πιθανά άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, η Κίνα έχει την οικονομική δυνατότητα και τη διάθεση να αναλάβει το ρίσκο και να κάνει μακροχρόνιες επενδύσεις στην Ελλάδα. Έχει εγκαθιδρύσει αξιόπισες σχέσεις με τις ελληνικές Αρχές και την επιχειρηματική κοινότητα στην Αθήνα. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε σχέση ισχύος σε σύγκριση με άλλους και έχει μεγάλες πιθανότητες να επιλεγεί σε παραχωρήσεις που την ενδιαφέρουν», σημειώνεται στη σχετική ανάλυση που έγινε για λογαριασμό της EBRD.