Η τουριστική βιομηχανία αποτελεί έναν ιδιαίτερο οικονομικό κλάδο. Ο τουρισμός είναι ένα δυναμικός και σχετικά νέος οικονομικός κλάδος, ο οποίος έχει αυξητική πορεία από το 1950 και έπειτα (Breiling, 2016). Είναι αναμφισβήτητο ότι οι τουριστικές επιχειρήσεις είναι σημαντικές στην οικονομική ανάπτυξη μίας χώρας. Όπως αναφέρουν οι Gámez et al. (2012) τα έσοδα, η δημιουργία θέσεων εργασίας και οι επενδύσεις σε υποδομές, είναι λίγα από τα οφέλη των τουριστικών υπηρεσιών μίας χώρας. Ο τουρισμός σε σύγκριση με άλλους εξαγωγικούς τομείς υπήρξε ιδιαίτερά σημαντικός για την οικονομική ανάπτυξη κυρίως μεταξύ των χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (UNWTO & ILO, 2013).
Η Ελλάδα αποτελεί μία από τις χώρες που έχει στηρίξει σε ένα μεγάλο βαθμό την οικονομική της ανάπτυξη στο τουρισμό. Ο τουρισμός συμβάλλει στην οικονομική ευημερία της Ελλάδος (Den Butter et al., 2014). Ο λόγος που έχει καταστήσει την Ελλάδα έναν από τους κύριους τουριστικούς προορισμούς είναι η πλούσια ιστορία (η Ελλάδα έχει μνημεία απείρου κάλλους και ανυπολόγιστης αξίας) σύμφωνα με τον Buhalis (2001). Ειδικότερα, μπορεί να ειπωθεί ότι ο τουρισμός έχει αναπτυχθεί με υψηλό βαθμό σε νησιωτικούς προορισμούς και περιοχές με ιστορικά μνημεία (Komilis, (1987) Leontidou, (1991) Papadopoulos, (1989)). Ο ελληνικός πολιτισμός είναι διάχυτος σε όλη την επικράτεια της χώρας και καλύπτει ένα μεγάλο εύρος της ιστορίας.
Αν και αποτελεί αναμφίβολο ότι ο τουρισμός είναι ένας σημαντικός μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης, εντούτοις κρύβει και ορισμένες παγίδες. Όπως αναφέρουν οι Maditinos & Vassiliadis (2008) η τουριστική βιομηχανία είναι μία ευάλωτη βιομηχανία. Δηλώνουν για παράδειγμα ότι ο τουριστικός κλάδος είναι ευάλωτος σε καταστάσεις όπως πόλεμοι, κρούσματα θανατηφόρων μεταδοτικών ασθενειών, περιστατικά τρομοκρατίας, οικονομικές διακυμάνσεις, νομισματική αστάθεια, ενεργειακές κρίσεις και άλλες καταστάσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού του ΟΗΕ σε συνεργασία με την UNESCO προέβλεψαν και πρόταξαν την ανάγκη δημιουργίας μιας κοινής συμπόρευσης με τον ‘Οδηγό Ανάκαμψης χωρίς αποκλεισμούς’ σε ό,τι αφορά σε μια πιο γόνιμη και αποδοτική συνεργασία αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ οφελειών του πολιτισμικού τουρισμού προωθώντας ένα πλέον συμβατότερο με τις ανάγκες της πανδημίας μοντέλο. Οι δυο συναφείς τομείς ανάπτυξης, δεδομένου του ποσοστού των 90% συνολικής αποκαθήλωσης των Μνημείων και Μουσείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς με ολικό ή μερικό κλείσιμο ανα τον κόσμο κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παραθέτοντας εντόνως τον προβληματισμό ότι περιοχές ιδιαίτερης σημασίας για την ανθρωπότητα έκλεισαν για πρώτη φορά στο κοινό. Αναφορές για μια συμβιωτική σχέση επισφραγίζουν τους όρους με τους οποίους ένα σύγχρονο σχήμα τουρισμού και πολιτισμού μπορούν να αποφέρουν την μεταμόρφωση της ανάκαμψης που αναζητά στοιχεία καινοτομίας και τεχνολογίας για να επανδρωθεί. Οι κοινωνικοπολιτισμικές επιπτώσεις της πανδημίας παρέμειναν αναρίθμητες. Οι αριθμοί μάρτυρες, με ποσοστα που άγγιξαν την πτώση των αφίξεων παγκοσμίως κατά 74% στιγματίζουν το έτος 2020 ως την χειρότερη χρονιά τουριστικής δραστηριότητας με αντιστοιχία το αβυσαλέο 90% των κλειστών μουσειών καθώς και ένα 10% που δεν θα ανοίξει ποτέ ξανά.
Στη σημερινή περίοδο βρισκόμαστε σε μία κατάσταση κρίσιμη λόγω τη πανδημίας του COVID-19. Σύμφωνα με την έκθεση του UNWTO (2020) η πανδημία θέτει σε κίνδυνο πάνω από 100 εκατομμύρια άμεσες τουριστικές θέσεις εργασίας. Όπως αναφέρει ο Papanikos (2020) η ελληνική τουριστική αγορά κατέρρευσε όπως και όλες οι τουριστικές αγορές ανά την υφήλιο. Η Ελλάδα βρίσκεται σε δυσμενή θέση λόγω του ότι η πανδημία καθιστά αναποτελεσματικό το συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδος, το οποίο είναι η τουριστική της βιομηχανία. Φυσικό, είναι βέβαια να πλήττεται οικονομικά η τουριστική ζήτηση λόγω της πανδημίας. Όμως, το ερώτημα είναι: Μπορεί η Ελλάδα να βασιστεί σε ένα μοντέλο τουριστικής οικονομίας που να βασίζεται μόνο στα αρχαία μνημεία; Μήπως τα αρχαία μνημεία της Ελλάδος αποτελούν μία μορφή της «Κατάρας των Πόρων»;
Η «Κατάρα των Πόρων» είναι ένα οικονομικό φαινόμενο βάσει του οποίου μία χώρα είναι καταδικασμένη να εξαρτάται η οικονομική της ανάπτυξη μόνο από τους πόρους που διαθέτει από τη φύση, αφαιρώντας ταυτόχρονα τις όποιες εν δυνάμει συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης και τόνωσης της ανταγωνιστικότητας σε άλλους τομείς της παραγωγής. Ουσιαστικά, η κατάρα δηλώνει μια αντίστροφη σχέση μεταξύ εξάρτησης από φυσικούς πόρους και οικονομικής ανάπτυξης (Badeeb et al., 2016). H UNESCO υποστηρίζει πως για να μετατρέψουμε τους φυσικούς πόρους από κατάρα σε ευλογία πρέπει ο κρατικός μηχανισμός να μεγιστοποιήσει τα έσοδα που προκύπτουν από τον πρωτογενή κλάδο της οικονομίας και με την ορθή διαχείριση να προβούν σε επενδύσεις σε τομείς που θα παράξουν υψηλότερα και με μεγαλύτερη ισοτιμία συνεισφορές και οφέλη.
Προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Πως η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με πλούσιους φυσικούς πόρους; Άρα, πως δύναται να ειπωθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε αυτήν τη κατάρα; Η απάντηση είναι ότι η Ελλάδα πράγματι δεν διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους. Διαθέτει όμως πλούσιους και άφθονους «αρχαιολογικούς» πόρους. Για αυτό το λόγο μπορεί να ειπωθεί ότι η Ελλάδα έχει τη κατάρα των «αρχαιολογικών» πόρων.
Γιατί αυτή η κατάρα δε βοηθά την οικονομία της Ελλάδος. Για δύο κύριους λόγους. Πρώτος λόγος είναι ότι η τουριστική αγορά είναι ευάλωτη. Η περίοδος της πανδημίας που διανύουμε έχει καταστήσει πασιφανές ότι χώρες που βασίζουν κατά ένα μεγάλο ποσοστό την οικονομική τους ανάπτυξη στο τουρισμό έχουν πληγεί σε μεγάλο βαθμό. Οι Kyriakakis & Tzirakis (2020) αναφέρουν ότι στην Ελλάδα, ο τουρισμός συμβάλλει άμεσα στο 20% του ΑΕΠ της χώρας και απασχολεί περισσότερα από 900.000 άτομα. Αν ληφθεί υπόψη ο ρόλος του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, τότε το πλήγμα της πανδημίας έχει συνέπειες τόσο στην οικονομία της χώρας - άνοδος της ανεργίας, μείωση του ΑΕΠ -όσο και στην κοινωνία. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός ότι η τουριστική ζήτηση είναι ελαστική. Για παράδειγμα όπως αναφέρει ο Camilleri (2018) η αύξηση της τιμής μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερη ζήτηση για τον τουρισμό λόγω του ότι οι τουρίστες είναι πολύ ευαίσθητοι στις αλλαγές των τιμών. Ακόμα, η τουριστική ζήτηση επηρεάζεται από πολιτικούς και κοινωνικούς παράγοντες και οι αλλαγές του εισοδήματος καθορίζουν κατά πολύ την τουριστική ζήτηση. Η ελαστικότητα της τουριστικής ζήτησης δημιουργεί περιθώρια μείωσης της τουριστικής ζήτησης. Η μεγάλη ελαστικότητα της ζήτησης και το γεγονός ότι η τουριστική αγορά είναι ευάλωτη καθιστούν την Ελλάδα δέσμια και σε μεγάλο βαθμό ευαίσθητη των διεθνών οικονομικών και κοινωνικό-πολιτικών διαταραχών.
Πολλοί αναφέρουν ότι η τουριστική βιομηχανία είναι η αιχμή του δόρατος της ελληνικής οικονομίας. Αν αυτό αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός, τότε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη αυτό που αναφέρει ο Liu (1994). Συγκεκριμένα αναφέρει, ότι η ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου θα πρέπει να είναι μία συνεχής διαδικασία καθορισμού και αναπροσδιορισμού των τουριστικών πόρων, οι οποίοι θα δύνανται να εξυπηρετούν συνεχώς τις απαιτήσεις και τις προτιμήσεις των εν δυνάμει τουριστών. Όπως αναφέρει ο Liu (2003) η κατανομή των τουριστικών ροών δύναται να καθοριστεί από την ανταγωνιστικότητα των διαφόρων τουριστικών προορισμών.
Ευρωπαίοι Επίτροποι, ήδη, τον φετινό Απρίλιο δρομολόγησαν το Σύμφωνο για τις Δεξιότητες, σχηματίζοντας μια μεγάλης κλίμακας εταιρική σχέση δεξιοτήτων στο πλαίσιο του συμφώνου, λαμβάνοντας υπόψη τις σοβαρές επιπτώσεις της πανδημίας στους εν λόγω κλάδους, συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπου του ψηφιακού μετασχηματισμού, καθώς και τις συνέπειες σε άλλα οικοσυστήματα όπως ο τουρισμός, καθώς και η ισχυρή δέσμευση των παραγόντων του κλάδου και η πρόοδός τους στο πλαίσιο της συμμαχίας για την ανάπτυξη της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η βελτίωση των υφιστάμενων δεξιοτήτων και η ανάπτυξη νέων αποτελούν σημαντικούς μοχλούς της οικονομικής ανάκαμψης και της μακροπρόθεσμης αναδιάρθρωσης του κλάδου.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τουριστική βιομηχανία της Ελλάδος θα πρέπει να αναβαθμίζεται συνεχώς ώστε να μπορεί να διαθέτει ένα συνεχές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.