Ο υψηλός πληθωρισμός στα τρόφιμα, πολύ υψηλότερος του μέσου όρου, επιμένει. Η κόκκινη γραμμή στο διάγραμμα που ακολουθεί, μοιάζει να στοχεύει...πολύ ψηλά.
Πόσο θα συνεχίσει άραγε τη ξέφρενη πορεία της;
Η κατάσταση δεν είναι ενιαία σε όλο τον κλάδο των τροφίμων. Κάποιες πληροφορίες αναφέρονται σε μειώσεις τιμών, κυρίως μέσω προσφορών, άλλες πάλι σε αυξήσεις λίαν προσεχώς.
Δηλώσεις ανθρώπων που έχουν την ευθύνη λειτουργίας μεγάλων επιχειρήσεων μοιάζουν να συγκλίνουν: «Ακόμη δεν έχουμε λάβει τέτοιου είδους αποφάσεις (σ.σ. μείωσης τιμών), ωστόσο εκτιμώ ότι με τόσο εκτεταμένες προσφορές σε όλα μας τα προϊόντα, δεν έχουν νόημα οι μειώσεις των τιμών» τονίζει ο Δ/νων Σύμβουλος της ΔΕΛΤΑ κ.Τσόλκας.
Παρόμοια στάση ακολουθεί και μια άλλη μεγάλη βορειοελλαδίτικη γαλακτοβιομηχανία η Κρι-Κρι: 3 εκ ευρώ υπό μορφή προσφορών για όλο το 2023, καθώς διαφαίνεται αποκλιμάκωση τιμών της πρώτης ύλης. Επιπρόσθετα ανακοίνωσε 10% πραγματικές μειώσεις τιμών σε επιλεγμένα προϊόντα.
Η ένταση των φαινομένων που ζήσαμε το προηγούμενο διάστημα είναι λογικό να κάνει όλους τους παίκτες προσεκτικούς και τηρούντες μια στάση αναμονής. Ας μη παραβλέπουμε ότι τα φαινόμενα που δημιούργησαν τη σημερινή κατάσταση δεν έχουν ακόμη εκτονωθεί...
Κάνοντας την υπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλα εξωγενή φαινόμενα, φαίνεται ότι δεν θα έχουμε δραματικές μειώσεις στο μέτωπο των τιμών τροφίμων το επόμενο διάστημα.
Όπως άλλωστε δεν είχαμε δραματικές αυξήσεις το καλοκαίρι του 2021, όταν οι τιμές των αγροτικών προϊόντων εν μία νυκτί κυριολεκτικά, αυξήθηκαν κατά 50 κι 70%, πυροδοτώντας στην ουσία τον όλο κύκλο αύξησης των τιμών.
Τότε όλοι ξαφνιασμένοι απλώς περίμεναν το φαινόμενο να κοπάσει από μόνο του. Οι πληθωριστικές μνήμες του 70 και 80 είχαν ξεθωριάσει. Οι παραγωγοί τροφίμων, δηλαδή οι μεταποιητικές βιομηχανίες καθώς και οι λιανοπωλητές, προσπάθησαν να απορροφήσουν τις πρώτες αυξήσεις. Αυτό διήρκεσε ένα διάστημα λίγων μηνών, μέχρι που έγινε κοινή πεποίθηση ότι οι τιμές θα πάρουν την ανηφόρα χωρίς επιστροφή και είναι αδύνατο να απορροφηθεί η αύξηση από την παραγωγική αλυσίδα.
Η στάση των Κεντρικών Τραπεζών, καθ’ ύλην αρμόδιες για το επίπεδο τιμών, και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, εξέπεμπε εκείνο το διάστημα αισιοδοξία κι εφησυχασμό, ότι ο πληθωρισμός θα ανέβει το πολύ στο 2%, ποσοστό που είναι και αν το θέλετε και υγιές για μια οικονομία.
Ο στόχος αυτός ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα, κι έγινε αντιληπτό στην αγορά ότι ο καθένας πρέπει να φροντίσει τη θέση του και τη δουλειά του: Οι Κεντρικές Τράπεζες τη φήμη τους και οι επιχειρήσεις τα κέρδη τους και τα μερίδιά τους στην αγορά.
Στα τρόφιμα, τέσσερις είναι οι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος: η πρώτη ύλη, τα υλικά συσκευασίες, οι μεταφορές/διανομές και οι μισθοί. Τα τρία πρώτα στοιχεία κόστους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές της ενέργειας.
Οι διανομές προφανώς από την τιμή καυσίμων στην αντλία αλλά και τους μισθούς των οδηγών, τα υλικά συσκευασίας από το πλαστικό αλλά και το ενεργειακό κόστος μεταποίησης και οι πρώτες ύλες από το κόστος λιπασμάτων και καυσίμων.
Η αναταραχή που συνέβη στην αγορά ενέργειας με τα γεγονότα στην Ουκρανία, έδωσε το επίσημο έναυσμα και δικαιολογία για την επιτάχυνση της αύξησης των τιμών.
Όλοι μας ξέρουμε ότι όταν αυξάνεται το πετρέλαιο συμπαρασύρονται τα πάντα πάνω. Ο καταναλωτής δικαιολογεί την αύξηση της τιμής του προϊόντος που αγοράζει κάθε εβδομάδα στο ΣΜ. “Τι να κάνουν κι αυτοί” σου λέει. Έτσι η σχέση του καταναλωτή με το αγαπημένο του brand ή/και αλυσίδα πώλησης, μπορεί να κλονίζεται, αλλά κρατιέται ζωντανή.
Ελάχιστοι αντίθετα, έμαθαν έγκαιρα ότι η τιμή του σιταριού αυξήθηκε κατά 50% εξαιτίας της ξηρασίας στον Καναδά το 2021. Επομένως ο μέσος καταναλωτής, δεν θα δικαιολογούσε την αύξηση της τιμής στα μακαρόνια, το ψωμί, τα κουλούρια και ότι άλλο από τη πληθώρα των προϊόντων που φτιάχνονται από το σιτάρι. Ακόμα λιγότεροι, έμαθαν ότι οι κτηνοτρόφοι δεν μπορούσαν πλέον να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικά τους έξοδα, ειδικά μετά την αλματώδη αύξηση της τιμής των ζωοτροφών το ίδιο καλοκαίρι. Έτσι το αιγοπρόβειο γάλα αυξήθηκε από 0,70 σε 1+ ευρώ το λίτρο, δηλαδή πάνω από 50% εκτινάσσοντας τη τιμή της φέτας περί τα Χριστούγεννα σε πάνω από 7 ευρώ το κιλό από 5 που είχε προηγούμενα.
“Τρελάθηκαν όλοι” μουρμούριζε ο μέσος αστός καταναλωτής, που έχει αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Εδώ, οι σχέσεις καταναλωτών και σημάτων καθώς και η εμπιστοσύνη προς τα δίκτυα πώλησης κλονίστηκαν: οι καταναλωτές έψαχναν φθηνότερα προϊόντα όπου μπορούσαν. Έστω και υποκατάστατα, έστω και με το ζύγι. Οι λιανοπωλητές και οι προμηθευτές προσπαθούσαν να κρατήσουν ο καθένας το μεγάλο μερίδιο της αύξησης για το μέρος τους.
Όταν υπάρχει γενικότερη πληθωριστική αύξηση, είναι ευκαιρία για όλους να προωθήσουν αυξήσεις μέχρι το επίπεδο που εκτιμούν ότι θα αντέξει ο καταναλωτής.
Έτσι, σε παγκόσμιο επίπεδο, βλέπουμε ότι πολλοί παραγωγοί και λιανοπωλητές αύξησαν σημαντικά τα κέρδη τους μέσα από την αύξηση τιμών ή μέσω καλύτερης διαπραγμάτευσης με τους προμηθευτές τους. Σε εμάς εδώ τέτοια συμπεράσματα είναι μόνο υποθέσεις, αφού ελάχιστες βιομηχανίες τροφίμων δημοσιεύουν τριμηνιαία αποτελέσματα, όπως κάνουν οι μεγάλες εισηγμένες εταιρείες του εξωτερικού.
Κάποιοι που αύξησαν τις τιμές τους και πιθανότατα τα κέρδη τους, θεωρούσαν δικαιολογημένα και δίκαια ότι έπραξαν. Ήταν όλοι αυτοί, που τα προηγούμενα χρόνια δεν μπορούσαν να αυξήσουν τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών τους, λόγω της ισχύος των παραπάνω κρίκων της αλυσίδας. Τέτοιοι ήταν οι μεταφορές, πολλά είδη συσκευασίας και σαφώς οι αγρότες και κτηνοτρόφοι.
Εάν η γνωστή θεωρία του ελατηρίου έβρισκε μια άριστη εφαρμογή, αυτή θα ήταν στις τιμές των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων το 2021.
Οι τότε πολύ χαμηλές τιμές, άφηναν ελάχιστα περιθώρια κέρδους στους παραγωγούς. Παράλληλα οι συνεχείς απαιτήσεις εκσυγχρονισμού τους και συμμόρφωσής τους σε νέα πρωτόκολλα, δεδομένα υγιεινής και ασφάλειας, ευζωίας ζώων, αναλύσεων υπολειμμάτων κλπ κλπ, χρειάζονταν χρήματα που απλά δεν υπήρχαν. Έτσι, όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν, οι τιμές πετάχτηκαν, σαν ελατήριο, στον έβδομο ουρανό. Το σιτάρι από 18 λεπτά σε 32, το γάλα από 0,70 σε 1,1 τα αυγά διπλασιάστηκαν μέσα σε ένα καλοκαίρι.
Αντίστοιχα προβλήματα αντιμετώπισε ο κλάδος των μεταφορών. Η πανδημία και οι καραντίνες δημιούργησαν ένα καθόλου ευχάριστο εργασιακό κλίμα στο κλάδο και πολλοί εργαζόμενοι απέφευγαν μια τέτοια εργασία. Δημιουργήθηκαν αστραπιαία μεγάλα κενά οδηγών κι εργατών και οι μισθοί πολλαπλασιάστηκαν. Τα κοινωνικά δίκτυα γέμισαν ξαφνικά από προσκλήσεις για εργασία σε οδηγούς όχι σε Ευρωπαϊκές χώρες αλλά στη μακρινή Αυστραλία και Καναδά. Με προτεινόμενους μάλιστα μισθούς που θεωρούσες ότι ήταν τυπογραφικό λάθος.
Μέχρι τριπλασιασμό έδινε μεγάλος λιανοπωλητής στις ΗΠΑ. Αυτό το τεράστιο κόστος έπρεπε να μετακυληθεί στις τιμές, ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί από τους μεταφορείς, οι οποίοι βγάζουν κέρδη από τους μεγάλους όγκους δουλειάς, όχι από τις υψηλές χρεώσεις.
Αντίστοιχα γεγονότα συνέβησαν σε ολόκληρο το κόσμο. Και μέσα στο στραβό κλίμα του δεύτερου εξαμήνου του 2021, ήλθε και η ανατροπή από την Ουκρανία και δημιουργήθηκε ένα εκρηκτικό περιβάλλον.
Οι συνθήκες αυτές, τράβηξαν την προσοχή κερδοσκοπικών κεφαλαίων με αποτέλεσμα να είναι δυσδιάκριτο πόσο αυξήθηκαν οι τιμές για λόγους κόστους και πόσο από την κερδοσκοπία.
Η τρομακτική πτώση πολλών αγροτικών προϊόντων όπως των σιτηρών (από 550 ευρώ ο τόνος σε 380 ευρώ) εδώ κι ένα 8/μηνο, μας κάνει να υποψιαστούμε οτι η συνεισφορά της κερδοσκοπίας στις αυξήσεις τιμών των διεθνοποιημένων αγροτικών προϊόντων ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Αποφεύγουμε να γράψουμε νούμερα αλλά τίποτα δεν θα αποτελέσει έκπληξη...
Φτάσαμε λοιπόν σήμερα, όπου οι μάσκες έπεσαν: οι αρχές παραδέχθηκαν ότι ο πληθωρισμός είναι μεγάλο αγκάθι, οι παίκτες της φυσικής αλυσίδας κατάλαβαν οτι χωρίς γενναία αύξηση τιμών δεν επρόκειτο να επιβιώσουν, οι κερδοσκόποι μάλλον κήρυξαν... αναστολή εργασιών μέχρι νεωτέρας, οι καταναλωτές ζαλισμένοι προσπαθούν να περισώσουν ότι μπορούν. Και μάλλον δεν μπορούν και πολλά πράγματα, εαν κρίνουμε από την πτώση του όγκου πώλησης στα ΣΜ για τον Ιανουάριο που έφτασε στο 5%!!!
Την απάντηση στο ερώτημα εαν θα πέσουν οι τιμές, την δίνει με αρκετά διπλωματικό τρόπο από το Σικάγο ο κ. Bailey, αναλυτής της μεγάλης κι εξειδικευμένης στις αγροτικές αγορές τράπεζας RABOBANK: οι τιμές κάποιων λαχανικών (σσ δηλαδή ανώνυμων προϊόντων) έχει υποχωρήσει σημαντικά στο ράφι. Εάν και όταν επώνυμα προϊόντα αποφασίσουν να μειώσουν τις τιμές τους θα πρέπει να το κάνουν με σύνεση. Απότομη μείωση τιμών μπορεί να βλάψει την ίδια την υπόσταση του εμπορικού σήματος και τη σχέση που έχουν επι χρόνια οικοδομήσει με τους καταναλωτές. Θα μπορούσε άνετα ο καταναλωτής να υποθέσει ότι πρόκειται για ένα νέο υποδεέστερο προϊόν...”.
Εγχώριοι και διεθνείς παράγοντες φαίνεται ότι συμφωνούν ότι οι ονομαστικές τιμές θα παραμείνουν στα σημερινά επίπεδα ή θα υποχωρήσουν ελαφρά, κυρίως σε προϊόντα με μικρή προστιθέμενη αξία και πάντα στα πλαίσια εμπορικών πρακτικών.
Αυτό που ενδιαφέρει τον καταναλωτή, είναι ότι θα μπορεί μέσω προσφορών να αγοράζει μεγαλύτερη ποσότητα με τα ίδια χρήματα. Κάτι είναι κι αυτό.