Mια πολύ συνήθης έκφραση που ακολουθεί οποιαδήποτε συζήτηση αναφορικά με τον ελληνικό τουρισμό, είναι ο χαρακτηρισμός του ως η «βαριά βιομηχανία της χώρας». Η κρίση της πανδημίας κατέδειξε την σημασία του τουρισμού για την ελληνική οικονομία και την πολλαπλασιαστική επιρροή του σε πολλούς κλάδους της οικονομικής ζωής, από τις κατασκευές και την εστίαση μέχρι το εμπόριο και τις υπηρεσίες. Η φετινή ανάκαμψη που μέχρι στιγμής προσεγγίζει, αν όχι από πλευράς αριθμού επισκεπτών σίγουρα από πλευράς εισπράξεων, τα επίπεδα του 2019, χρονιά ρεκόρ για τον τουρισμό, αποτελεί μία σημαντική δικλείδα ασφαλείας για τα δημόσια έσοδα.
Ωστόσο, αν και βαριά βιομηχανία, η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός τουρισμός διαχρονικά αναπτύχθηκε έως ένα βαθμό άναρχα, χωρίς να έχει κάποιες συγκεκριμένες στρατηγικές κατευθύνσεις. Και παρά το γεγονός ότι από τη δημοσιονομική κρίση του 2009 ο τομέας του τουρισμού ανταπεξήλθε με σχετική επιτυχία στις προκλήσεις που παρουσιάστηκαν, το μοντέλο του δεν κατάφερε να μετασχηματιστεί σε μια πιο σύγχρονη και ευέλικτη στις εξελίξεις μορφή.
Η αναγκαιότητα πρόβλεψης και προετοιμασίας καθίσταται πλέον επιτακτική έτσι ώστε τόσο από πλευράς τουριστικής επιχείρησης όσο και κεντρικά σε επίπεδο οργάνωσης πολιτικής για τον τουρισμό, να υπάρχει η δυνατότητα αποτελεσματικής ανταπόκρισης στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες της τουριστικής προσφοράς και ζήτησης, στις νέες τάσεις, στις τεχνολογικές εξελίξεις όπως και στις αλλαγές στη συμπεριφορά του δυνητικού επισκέπτη.
Η επιτυχία στο άμεσο μέλλον δεν εξαρτάται πλέον μόνο από την ελκυστικότητα του τουριστικού προϊόντος ή την προβολή του. Η προσαρμογή και η μετάβαση των προορισμών και των επιχειρήσεων σε σύγχρονα μοντέλα λειτουργίας που ενθαρρύνουν τη βιωσιμότητα, την επέκταση της τουριστικής περιόδου, τη διασύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες, τη διατήρηση της αυθεντικότητας, την ανάδειξη νέων προορισμών και νέων τουριστικών προϊόντων αλλά ταυτόχρονα και την χρήση σύγχρονων εργαλείων είναι μονόδρομος για την επιτυχημένη επανατοποθέτηση του ελληνικού τουρισμού.
Σε επίπεδο προορισμού, η πρόσφατη ψήφιση των διατάξεων για τη δημιουργία των οργανισμών διαχείρισης προορισμών που συνοδεύονται και από τα παρατηρητήρια βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, οδηγούν στην απαίτηση για τη δημιουργία ενός συγκεκριμένου εργαλείου διαχείρισης με κεντρικό άξονα την ανάλυση του εκάστοτε προορισμού, των πηγών τουριστικής ανάπτυξης του, των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων του, των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρει, των εμποδίων που συμβάλλουν στην στασιμότητά του όπως και των ενεργειών που πρέπει να γίνουν για να αναπτυχθεί περαιτέρω με τρόπο βιώσιμο. Το αποτέλεσμα της προσέγγισης αυτής θα πρέπει να είναι η δημιουργία συγκεκριμένων και εφαρμόσιμων λύσεων που θα ενισχύουν την ελκυστικότητα των προορισμών για όλους τους τύπους τουριστών.
Αντίστοιχα, σε επιχειρηματικό επίπεδο, κάθε εταιρεία πρέπει να δημιουργήσει εξ ’αρχής έναν σταθερό οδηγό επιχειρησιακής λειτουργίας, με στόχο την ανάπτυξη της σε βάθος χρόνου με τρόπο που θα της επιτρέψει να διατηρήσει την ευελιξία της δίχως να απομακρύνεται από την στρατηγική της στόχευση.
Η ανάλυση των τάσεων της αγοράς, του ανταγωνισμού, των κοινών-στόχων και η απεικόνιση όλων αυτών στην ανάπτυξη χρηματοοικονομικών μοντέλων, διαφορετικών σεναρίων λειτουργίας και μακροπρόθεσμων προβλέψεων, αποτελεί το πιο σημαντικό εργαλείο ώστε ο ξενοδόχος ή ο επενδυτής να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητες επιτυχίας και ταυτόχρονα να μειώσει το επιχειρηματικό του ρίσκο.
Ζητήματα όπως η διαχείριση εσόδων, η κοστολόγηση, ο υπολογισμός ρίσκου αθέτησης μελλοντικών απαιτήσεων, η επαναδιαπραγμάτευση δανειακών υποχρεώσεων, η διαχείριση συμβάσεων, η εκτίμηση αξίας και η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων χρήζουν άμεσης ανάλυσης. Η ανάπτυξη του τουρισμού έρχεται σήμερα αντιμέτωπη με μια νέα πραγματικότητα. Τόσο οι προορισμοί όσο και οι επιχειρήσεις καλούνται πλέον να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα, τα οποία θα προσδιορίσουν σε μεγάλο βαθμό τη μελλοντική τους βιωσιμότητα.