Οι αγρότες/κτηνοτρόφοι αλλά και οι καταναλωτές, έχασαν ή πλήρωσαν πολλά χρήματα τον τελευταίο καιρό για να μάθουν τον «Πληθωρισμό της απληστίας». Περισσότερα εδώ.
Υπήρξαν πολλές γενικόλογες δηλώσεις εγχωρίως αλλά και στην αλλοδαπή, αλλά εντύπωση προκάλεσε η δήλωση αυτή, που έλεγα τα πράγματα με το όνομά τους: «Ας είμαστε ειλικρινείς, οι εταιρείες και ειδικά οι μεγάλες, δεν μπορούν να βάλουν πλάτη και να μειώσουν οικιωθελώς τα κέρδη τους». Ανήκει στον κ. Σπύρο Θεοδωρόπουλο, τον γνωστό επιχειρηματία και Αντιπρόεδρο του ΣΕΒ, η πρώτη που αποτελεί φρέσκια άποψη στις συζητήσεις περί αύξησης τιμών των τροφίμων.
Φαίνεται οτι τα πράγματα, εδώ αλλά και διεθνώς έχουν πάρει το δρόμο τους. Ας το πάρουμε απόφαση, κάθε φορά που για οποιονδήποτε λόγο οι τιμές της πρώτης ύλης ανεβαίνουν, θα συμπαρασύρουν προς τα επάνω τα κέρδη των πάσης φύσεως ενδιαμέσων παικτών της αλυσίδας από το χωράφι στο ράφι και κυρίως αυτό το επίπεδο θα κατοχυρώνεται ως ένα νέο επίπεδο αναφοράς.
Ασχετα εάν συμφωνεί κανείς ή όχι με την αντίληψη αυτή, ως δήλωση είναι απολύτως σαφής και διαφωτιστική: κοιτάξτε τι θα κάνετε κι εσείς με τη σειρά του ο καθένας!
Στις περιπτώσεις αυτές στα τρόφιμα, είναι συνήθως τα δύο άκρα της αλυσίδας που υποφέρουν: οι αγρότες και οι καταναλωτές. Οι υπόλοιποι, ή κάποιοι από τους υπόλοιπους, φαίνεται οτι βρίσκουν τρόπο να βελτιώσουν τη θέση τους.
Δείτε τι συνέβη με το σκληρό σιτάρι: το 2020 ή τιμή του ήταν 18 λεπτά το κιλό και τα μακαρόνια, το χωριάτικο ψωμί και τα διάφορα αρτοσκευάσματα που είχαν σαν βάση το σκληρό, είχαν μια αντίστοιχη τιμή. Την επόμενη χρονιά ανέβηκε στα 25 με 30 λεπτά και οι τιμές των τελικών προιόντων έμειναν σχεδόν σταθερές. Πέρυσι όμως, υπό την πίεση κλιματικής αλλαγής, πολέμου και τιμών ενέργειας εκτοξεύθηκε στα 50 λεπτά το κιλό! Αυτό όμως, όπως όλα τα θαύματα, κράτησε λίγες ημέρες. Αμέσως άρχισε η υποχώρηση για να φτάσει το φθινόπωρο του 2022 γύρω στα 40 με 45 λεπτά και να καταλήξει λίγο πριν τον αλωνισμό φέτος στα 25 λεπτά, εκεί δηλαδή που ήταν πριν 2 χρόνια. Κι αυτό όταν τα πάσης φύσεως κοστολόγια έχουν εκτοξευθεί.
Επ’ αυτού μια πρώτη παρατήρηση - αυτοκριτική: ο γράφων, καλλιεργεί, όπως το σύνολο των αγροτών και σιτηρά. Πέρυσι, πούλησε τα μισά στις υψηλές τιμές των 50 λεπτών για να καλύψει καλλιεργητικές δαπάνες και τα υπόλοιπα μισά το φθινόπωρο με την ελπίδα των υψηλότερων τιμών. Η προφανής ερώτηση εδώ είναι: «Καλά ρε φίλε και πόσο περίμενες να πάει πια;» Η Απάντηση είναι... πληθωρισμός της απληστίας! Χάθηκαν τελικά 7 λεπτά το κιλό και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα
Αρα, ο κ Θεοδωρόπουλος έχει ένα δίκιο, οτι όταν έχεις, ή νομίζεις οτι έχεις όπως η περίπτωσή μας, το δάκτυλο στο μέλι, άσχετα εάν είσαι αγρότης, βιομήχανος ή έμπορος, τελικά θέλεις να το γλύψεις. Αυτό το μέλι βέβαια θα λείψει από κάποιον άλλον, γιατί ένα βάζο έχουμε όλο κι όλο. Το ερώτημα όμως του τι θα φάνε οι υπόλοιποι, απευθύνεται τελικά στην πολιτική ηγεσία και όχι στην αγορά. «Εχουν την ανάσα των χρηματαγορών», απάντησε αναφορικά με τις εταιρείες ο κ Θεοδωρόπουλος.
Οι μύλοι λοιπόν αγόρασαν πέρυσι κάποιες ποσότητες στην υψηλή τιμή των 50 λεπτών, αλλά αυτή δεν ήταν ολόκληρη η ποσότητα που χρειάζονταν μέχρι την επόμενη χρονιά. Αγόραζαν συνέχεια όσο οι τιμές έπεφταν. Προσάρμοζαν όμως τις τιμές πώλησης με γνώμονα τα 50 λεπτά που είχαν αρχικά αγοράσει, κατά το κοινώς λεγόμενο «κοίταξαν να βγάλουν τα σπασμένα». Το έκαναν αυτό και οι υπόλοιποι κρίκοι της αλυσίδας, με συνέπεια οι τιμές των τελικών προιόντων να αγγίζουν σήμερα το διπλάσιο σε σχέση με 2 χρόνια πριν. Και δεν σταμάτησαν οι αυξήσεις ούτε και όταν τα καύσιμα, το άλλο σημαντικό στοιχείο κόστους έπεσαν κατά πλέον του 20%.
Με το ένα και με το άλλο, έρχονται στην επιφάνεια οι νέοι ρόλοι των διάφορων κοινωνικών και παραγωγικών ομάδων. Μέχρι τώρα ο όρος αγρότης ή κτηνοτρόφος, παρέπεμπε σε ένα συμπαθή επαγγελματία που παλεύει με τα στοιχεία της φύσεως για να βγάλει πέντε δεκάρες να μεγαλώσει τα παιδιά του. Το προιόν της εργασίας του, είναι η βάση της διατροφής της κοινωνίας και για το λόγο αυτό το κράτος και η πολιτεία του συμπαρίσταται με διάφορους τρόπους. Με τα νέα όμως δεδομένα, είναι ένας ακόμη επαγγελματίας που οφείλει με τις ενέργειές του, μόνος του ή σε συνεργασία με άλλους να τα βγάλει πέρα, είτε το σιτάρι έχει 18 λεπτά και το πετρέλαιο 1,2 ευρώ το λίτρο, είτε 25 λεπτά και το πετρέλαιο 1,6 ευρώ/λίτρο. Σιτάρια λέει, υπάρχουν και αλλού στον πλανήτη και δυστυχώς αυτό αποδείχτηκε πρόσφατα.
Κάτι αντίστοιχο και ο καταναλωτής: οφείλει να κάνει κουμάντο με τα χρήματα που παίρνει ώστε και να τρώει και τα παιδιά του να στέλνει φροντιστήριο και να πηγαίνει διακοπές το καλοκαίρι και κάποια από τα τριήμερα. Δικό του θέμα πως θα τα βγάλει πέρα, αφού έχει στη διάθεσή του ρυθμίσεις, προσφορές, εκπτώσεις, υπερωριακή απασχόληση, δεύτερη δουλειά αλλά και νέες διατροφικές απόψεις: οι ζωικές πρωτείνες επιβαρύνουν πολύ και εσάς και τον πλανήτη, ενώ οι φυτικές που είναι και φθηνότερες πολύ λιγότερο. 13% λιγότερο για την ακρίβεια, λένε οι μελέτες.
Οποιος μπορέσει, όποιος δεν μπορέσει...
Τουλάχιστον αναφορικά με το κομμάτι της Αγροτικής Οικονομίας, θα πρέπει να ξαναγράψουμε τα πάντα από την αρχή. Τέλος ευαισθησίες, συναισθήματα, τρόπος ζωής, στήριξη της παράδοσης, προστάτης του περιβάλλοντος. Ολα πια έχουν μια τιμή.