Η πολιτική διαφάνειας του ΔΝΤ επιτρέπει τη διαγραφή από τα έγγραφα που δημοσιοποιεί πληροφοριών «ευαίσθητων» για τις αγορές και ειδικά αναφορών «προθέσεων πολιτικής» που γνωστοποιούνται πρόωρα από τα κράτη μέλη στο Ταμείο.
Πιο απλά, πολλά κράτη τα οποία είτε εποπτεύονται από το ΔΝΤ στο πλαίσιο προγραμμάτων διάσωσης, είτε ελέγχονται από αυτό μέσω των περιοδικών ελέγχων που διενεργεί στα πλαίσια της μακροοικονομικής εποπτείας, γνωστοποιούν εμπιστευτικά στο Ταμείο τις προθέσεις τους για λήψη μέτρων που εάν κοινοποιηθούν στο κοινό μπορεί να επιδράσουν θετικά ή αρνητικά στις αγορές.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων τα ζητήματα αυτά αφορούν σε αποφάσεις επιτοκιακής πολιτικής και σε ζητήματα σχετικά με το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Το ΔΝΤ μετά από παράκληση των κρατών μελών διαγράφει τις σχετικές αναφορές από τις εκθέσεις του, ενώ κάποιες φορές αυτό γίνεται και μετά από απόφαση των ίδιων των στελεχών του Ταμείου.
Στοιχεία που είδαν χθες το φως της δημοσιότητας δίνουν μια τάξη μεγέθους για το εύρος της «λογοκρισίας» που επιβάλει το ΔΝΤ στα έγγραφα και στις εκθέσεις του.
Το 2016 το ΔΝΤ δημοσιοποίησε 179 εκθέσεις σχετικές με την αξιολόγηση οικονομιών στο πλαίσιο της διαβούλευσης του άρθρου 4 του καταστατικού του, αλλά και εκθέσεις που αναφέρονταν σε κράτη που κάνουν χρήση των πόρων του Ταμείου. Από αυτές τις εκθέσεις οι 12 λογοκρίθηκαν, ήτοι διαγράφηκαν αναφορές εκ των οποίων 4 αφορούσαν σε θέματα συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι 7 ζητήματα σχετικά με τον τραπεζικό τομέα.
Είναι χαρακτηριστικό πως από τις 22 εκθέσεις του ΔΝΤ που αφορούσαν σε κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι 18 περιείχαν διαγραφές αναφορών εκ των οποίων 5 αφορούσαν σε θέματα συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι 18 ζητήματα σχετικά με τον τραπεζικό τομέα. Οι αναφορές αυτές ζητήθηκαν από τα κράτη μέλη και το Ταμείο της υιοθέτησε.
Να σημειωθεί πως το ΔΝΤ έχει τη δυνατότητα να μην αποδεχθεί το αίτημα «λογοκρισίας» από το κράτος μέλος και να αναδιατυπώσει με τέτοιο τρόπο το κείμενο της έκθεσης του ώστε να γίνει αποδεκτό.