Με λίγες μόλις ώρες να απομένουν για το άνοιγμα της κάλπης στις ΗΠΑ, βρίθουν τα σενάρια για το εκλογικό αποτέλεσμα και την επόμενη ημέρα. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν οριακό αποτέλεσμα ανάμεσα στους δύο υποψηφίους ή μικρό προβάδισμα στην Κάμαλα Χάρις με ακραίο σενάριο μία ισοπαλία στους εκλέκτορες.
Για να αναδειχθεί πρόεδρος ένας από τους δύο υποψηφίους στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου θα πρέπει να εξασφαλίσει ο μαγικός αριθμός 270 από ένα σύνολο 538 εκλεκτόρων, ακόμη και εάν δεν έχει κερδίσει τη λαϊκή ψήφο. Για αυτό και η προσοχή στρέφεται σε επτά κρίσιμες πολιτείες - Αριζόνα, Γουισκόνσιν, Πενσυλβάνια, Νεβάδα, Τζόρτζια, Μίσιγκαν και Βόρεια Καρολίνα. Σε όλες η διαφορά είναι στο όριο του στατιστικού λάθους.
- Δείτε επίσης: Πώς εκλέγεται ο Πρόεδρος των ΗΠΑ
H δημοσκόπηση της Des Moines Register/Mediacom δίνει προβάδισμα 3 ποσοστιαίων μονάδων στην Χάρις στην Άιοβα (μία πολιτεία όπου αναμενόταν άνετη επικράτηση του Τραμπ) και η δημοσκόπηση του NBC News που έδειξε μάχη στήθος με στήθος των δύο υποψηφίων.
Ανοιχτό είναι το αποτέλεσμα με βάση και τη δημοσκόπηση των New York Times/Siena College, που δείχνει την Κάμαλα Χάρις να προηγείται οριακά σε Νεβάδα, Βόρεια Καρολίνα και Γουισκόνσιν και τον Τραμπ να έχει ισχνό προβάδισμα στην Αριζόνα.
Πόλωση και απογοήτευση
Και οι δύο υποψήφιοι μιλούν πολύ καλά στο ακροατήριό τους χωρίς να έχουν κάνει μεγάλα λάθη, όμως ο Τραμπ χτυπά ακριβώς εκεί που πονούν οι Δημοκρατικοί, στη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης από τον υψηλό πληθωρισμό. Ο Τραμπ απευθύνεται στους φτωχούς, τους Λευκούς και τους Αμερικανούς χαμηλότερης μόρφωσης, ενώ η Κάμαλα Χάρις αποβλέπει στα πιο μορφωμένα στρώματα και στους έγχρωμους προσπαθώντας να μην αποξενώσει τα τμήματα του αμερικανικού λαού που περίμεναν κάτι περισσότερο από την κυβέρνηση Μπάιντεν αλλά τελικά δεν το πήραν.
Επίσης, το παγκόσμιο σκηνικό συμβάλλει στις εκλογικές εντάσεις και στις δύο πλευρές, σύμφωνα με τον Ρόκι Ραξσκόφκι, Ρεπουμπλικάνο και πρώην μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων του Μίτσιγκαν. «Υπάρχει οικονομική ανησυχία και παγκόσμια αναταραχή με ό,τι συμβαίνει με την Ουκρανία, το Ισραήλ και το Ιράν», ανέφερε σε δηλώσεις του στο Bloomberg. «Υπάρχει επίσης δυσφορία μεταξύ των Δημοκρατικών, ιδιαίτερα των προοδευτικών, ότι το σύστημα δεν λειτουργεί για αυτούς. Και υπάρχει οργή μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων που πιστεύουν ότι το σύστημα της Αμερικής τους αναγκάζει να φύγουν για άλλες χώρες».
Είτε πρόκειται για γεγονότα στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, η αγωνία γύρω από το αποτέλεσμα της κάλπης είναι διάχυτη. Δημοσκόπηση του AP-NORC Centre της 31ης Οκτωβρίου έδειξε ότι επτά στους δέκα Αμερικανούς είτε είναι ανήσυχοι είτε απογοητευμένοι με την προεδρική εκστρατεία του 2024 - ποσοστό ακόμη υψηλότερο από ό,τι στις εκλογές του 2020 που οι ψηφοφόροι είχαν πληγεί από την πανδημία.
Διχαστικές τάσεις και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού
H πόλωση αυτή όμως φαίνεται να μεταφέρεται και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Στις ΗΠΑ, ο Τραμπ είναι ο πιο διχαστικός πολιτικός της εποχής και υπό αυτή την έννοια διαχωρίζει και τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μεταξύ τους, ένας παράγοντας που θα καταστήσει ακόμη πιο δύσκολο τον συντονισμό οποιασδήποτε απάντησης σε επίπεδο ΕΕ για το εμπόριο ή την ασφάλεια.
Ο Τραμπ είναι συντονισμένος σε ένα ευρύτερο κίνημα που χαρακτηρίζεται από συντηρητικές αξίες και έντονη αντίθεση στη μετανάστευση, το οποίο κίνημα επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο στην Ευρώπη.
«Υπάρχει μια ιδεολογική αλληλεγγύη μεταξύ της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και του Ντόναλντ Τραμπ», λέει στο Bloomberg ο Μπέρναρντ Γκουέτα, φιλελεύθερος βουλευτής στο Ευρωκοινοβούλιο.
Αυτό επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με το Bloomberg, από τον τρόπο με τον οποίο οι πιο επιτυχημένοι ακροδεξιοί ηγέτες της Ευρώπης προσέγγισαν τον υποψήφιο των ΗΠΑ, με τον Ούγγρο Βίκτορ Όρμπαν να του εύχεται καλή τύχη στις εκλογές και την Ιταλίδα πρωθυπουργό Τζόρτζια Μελόνι να στοχεύει να δημιουργήσει δίαυλο επικοινωνίας με το Λευκό Οίκο σε μία νίκη Τραμπ, μέσω του Έλον Μασκ.
Ο Αντρέα Ντι Τζιουζέπε, μέλος του ιταλικού κοινοβουλίου που εκπροσωπεί τους Ιταλούς στη Βόρεια Αμερική και μέλος του κόμματος των Αδελφών της Ιταλίας της Μελόνι, δήλωσε ότι η νίκη του Τραμπ θα ήταν ευπρόσδεκτη από τη Ρώμη. «Αν ο Τραμπ χρειάζεται έναν ενδιάμεσο με την Ευρώπη, ποιος καλύτερος από τη Τζόρτζια Μελόνι;», δήλωσε στο Politico ο Ντι Τζουζέπε. «Είναι Τραμπίστρια από την πρώτη στιγμή».
Ακόμη και όταν οι ακροδεξιές εκστρατείες αποτυγχάνουν να πάρουν την εξουσία στην Ευρώπη, συχνά αφήνουν το στίγμα τους στο πολιτικό τοπίο, όπως μαρτυρούν οι σκληροπυρηνικές μεταναστευτικές πολιτικές κομμάτων.
Το κόμμα Fidesz στην Ουγγαρία και τα Αδέλφια της Ιταλίας ηγούνται των αντίστοιχων κυβερνήσεων τους, με την ακροδεξιά να έρχεται πρώτη στις τελευταίες εθνικές εκλογές τόσο στην Ολλανδία όσο και στην Αυστρία. Επίσης, η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κέρδισε έδαφος στις πρόσφατες εκλογές στο ανατολικό κρατίδιο της Θουριγγίας, δεν κατάφερε να κυβερνήσει. Αντίστοιχα, οι εξελίξεις στη Γαλλία έχουν εμποδίσει μέχρι στιγμής την Μαρίν Λεπέν να αναλάβει την εξουσία στο Παρίσι.
«Κύματα» πανικού στην Ευρώπη
Εκτός από το κλίμα πολιτικού διχασμού σε ολόκληρη την ήπειρο, μία νίκη του Τραμπ θα έστελνε ένα «τσουνάμι» πανικού σε μια ήπειρο δίχως πηδάλιο που ήδη αγωνίζεται να πλοηγηθεί στους δύο πολέμους στην περιφέρειά της, σύμφωνα με το Politico.
H Ευρώπη εμφανίζεται ιδιαίτερα αδύναμη αυτή τη στιγμή, με μια οικονομία που τρίζει και με ηγέτες που βλέπουν τη δημοτικότητά τους να καταποντίζεται σε Γερμανία και Γαλλία. Αυτό θα μπορούσε να σημάνει ότι ο Τραμπ θα αναδυόταν πολύ πιο ισχυρός και θα το έδειχνε στις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ και στις διεθνείς συνόδους.
Μετά την πρώτη εκλογή του Τραμπ το 2016, οι Ευρωπαίοι ηγέτες μπορούσαν να παρηγορηθούν πως ό,τι κι αν συνέβαινε πέρα από τον Ατλαντικό, η ίδια η ευρωπαϊκή ήπειρος ήταν πόλος σταθερότητας, ασφαλής υπό την καθοδήγηση της τότε πανίσχυρης Γερμανίδας Καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ.
Αυτή την φορά όμως, η ευρωπαϊκή ηγεσία απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό. Ο διάδοχος της Μέρκελ, Όλαφ Σολτς, μετά βίας κρατά τον συνασπισμό του ενωμένο, ενώ ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έχει περιοριστεί από την ακροδεξιά.
Εν τω μεταξύ, οι πόλεμοι σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή εξαντλούν τους δυτικούς στρατιωτικούς και οικονομικούς πόρους και χωρίς τη συνέχιση της υποστήριξης από την Ουάσιγκτον, υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα για το πόσο ακόμη η Ουκρανία θα μπορεί να αντέξει στις δυνάμεις του Πούτιν.
Στο Λονδίνο, η νέα κυβέρνηση του Kιρ Στάρμερ ανησυχεί ότι ο Τραμπ θα τραβήξει το χαλί κάτω από τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, περικόπτοντας τη στρατιωτική βοήθεια προς το Κίεβο ή εξαρτώντας την από άμεσες ειρηνευτικές συνομιλίες που θα εκχωρούσαν εδάφη στη Μόσχα.
Η υπόσχεση του Τραμπ να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία εντός 24 ωρών από την ανάληψη της εξουσίας αντιμετωπίζεται με παρόμοια σοβαρότητα και σε άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. «Η βοήθεια θα μπορούσε να σταματήσει εν μία νυκτί», είπε ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης στο Politico. «Ο Πούτιν θα θέλει να το εκμεταλλευτεί και να πει ότι παίρνω το Ντονμπάς, την Κριμαία και μετά θα περιμένω πριν την επόμενη φορά».
Η επόμενη φορά θα μπορούσε να είναι μια ρωσική επίθεση σε μια χώρα όπως η Εσθονία, η Λιθουανία ή η Λετονία - όλα μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ - καθώς ο Πούτιν προσπαθεί να δοκιμάσει την ήδη χλιαρή δέσμευση του Τραμπ στο ΝΑΤΟ και τις διατάξεις αμοιβαίας άμυνας της στρατιωτικής συμμαχίας.
Η Γαλλία έχει εκμεταλλευτεί την πιθανότητα μιας προεδρίας Τραμπ για να παροτρύνει άλλες ευρωπαϊκές χώρες να ενισχύσουν τις στρατιωτικές τους ικανότητες. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τους ψηφοφόρους στο Ουισκόνσιν να αποφασίσουν για την ευρωπαϊκή ασφάλεια», δήλωσε στο Politico ο Γάλλος υπουργός για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις Μπέντζαμιν Χαντάντ.
Ο Χαντάντ είπε ότι η Γαλλία θα συνεργαστεί με όποιον κερδίσει τις εκλογές, αλλά επέμεινε ότι η Ευρώπη πρέπει να σκεφτεί επειγόντως πώς να περιηγηθεί σε έναν κόσμο στον οποίο δεν θα μπορεί πια να υπολογίζει στην Ουάσιγκτον. «Είναι η ευρωπαϊκή μας ασφάλεια. Πρέπει να είμαστε ικανοί να υποστηρίξουμε τους Ουκρανούς ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα».