Είναι γεγονός ότι το φορολογικό πλαίσιο και, ειδικότερα, το ύψος των φορολογικών συντελεστών, δεν αποτελεί, πλέον, παγκοσμίως τον καθοριστικό παράγοντα σχετικά με τις επενδυτικές αποφάσεις, καθώς νέα κριτήρια, όπως η υιοθέτηση των νέων τεχνολογιών, οι πολιτικές για το περιβάλλον και η
διαθεσιμότητα δεξιοτήτων αναδύονται σήμερα στην κορυφή της ατζέντας των επιχειρήσεων.
Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το φορολογικό περιβάλλον εξακολουθεί να επηρεάζει τις επενδυτικές αποφάσεις, η έμφαση, όμως, μετατοπίζεται σταδιακά, από τους φορολογικούς συντελεστές, σε μια σειρά από άλλους σημαντικούς παράγοντες.
Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ, Attractiveness Survey Europe, οι φορολογικοί συντελεστές για τα υψηλά αμειβόμενα άτομα και τις επιχειρήσεις κατατάσσονται στην έκτη και την όγδοη θέση αντίστοιχα, μεταξύ των κριτηρίων που σχετίζονται με τη φορολογία, κατά τη λήψη των επενδυτικών αποφάσεων των επιχειρήσεων. Αντίθετα, ως σημαντικότερο κριτήριο αναδεικνύεται από το 45% των επιχειρήσεων ο βαθμός ψηφιοποίησης των συστημάτων των φορολογικών αρχών, καθώς οι επιχειρήσεις το αξιολογούν ως ένδειξη ενός απλού και διαφανούς φορολογικού συστήματος, που τους
δίνει τη δυνατότητα να συμμορφώνονται αποτελεσματικά με τις φορολογικές τους υποχρεώσεις.
Άλλα σημαντικά κριτήρια, σύμφωνα με την έρευνα, είναι το εύρος και το ύψος των φόρων που συνδέονται με το περιβάλλον (39%), η διαθεσιμότητα φορολογικών κινήτρων για την Έρευνα και Ανάπτυξη (38%) και ο βαθμός ευελιξίας και πραγματισμού των φορολογικών αρχών (36%), ιδίως όταν ανακύπτουν σύνθετα θέματα προς επίλυση.
Η Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια για να καταστήσει το φορολογικό πλαίσιο πιο ελκυστικό για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, τόσο σε ό,τι αφορά τη σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών, όσο και την ψηφιοποίηση και απλούστευση των διαδικασιών.
Αυτό αναγνωρίζεται, σε κάποιο βαθμό, από την επενδυτική κοινότητα, καθώς το ποσοστό όσων θεωρούν τη φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα ελκυστική, όπως αναφέρεται και στην ελληνική έκδοση της έρευνας, ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα 2022, έχει αυξηθεί από 35% το 2020, σε 42% το 2021 και 49% το 2022.
Ωστόσο, η φορολογία των επιχειρήσεων εξακολουθεί να κατατάσσεται σχετικά χαμηλά μεταξύ των παραγόντων που οι επενδυτές θεωρούν ότι καθιστούν τη χώρα ελκυστική. Όταν οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα ρωτήθηκαν συγκεκριμένα σε ποιον βαθμό έχει καταστεί η χώρα πιο ελκυστική ως προορισμός επενδύσεων στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα των υφιστάμενων ή σχεδιαζόμενων φορολογικών πολιτικών, μόλις το 23% δήλωσαν ότι η Ελλάδα έγινε πιο ελκυστική, ποσοστό που αυξάνεται στο 34% μεταξύ των εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων.
Συνεπώς, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας προκειμένου να βελτιώσουμε περαιτέρω την ελκυστικότητα του φορολογικού μας συστήματος. Η δυνατότητα για περαιτέρω δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών, τουλάχιστον στην άμεση φορολογία των επιχειρήσεων, φαίνεται προς το παρόν περιορισμένη, καθώς η χώρα θα πρέπει να καλύψει το κόστος της στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων από το αυξημένο κόστος της ενέργειας και να επανέλθει, παράλληλα, σε δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Πέραν αυτού, η σχεδιαζόμενη σταδιακή εναρμόνιση της φορολογίας των επιχειρήσεων μεταξύ των διαφόρων χωρών, θα μειώσει σημαντικά τα περιθώρια φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Η έμφαση, συνεπώς, πρέπει να δοθεί σε μια σειρά από επιμέρους παραμέτρους του φορολογικού πλαισίου. Η ΕΥ, με βάση και τα ευρήματα της έρευνας, εκτιμά ότι βασικοί άξονες στους οποίους θα πρέπει να κινηθούμε είναι οι ακόλουθοι:
- Η άμεση λήψη περαιτέρω μέτρων για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.
- Η εμπέδωση αίσθησης σταθερότητας και προβλεψιμότητας του φορολογικού πλαισίου.
- Η περαιτέρω σταθεροποίηση, απλοποίηση και ψηφιοποίηση του φορολογικού συστήματος, και ο εκσυγχρονισμός του τρόπου επικοινωνίας και συναλλαγών της φορολογικής διοίκησης με τους φορολογούμενους.
- Η εισαγωγή περαιτέρω φορολογικών κινήτρων για την έρευνα και ανάπτυξη, καθώς και τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και την ενεργειακή αναβάθμιση του κτηριακού εξοπλισμού.
- Η μείωση των συντελεστών έμμεσων φόρων και η αναθεώρηση παλαιότερων αναχρονιστικών φορολογικών νομοθετημάτων, όπως η φορολογία χαρτοσήμου και ο ειδικός φόρος ακινήτων.
- Η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους (φορολογίας εισοδήματος και ασφαλιστικών εισφορών) των φυσικών προσώπων.
- Η εντατικοποίηση των μέτρων για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Η μείωση του φορολογικού κόστους, που δεν περιορίζεται μόνο στους φορολογικούς συντελεστές, παραμένει σταθερά στην πρώτη τριάδα των προτεραιοτήτων όπου θα πρέπει να εστιάσει η χώρα για να διατηρήσει την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία. Η διαπίστωση αυτή υποδεικνύει σαφώς ότι, παρά τα θετικά βήματα που έχουν συντελεστεί, οφείλουμε να εντείνουμε τις προσπάθειές μας. Το βασικό, άλλωστε, συμπέρασμα της έρευνας είναι ότι, μέτρο της επιτυχίας μας δεν αποτελεί η σύγκριση με τις επιδόσεις του παρελθόντος, αλλά με αυτές των χωρών που μας ανταγωνίζονται.