Δεν υπάρχει στη χώρα μας σήμερα, επιχειρηματίας που να μην συμφωνεί στην ανάγκη ενίσχυσης του εισοδήματος των χαμηλόμισθων εργαζομένων, οι οποίοι πλήττονται από τη συνεχή και υπέρογκη αύξηση του κόστους διαβίωσης. Η επίσπευση όμως στην εφαρμογή του νέου κατώτατου μισθού από την 1η Απριλίου αντί της 1ης Μαΐου προκαλεί «παρενέργειες» επί της διαδικασίας και προβληματισμό επί της ουσίας, Καταρχήν φέρνει την αναγκαστική συντόμευση και της διαβούλευσης του Υπουργείου Εργασίας με τα επιστημονικά ινστιτούτα και τους κοινωνικούς εταίρους, ώστε να ολοκληρωθεί το αργότερο στις 28 Φεβρουαρίου.
Στη συνέχεια, το αργότερο στις 10 Μαρτίου το Υπουργείο Εργασίας θα πρέπει να υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο την τελική του εισήγηση για το νέο κατώτατο μισθό, όντας υποχρεωμένο βάσει του ισχύοντος νομικού πλαισίου, να συνυπολογίσει τους εξής παράγοντες: Ρυθμό Οικονομικής Μεγέθυνσης (ΑΕΠ), Προοπτικές Οικονομίας, Πληθωρισμό, Απασχόληση /Ανεργία, Παραγωγικότητα/ Ανταγωνιστικότητα, Ποσοστό εργαζομένων που λαμβάνουν τον κατώτατο ( 30%), Επίπεδο υφιστάμενων μισθών, Εισοδηματική πολιτική και προτεραιότητες της κυβερνητικής πολιτικής. Ωστόσο, το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου η κυβέρνηση μόνο αμυδρές και ανεπαρκείς ενδείξεις θα έχει για όλους αυτούς τους δείκτες. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς στην έναρξη μιας χρονιάς, που όλοι οι οικονομικοί αναλυτές την «βλέπουν» γεμάτη σημαντικές γεωπολιτικές και οικονομικές αβεβαιότητες;
Για το 2023, το μόνο σίγουρο είναι πως η ενεργειακή κρίση θα εξακολουθήσει να είναι παράγοντας παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας. Παρά τη φάση εκτόνωσης της που διανύουμε λόγω του ήπιου χειμώνα, δύναται ανά πάσα στιγμή να εκτοξεύσει τα λειτουργικά κόστη και να περιορίσει τα έσοδα των επιχειρήσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη χώρα μας. Οι δε ανατιμήσεις σε βασικά είδη κατανάλωσης υπερβαίνουν κατά πολύ τον ενεργειακό πληθωρισμό και θα συνεχίζουν να πιέζουν την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών. Οι οικονομολόγοι και τα στελέχη των μεγάλων εταιριών συγκλίνουν στην άποψη ότι οι οικονομίες της ευρωζώνης θα περάσουν φέτος σε ύφεση, ενώ στην Ελλάδα θα υπάρξει αναιμικός ρυθμός ανάπτυξης πέριξ του 1 τοις εκατό, πολύ μακριά από την αλματώδη ανάκαμψη του 2022. Για το ελληνικό εμπόριο, οι εκτιμήσεις αυτές προμηνύουν ότι τόσο τα έσοδα από τις τουριστικές ροές όσο και από την εγχώρια κατανάλωση θα είναι χαμηλότερα σε σχέση με πέρυσι.
Σε αυτό το εξαιρετικά «ρευστό» οικονομικό περιβάλλον, και ενώ ήδη θα διανύουμε ή θα βρισκόμαστε προ των πυλών της προεκλογικής περιόδου - που ποτέ δεν αποτελεί ιδανική συνθήκη για περίπλοκες διαβουλεύσεις γύρω από εργασιακά και μισθολογικά θέματα - η κυβέρνηση καλείται να βρει τη «χρυσή τομή»: Να λάβει δηλαδή μία απόφαση για τον κατώτατο μισθό η οποία, από οικονομική και κοινωνική σκοπιά, θα είναι: 1.Ψύχραιμη (χωρίς επηρεασμούς από μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις). 2. Δίκαιη (ελαφρύνοντας τα βάρη των επιχειρήσεων που θα πληρώσουν την αύξηση), 3. Ισορροπημένη (ενσωματώνοντας προβλέψεις για τις επιπτώσεις της αύξησης στην πορεία του πληθωρισμού και της ανεργίας).
Για να πληρούνται αυτοί οι τρεις όροι, ο εμπορικός κόσμος είναι πεπεισμένος πως ταυτόχρονα με την ανακοίνωση του νέου κατώτατου μισθού απαιτούνται ρυθμίσεις – αντίβαρα, που θα ενισχύουν τις αντοχές και τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων. Προς το σκοπό αυτό επισημαίνονται δύο «προβληματικά» σημεία, που συνοδεύουν την αύξηση του κατώτατου μισθού: 1ον: Η επιβάρυνση μιας επιχείρησης είναι κατά πολύ υψηλότερη από την ονομαστική αύξηση που λαμβάνει ως τελικό πληρωτέο ο εργαζόμενος, αφού ο εργοδότης πρέπει να καταβάλει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, τις δικές του και του εργαζομένου. 2ον: Στο λιανικό εμπόριο ειδικότερα, έναν κλάδο με επιχειρήσεις πολλών «ταχυτήτων», το ποσοστό αύξησης θα επιβαρύνει εξίσου, τόσο τις λίγες ισχυρές εγχώριες και ξένες λιανεμπορικές αλυσίδες που έχουν δει σημαντική αύξηση εσόδων και μέσω των ηλεκτρονικών πωλήσεων, όσο και τις μικρές και πολύ μικρές εμπορικές επιχειρήσεις, που είναι η συντριπτική πλειονότητα του κλάδου, οι οποίες όμως σήμερα δοκιμάζονται εκ νέου σκληρά μετά την πανδημία, λόγω του υψηλού λειτουργικού κόστους και της μειωμένης αγοραστικής ζήτησης.
Στο «δια ταύτα»: Όπως είναι φανερό, το ποσοστό της αύξησης του κατώτατου μισθού, όσο σωστά «ζυγισμένο» κι αν είναι, δεν θα μπορέσει από μόνο του να αποδώσει δικαιοσύνη προς εργοδότες και εργαζόμενους. Για το λόγο αυτό, ο επιχειρηματικός κόσμος εύλογα αναμένει την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και – επιτέλους – την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, ως τα δύο απαραίτητα αντισταθμιστικά μέτρα στις νέες επιβαρύνσεις λόγω του αυξημένου κατώτατου, τα οποία θα ενισχύσουν τη ρευστότητα της αγοράς, την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων και την απασχόληση. Το αμέσως επόμενο διάστημα, τα επιστημονικά ινστιτούτα, οι εργοδοτικοί φορείς και τα συνδικάτα, παρά τις διαδικαστικές και ουσιαστικές δυσχέρειες που προκαλεί η συντόμευση της διαβούλευσης, οφείλουμε να καταθέσουμε τεκμηριωμένες προτάσεις για το ποσοστό της αύξησης του κατώτατου. Η ΕΣΕΕ δεσμεύεται ότι θα το κάνει, υπενθυμίζοντας παράλληλα, το αίτημα να επιστρέψει στους κοινωνικούς εταίρους η αποφασιστική αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, αφού οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα τις ανάγκες, αλλά και τις δυνατότητές τους.