Αλήθεια πιστεύετε ότι η ζημιά στη Θεσσαλία θα μείνει μόνο στη Θεσσαλία;
Στη Θεσσαλία καλλιεργείται το 1/3 της παραγωγής σιτηρών στη χώρα ενώ μόνο στη Λάρισα καλλιεργούνται το 23,9% του σκληρού σιταριού και το 22,5% του κριθαριού. Στην Περιφέρεια Θεσσαλίας βρίσκεται το 12,3% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της επικράτειας, που αντιστοιχεί σε 3.470.692 στρέμματα. Πλέον από αυτά, περισσότερα από 1 εκατομμύριο στρέμματα φαίνεται πως έχουν ζημιές μικρότερες, μεγαλύτερες.
Σε σύγκριση με τα γεωργικά προϊόντα, μεγαλύτερηείναι η πληγή στην κτηνοτροφία και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΛΓΑ και την ενημέρωση του υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Σταύρο Κελέτση μέχρι και τις τελευταίες μέρες η απώλεια ζωικού κεφαλαίου διαμορφώνεται σε 70.935 αιγοπρόβατα, 6.136 βοοειδή, 20.326 χοιρινά και 131.795 πτηνά, ενώ αντίστοιχη ζημιά έχει γίνει και στη μελισσοκομία αφού σύμφωνα με τον ΕΛΓΑ, οι απώλειες στα μελισσοσμήνη ανέρχονται μέχρι και σήμερα στις 47.666, ενώ ο πραγματικός αριθμός αναμένεται να είναι κατά πολύ μεγαλύτερος. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί πως για να αποζημιωθούν οι μελισσοκόμοι, κατά κύριο επάγγελμα ή και ετεροεπαγγελματίες θα πρέπει να έχουν δηλωμένο το μελισσοκομείο τους στο ΟΣΔΕ και αυτό σύντομα κλείνει. Οπότε όσοι δεν το έχουν κάνει ας σπεύσουν.
Ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο ΕΚΠΑ κύριος Ν. Μαραβέγιας μιλώντας στην ΕΡΤ σημείωσε πως «Η Θεσσαλία παράγει περίπου το 5,5 – 6% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας μας και είναι πάρα πολύ σημαντική Περιφέρεια και επειδή είναι αγροτική κατεξοχήν περιοχή, παράγει το περίπου το 20 με 25% της αγροτικής παραγωγής» ενώ προσέθεσε πως «πέρα από την αγροτική παραγωγή που η καταστροφή είναι σχεδόν ολοκληρωτική έχουμε και άλλες δραστηριότητες οι οποίες έχουν πληγεί και τουριστικές και βιοτεχνικές και βιομηχανικές». Φυσικά στη 2η περίπτωση δε θα πρέπει να αφήνουμε εκτός και τις εταιρείες μεταποίησης τροφίμων.
Πώς όμως τα προβλήματα στη γεωργία δημιουργούν τελικά πρόβλημα στην συνολική οικονομίας της χώρας;
Α. Καταρχήν όλοι αυτοί οι γεωργοί, κτηνοτρόφοι, μεταποιητές απασχολούσαν εργατικό προσωπικό, μόνιμο ή ημιαπασχολούμενο. Το προσωπικό αυτό και για όσες πλέον επιχειρήσεις μεταβαίνει πλέον στο ταμείο ανεργίας. Αν δε βρεθεί άμεσα λύση από την κυβέρνηση το πρόβλημα θα φανεί σύντομα.
Β. Ο τζίρος των γεωργικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων αλλά και των επιχειρήσεων που επλήγησαν θα εκμηδενιστεί. Κεφάλαια που σε άλλη περίπτωση θα κατευθύνονταν προς ενίσχυση της παραγωγής αλλά και της παραγωγικότητας της γεωργικής ή κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, πλέον θα διατεθούν για την αποκατάσταση ζημιών ή ακόμα και για την επιβίωση των ίδιων των οικογενειών που επλήγησαν. Όσο περισσότερο καθυστερήσει η αποκατάσταση και η επανεκκίνηση των καλλιεργητικών εργασιών, τόσο περισσότερο θα καθυστερήσει η παραγωγή και τελικά το ΑΕΠ θα απωλέσει πόρους από τη γεωργία και την κτηνοτροφία που σε αντίθετη περίπτωσηθα είχε.
Γ. Ο πληθωρισμός των τροφίμων επιμένει πολύ καιρό τώρα πάνω από το 10% και ίσως είχαμε φτάσει στις μέρες που θα βλέπαμε μια πρώτη σημαντική μείωση του. Ωστόσο μείωση της παραγωγής, σημαίνει και μείωση της προσφοράς τροφίμων. Η μείωση της προσφοράς είναι φυσικό να αυξήσει τις ήδη υψηλές τιμές των γεωργικών προϊόντων, με αρνητικές τελικά επιπτώσεις στον πληθωρισμό τροφίμων αλλά και στα Ελληνικά νοικοκυριά που σήμερα που γράφεται αυτό το άρθρο, ξοδεύουν ήδη πολύ σημαντικό ποσοστό του εισοδήματος τους για τη διατροφή τους και γενικότερα για τα ήδη πρώτης ανάγκης. Σε όλο αυτό έρχονται να προστεθούν οι πρόσκαιρες αδικαιολόγητες τάσεις κερδοσκοπίας που εμφανίζονται στην αγορά των τροφίμων και δυσκολεύουν περισσότερο τη ζωή των καταναλωτών και κυρίως των αδύνατων οικονομικά νοικοκυριών. Η κυβέρνηση από την άλλη προσπαθεί να ελέγξει αυτά τα φαινόμενα κερδοσκοπίας, ωστόσο αυτό μάλλον είναι δύσκολο, ενώ αν η αγορά πιεστεί υπερβολικά με πλαφόν και άλλες παρόμοιες διατάξεις, θα εμφανιστούν φαινόμενα μαύρης αγοράς.
Με απλά λόγια αν δε στηριχθούν άμεσα οι θεσσαλοί αγρότες και κτηνοτρόφοι, το «δράμα» που βιώνουν αυτοί στα χωράφια και τους στάβλους τους σήμερα, θα μεταφερθεί από τα ράφια των σούπερ μάρκετ έως και στους πάγκους των λαϊκών αγορών, χωρίς να μπορεί να ελέγξει το φαινόμενο αυτό κανένα υπουργείο και καμιά κυβέρνηση.