Η παρατεταμένη οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα μετά το 2009, έφερε σταδιακά στην επικαιρότητα ένα μείζον εθνικό πρόβλημα, το δημογραφικό, το οποίο ως κοινωνία και ως έθνος επιμέναμε να παραβλέπουμε από το 1981 που ξεκίνησε να υφίσταται - αφού ήδη από τότε ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα (ο χαρακτηριστικός Δείκτης Γονιμότητας) έπεσε κάτω από τα 2,10 που είναι το φυσικό όριο ανανέωσης του πληθυσμού και πλέον έχει κατακρημνισθεί κάτω από 1,30.
Οι δραματικές συνέπειες του δημογραφικού σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, η οικονομία, το εκπαιδευτικό σύστημα και η εθνική άμυνα, έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται και οι προοπτικές μόνο δυσοίωνες μπορεί να χαρακτηριστούν. Από την απογραφή του 2021 διαπιστώνεται μείωση του πληθυσμού της χώρας κατά περίπου 400.000 κατοίκους σε σχέση με την αντίστοιχη του 2011, με κύριους λόγους τη μετανάστευση στο εξωτερικό και την καταγραφή περισσότερων θανάτων από γεννήσεις (κατά σχεδόν 40.000 ανθρώπους το 2021). Ο Δείκτης Γονιμότητας κινείται ήδη κάτω από το 1,30 και έτσι δεν είναι έκπληξη, πλέον, οι προβλέψεις για πληθυσμό μόλις 8.000.000 στην Ελλάδα του 2050.
Κατανοώντας το πρόβλημα
Όπως συμβαίνει με την αντιμετώπιση κάθε προβλήματος, απαραίτητη για την αντιμετώπιση του δημογραφικού είναι η ανάλυση των αιτίων του, δηλαδή μιας σειράς παραγόντων και όχι μόνο του οικονομικού, όπως συχνά (και παραπλανητικά) αναφέρεται στον δημόσιο διάλογο. Για παράδειγμα, την περίοδο 1981-2008 η Ελλάδα βίωνε μια διαρκώς αυξανόμενη (αν και απατηλή) ευμάρεια, αλλά οι γεννήσεις διαρκώς μειώνονταν, όπως συνεχίζει να συμβαίνει έκτοτε – συνεπώς, δεν είναι μόνο οικονομικοί οι λόγοι της υπογεννητικότητας.
Σίγουρα είναι σημαντική μια σοβαρή και στοχευμένη πολιτική παροχής οικονομικών κινήτρων προς όσα ζευγάρια επιθυμούν να αποκτήσουν παιδιά και δυσκολεύονται για οικονομικούς λόγους - κάτι που έχει αποδειχθεί και από την επιτυχία τέτοιων μέτρων στο εξωτερικό (π.χ. στη Γαλλία) αλλά και στην Ελλάδα, παλαιότερα. Όμως η Πολιτεία πρέπει να παρέμβει και σε άλλους τομείς, όπως η γονική μέριμνα, η στήριξη των μεγάλων οικογενειών, ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού και διοικητικού πλαισίου των υιοθεσιών και, οπωσδήποτε, η σωστή ενημέρωση της κοινής γνώμης.
Προηγούμενες πολιτικές αντιμετώπισης
Η πολιτική ηγεσία της χώρας έχει ήδη καταβάλει κάποιες προσπάθειες για την αντιμετώπιση του προβλήματος, Το 1992, η Βουλή των Ελλήνων συνέστησε ειδική Διακομματική Επιτροπή, που εξέδωσε σχετικό 80σέλιδο πόρισμα τον Φεβρουάριο του 1993 - οι ενδιαφέρουσες προτάσεις του οποίου ως επί το πλείστον αγνοήθηκαν. Το 2018 συστάθηκε νέα Επιτροπή, η οποία δημοσιοποίησε το δικό της πόρισμα τον Μάρτιο του 2018 - τριπλάσιας έκτασης (240 σελίδες) και με πολύ λεπτομερέστερη τεκμηρίωση σε σχέση με εκείνο του 2019. Όπως φανερώνει και η διαφορά μεγέθους των αντίστοιχων κειμένων, στα 25 και πλέον χρόνια που μεσολάβησαν, η ευαισθητοποίηση της πολιτικής ηγεσίας και της κοινής γνώμης έχει αυξηθεί σημαντικά.
Σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας, οι μόνες κυβερνήσεις που έχουν ασχοληθεί σοβαρά με το δημογραφικό, είναι αυτές της Νέας Δημοκρατίας. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1990-1993 με τις συντάξεις στις πολύτεκνες μητέρες και η κυβέρνηση Καραμανλή το 2004-2009 με τα επιδόματα στους τριτέκνους, είχαν επιτύχει μετρήσιμα αποτελέσματα. Αλλά και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, στο έργο της οποίας συμμετέχω από το 2019 ως Βουλευτής Αχαΐας, έχει λάβει σειρά ουσιαστικών μέτρων, όπως η δημιουργία νέου υφυπουργείου για θέματα Δημογραφικής και Οικογενειακής Πολιτικής, η ενίσχυση της προσχολικής αγωγής, οι άδειες πατρότητας και μητρότητας και βέβαια το επίδομα γέννησης των €2.000 ανά παιδί.
Λύσεις για το άμεσο μέλλον
Επιπλέον της δημογραφικής πολιτικής που ήδη εφαρμόζουμε, η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη προγραμματίζει νέα τολμηρά μέτρα, στα οποία περιλαμβάνεται η διοικητικά και θεσμικά αναβαθμισμένη αντιμετώπιση του προβλήματος με την ίδρυση νέου υπουργείου Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής και η αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, που έχει ήδη εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός.
Παρακολουθώντας το δημογραφικό από τη δεκαετία του 1990 και συγκρίνοντας τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί εδώ και 30 χρόνια για την αντιμετώπισή του, θεωρώ ότι είναι σημαντικό βήμα το ότι, ως κυβέρνηση, την προηγούμενη τετραετία αναδείξαμε το ζήτημα στις προτεραιότητες της πολιτικής μας. Το ίδιο φυσικά θα συνεχίσουμε να κάνουμε και στην επόμενη τετραετία, εφόσον ο ελληνικός λαός μας εμπιστευτεί ξανά τη διακυβέρνηση της χώρας.