Πέρυσι τέτοια εποχή μας απασχολούσε η πολύ υψηλή τιμή του ελαιολάδου για τους γνωστούς λόγους. Φέτος που επανέρχεται σε πιο γνώριμα και λογικά επίπεδα, ήλθε η τιμή του πασχαλινού αρνιού να την αντικαταστήσει στην επικαιρότητα. Από τις ειδήσεις για αγορά άλλων ελαίων αντί ελαιολάδου πέρυσι, στην αγορά μισού αρνιού ή και ακόμη λιγότερο φέτος.
Είτε συμβαίνει μια μεγάλη αλλαγή στα καταναλωτικά διατροφικά πρότυπα, είτε οι καταναλωτές στενάζουν υπό το βάρος της ακρίβειας, ας είμαστε βέβαιοι ότι και στις δύο περιπτώσεις η ζημιά έχει ήδη γίνει: οι καταναλωτές υπό το βάρος εξωπραγματικών τιμών, υιοθέτησαν άλλες διατροφικές πρακτικές τις οποίες δεν θα απαρνηθούν και πολύ εύκολα, με ό,τι αυτό σημαίνει για τους δύο πιο κρίσιμους κλάδους της αγροτικής μας οικονομίας.
Πρώτον, διότι κάπως έτσι γίνονται οι αλλαγές σε όλα τα είδη της ζωής αλλά και δεύτερον, διότι έχει συμβεί και στο παρελθόν: το μεν ελαιόλαδο πριν πολλά χρόνια, όταν ήταν ακλόνητο από το τραπέζι της τότε μη εργαζόμενης Ελληνίδας νοικοκυράς, εκτινάχθηκε από 300 δρχ/λίτρο σε 1.000 δρχ/λίτρο (τιμή παραγωγού) και αναγκάστηκε να «αμαρτήσει» αγοράζοντας άλλα έλαια, μέρος των οποίων διατήρησε στην μαγειρική της, ακόμη και όταν οι τιμές του ελαιολάδου επέστρεψαν σε κανονικά για την οικονομική πραγματικότητα επίπεδα.
Κάτι παρόμοιο συνέβη και με το αρνί: η μαζική παραγωγή κοτόπουλου και χοιρινού των τελευταίων χρόνων, σε συνδυασμό με τις νέες διατροφικές αντιλήψεις που επιτάσσουν ελάχιστη κατανάλωση κόκκινων κρεάτων, ειδικά του λιπαρού αρνιού, το εκτόπισε σε δύο μόνο φάσεις: στις παρέες φίλων που θέλουν να αποθεώσουν την παλιά ελληνική κουζίνα και ότι για αυτούς συνεπάγεται (βάλε και λίγα παιδάκια) και στη γιορτή του Πάσχα.

Προς ποια κατεύθυνση οι αναδιαρθρώσεις στην ελαιοκομία;
Και στην μεν περίπτωση του ελαιολάδου, η λύση βρέθηκε: εγκατάλειψη των οριακών ελαιώνων και φύτευση νέων σε πιο εύκολους και προσβάσιμους τόπους, χάνοντας όμως το μεγάλο πλεονέκτημα αυτό που στο κρασί λένε terroire, δηλαδή τοποθεσία. Ας το αποδεχτούμε, μήπως και προχωρήσουμε: δεν αγοράζουν τα προϊόντα μας οι ξένες αγορές διότι είμαστε ο περιούσιος λαός αλλά διότι είναι εύγεστα κι έχουν πίσω τους μια μακραίωνη παράδοση. Είναι όμως γνωστό ότι οι οι «δύσκολοι» τόποι βγάζουν τα πιο γευστικά προϊόντα και κατά συνέπεια τα πιο θελκτικά ελαιόλαδα. Εάν, όμως, δεν βρούμε τρόπο να περιφρουρήσουμε αυτά μας τα πλεονεκτήματα, τότε θα χάσουμε το όποιο premium μπορούμε να πετύχουμε στις αγορές.
Και θα συνεχίσουμε να ρωτάμε στο λιμάνι της Πάτρας, μήπως φάνηκαν οι Ιταλοί έμποροι και μεσίτες να μας πάρουν τη σοδειά, τουλάχιστον να βγάλουμε τη χρονιά και βλέπουμε. Διότι σήμερα η κατάσταση στην αγορά ελαιολάδου είναι κάπου εκεί: μέχρι πριν τις γιορτές, εάν κάποιος παραγωγός ήθελε να πουλήσει μια σημαντική ποσότητα για να καλύψει άλλα έξοδα, θα δυσκολευόταν αρκετά. Τώρα που η τιμή έπεσε περί τα 5 ευρώ το κιλό άρχισε η αγορά να κινείται. Που σημαίνει ότι και η εσωτερική αγορά δεν έχει ανακάμψει στα προηγούμενα επίπεδα. Βρισκόμαστε ήδη 6 μήνες από τις πρώτες ελαιοποιήσεις της χρονιάς, που σημαίνει ότι τα όποια μικρά αποθέματα έχουν εξαντληθεί. Για να μην κινείται η αγορά σημαίνει ότι οι καταναλωτές δεν αγοράζουν τις ποσότητες που συνήθιζαν να αγοράζουν.
Με 200+ ευρώ το αρνί, πολλοί θα το ξανασκεφτούν για του χρόνου το Πάσχα...
Στο θέμα της τιμής του αρνιού τώρα, ελάτε στη θέση ενός οικογενειάρχη που είχε το Πάσχα, τραπέζι παιδιά και εγγόνια κι έδωσε 200 ίσως και περισσότερα ευρώ μόνο για το αρνί! Θυμάστε ένα τραγουδάκι της Παλιάς Αθήνας που ένας ταλαίπωρος αναζητούσε σύζυγο, αλλά αυτή που βρήκε «του έφαγε στην καθισιά της πέντε αρνιά;». Κάπου εκεί γυρίσαμε τηρουμένων των αναλογιών με το αρνί: «ζωή να έχουν τα παιδιά και εγγόνια αλλά με 200 – 250 ευρώ μόνο για το αρνί είναι πάρα πολλά, ας πάνε κάπου αλλού να κάνουν Πάσχα του χρόνου», είναι βέβαιο ότι σκέφτηκαν πολλοί...
Επαγγελματίες κρεοπώλες ανέφεραν πως φέτος τα μισά αρνιά και τα τεμάχια είχαν την τιμητική τους. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις μικροεπαγγελματιών, μας υπογράμμισαν οτι παλαιότερα έφερναν ακριβώς τα αρνιά που είχαν παραγγελία, αφού μετά τις γιορτές η ζήτηση για αρνί μηδενίζεται σε αυτά τα μαγαζιά και τυχόν περίσσευμα θα το επιβαρύνονταν οι ίδιοι. Φέτος, λοιπόν, αναγκάστηκαν να δουλέψουν και μισά αρνιά, αφού ήταν πολλοί οι πελάτες που το ζητούσαν.
Ο κύβος λοιπόν ερρίφθη: όπως ο καταναλωτής άπλωσε το χέρι του και αγόρασε ηλιέλαιο, έτσι και ο φιλόξενος νοικοκύρης αγόρασε μισό αρνί και με κάποιον μαγικό τρόπο τα έβγαλε πέρα. Οι μισοί από αυτούς, πάλι μισό θα αγοράσουν του χρόνου, να είστε βέβαιοι. Και φυσικά, τη νύφη θα πληρώσει το κτηνοτρόφος, που μετά από πολλά χρόνια εισέπραξε κάτι τις παραπάνω.

Αλλά, η κτηνοτροφία εκτός από αρνιά παράγει και γάλα για φέτα, την άλλη μας εθνική προίκα. Και όταν δεν εισπράττει αρκετά ο κτηνοτρόφος και από τα δύο προϊόντα του, αναγκάζεται να κόψει από τα «πράματα», είτε ελαττώνοντας τον αριθμό τους είτε τις μερίδες σιτηρεσίου. Κάτι που εν πολλοίς έγινε φέτος. Η αγορά χονδροειδών ζωοτροφών ήταν όλο το χειμώνα απολύτως παγωμένη, διότι ενώ η τιμή του γάλακτος παρέμενε σταθερή, υπήρχε μια διαρκής φημολογία και τρομοκρατία ότι θα πέσει. Περίμεναν οι κτηνοτρόφοι με αγωνία την εκκαθάριση του προηγούμενου μήνα να δουν πόσο χρέωσε ο γαλατάς το γάλα. Και όταν ήλθαν τα καλά νέα για την τιμή του αρνιού, άρχισαν να ταΐζουν σωστά τα ζώα τους οι κτηνοτρόφοι, ώστε να προλάβουν να πάρουν και κανένα κιλό πάνω τους πριν το σφαγείο.
Προς επίρρωση των ανωτέρω, ο γράφων είχε αποθήκη τον χειμώνα με ικανό αριθμό χόρτου βρώμης, για το οποίο κανείς δεν ενδιαφερόταν! Δύο εβδομάδες πριν το Πάσχα, το εμπόρευμα έφυγε σε τρεις ημέρες, εν μέσω διαπληκτισμών εμπόρων «εγώ πρώτος το είδα!» Αλλά δεν γίνεται έτσι χωριό, όλα στο νήμα!
Η υπερδανεισμένη Ιταλία, η κύρια αγορά για πολλά αγροτοδιατροφικά προϊόντα μας...
Και στις δύο περιπτώσεις των προϊόντων μας που αποτελούν εθνική μας προίκα, δεν βρισκόμαστε σε καθόλου καλή θέση. Με προβληματική παραγωγή υψηλού κόστους, με ελάχιστες κινήσεις εκσυγχρονισμού, με ελλιπή εμπορική παρουσία στις αγορές, με ανύπαρκτη υποστήριξη της αλυσίδας αξίας και των δύο προϊόντων, βασιζόμαστε στην ουσία στην καλή χημεία του Προέδρου Τραμπ και της Ιταλίδας πρωθυπουργού Μελόνι, ώστε να μη δοκιμαστεί η οικονομία της γείτονος. Διότι, Ιταλοί έμποροι αγοράζουν χύμα το ελαιόλαδό μας, Ιταλοί κρεοπώλες τα αρνιά μας το Πάσχα και εισπράττουν κατιτίς οι κτηνοτρόφοι μας να τα βγάλουν πέρα. Εάν η Ιταλία εισέλθει σε μνημονιακές καταστάσεις, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα για εμάς. Και με βάση τα όσα ειπώθηκαν στην εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, μετά τις επιτυχείς αποπληρωμές χρέους από την Ελλάδα, η Ιταλία ίσως βρεθεί στην δυσμενέστερη θέση του ευρωπαϊκού καταλόγου δανειοληπτών.
Ούτε όμως στα γλυκά φαίνεται ότι τα καταφέρνουμε καλύτερα.
Δυο λόγια τώρα για την αδυναμία μας να καρπωθούμε την επιτυχία της περίφημης σοκολάτας Ντουμπάι, στην οποία είμασταν πρώτοι εδώ στο insider.gr από όλη την Ελλάδα που ενημερώσαμε το κοινό μας. Η τιμή του φιστικιού, έχει κι εδώ κυριολεκτικά απογειωθεί, εάν το βρει κάποιος να το αγοράσει.
Φέτος το Πάσχα, είχα τη χαρά να φιλοξενήσω έναν Έλληνα επιστήμονα που διαπρέπει στην μακρινή Αυστραλία καθώς και μια οικογένεια Λιβανέζων επιχειρηματιών που ζουν και εργάζονται στην Γαλλία. Και οι δύο μου έφεραν δώρα ένα σωρό γλυκά με βάση το φιστίκι: αυθεντική σοκολάτα Dubai, από την αλλαγή αεροπλάνου ο πρώτος, χειροποίητα λιβανέζικα γλυκά με γέμιση φιστίκι καθώς και πολύ ακριβά, εάν κρίνω από τη συσκευασία γαλλικής παρασκευής. Πανδαισία γεύσεων, απολύτως άγνωστη σε εμένα και όσους συναδέλφους φιστικοπαραγωγούς έδωσα να δοκιμάσουν.

Ερώτηση: εάν καλούσε εμένα ένας Γάλλος φιστικάς, από τους λίγους που υπάρχουν, τι θα του πήγαινα για δώρο; Μια σακούλα αλατισμένα φιστίκια για το ουίσκι; Ή μήπως αυτά τα πολύ μέτρια ποιότητας σκευάσματα με την ονομασία Dubai που βρίσκει κανείς παντού πια στην Ελλάδα και χρειάζεται συζήτηση εάν διαφημίζουν ή δυσφημίζουν το προϊόν μας. Αυτά είναι άραγε τα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας που παράγουμε στην Ελλάδα για να δώσουμε πνοή στην φιστικοκαλλιέργειά μας, μέχρι να μας μιμηθούν και άλλοι τόποι και να φυτεύσουν φιστικιές;
Απλά και φέτος θα μαζέψουμε τα φιστίκια μας, θα τα σπάσουν οι αρκετές βιοτεχνίες που στήθηκαν τελευταία και θα τα βάλουμε σε τσουβάλια να τα πουλήσουμε έτσι χύμα και ατυποποίητα στις διεθνείς αγορές... κυρίαρχα πάλι στην Ιταλία. Και θα βγαίνουν τέλος του έτους οι στατιστικές να λένε ότι ελάχιστα πράγματα βελτιώθηκαν στον αγροτοδιατροφικό τομέα στη χώρα μας. Εάν είχαμε φτιάξει για παράδειγμα αξιοπρεπή και σύγχρονα προιόντα με βάση το φιστίκι θα τα πουλούσαμε σε διπλή τιμή ανά κιλό από όσο θα πουλήσουμε την ψίχα φιστικιού. Και θα κερδίζαμε όλοι παραπάνω.
Κενά παντού, στην παραγωγή, στην αγορά, στο marketing, στην σύνδεση με τα 25 εκατ. τουριστών ακόμη και στην διατήρηση της μεγάλης μας κληρονομιάς της μεσογειακής διατροφής. Οι ουρανοί σκοτείνιασαν κι εμείς ακόμη κρατάμε την ομπρέλα του εκθαμβωτικού ήλιου της καλοκαιρίας των προηγούμενων ημερών. Τι μπορεί να περιμένει κανείς από μια τέτοια κατάσταση; Και να έλεγες ότι δεν μας δίνει ευκαιρίες ο ευλογημένος τούτος τόπος...