Οι προκλήσεις με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες οι ευρωπαϊκές αγορές ενέργειας τα τελευταία δύο χρόνια, ώθησαν τις κυβερνήσεις στη λήψη σημαντικών αποφάσεων για τη διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού και τη διατήρηση των τιμών σε προσιτά επίπεδα για τους καταναλωτές. Η Ελλάδα δεν αποτέλεσε εξαίρεση, καθώς οι εθνικές αρχές εφάρμοσαν αρκετές μεταρρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο στο επίπεδο της χονδρικής όσο και της λιανικής αγοράς ενέργειας. Η απόφαση για κατάργηση των προσωρινών τροποποιήσεων στην αγορά και των επιδοτήσεων στους λογαριασμούς των καταναλωτών δρομολογήθηκε για τα τέλη του 2023, μετά την πρόσφατη πτώση των τιμών στο χρηματιστήριο ενέργειας. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε μεταρρυθμίσεις ως προς τα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2024.
Όλοι οι καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός αυτών με ενεργές συμβάσεις σταθερής τιμής, ενημερώθηκαν έγκαιρα για την μετάβασή τους στο «ειδικό τιμολόγιο» με τον υφιστάμενο προμηθευτή τους, από την 1η Ιανουαρίου, όμως η τελική επιλογή παραμένει στα χέρια τους καθώς μπορούν είτε να αποδεχτούν την αλλαγή, είτε να επιλέξουν άλλο τιμολόγιο της αρεσκείας τους. Η μετάβαση στο «ειδικό τιμολόγιο» αποφασίστηκε κυρίως επειδή το μέχρι πρότινος τιμολόγιο τους θα καταργούνταν από τον Ιανουάριο, δίνοντας θέση στα νέα τιμολόγια ρεύματος. Στην πραγματικότητα, τα τιμολόγια αυτά δεν ήταν όλα καινούρια, καθώς τα κυμαινόμενα με αναπροσαρμογή βάσει της τιμής χονδρικής προϋπήρχαν της ενεργειακής κρίσης, όμως είχαν τεθεί προσωρινά σε αναστολή για να διευκολυνθεί η επιλογή των καταναλωτών και να περιοριστεί η έκθεσή τους στις υψηλές τιμές ενέργειας.
Το νέο καθεστώς λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας καθιέρωσε το «ειδικό τιμολόγιο», το οποίο παρέχεται υποχρεωτικά από όλους τους προμηθευτές. Το βασικό πλεονέκτημά του είναι ότι η τελική τιμή του δημοσιεύεται την 1η ημέρα κάθε μήνα, καθιστώντας το έτσι εύκολα συγκρίσιμο. Επιπλέον, η κυβέρνηση αποφάσισε να τοποθετήσει χρωματική σήμανση για τις διαφορετικές κατηγορίες τιμολογίων με στόχο τη διαφάνεια και τη διευκόλυνση των καταναλωτών.
Από την άλλη, η ύπαρξη όλων αυτών των τύπων τιμολογίων (συμπεριλαμβανομένων και των διαφορετικών παραλλαγών τους πχ. κίτρινα), με σύνθετους τύπους υπολογισμού και μηχανισμούς αναπροσαρμογής, έχει προσθέσει πολυπλοκότητα στην αγορά. Το «ειδικό τιμολόγιο» εισήχθη για να αντισταθμίσει εν μέρει αυτή την πολυπλοκότητα για τους καταναλωτές, καθώς επιτρέπει τη σύγκριση στην αρχή κάθε μήνα, ωστόσο προσφέρει μόνο μερική προβλεψιμότητα τιμών για τους επόμενους μήνες. Επιπλέον, τα κυμαινόμενα τιμολόγια μπορεί να προσφέρουν ανταγωνιστικές τιμές, αλλά ποικίλλουν σημαντικά ως προς τα χαρακτηριστικά και τους τύπους υπολογισμού τους, καθιστώντας έτσι την συγκρισιμότητα των τιμών τους εφικτή μόνο ως ένα σημείο.
Στη συνέχεια αυτού του άρθρου θα εμβαθύνουμε στη νέα αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αναλύοντας τις διαφορές μεταξύ των διαθέσιμων τιμολογίων, εστιάζοντας στη σύγκρισή τους αλλά και την πιθανή μελλοντική εξέλιξη των τιμών τους. Στην ανάλυση λαμβάνονται υπόψη:
- Το τυπικό προφίλ κατανάλωσης για οικιακούς πελάτες
- Όλα τα διαθέσιμα τιμολόγια του Ιανουαρίου που προσφέρονται από τους 3 μεγαλύτερους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (με βάση το μερίδιο αγοράς τους)
- Για τους υπολογισμούς των τιμολογίων έχει χρησιμοποιηθεί η μέση μηνιαία τιμή εκκαθάρισης της αγοράς επόμενης ημέρας ή η μεσοσταθμική τιμή αγοράς, σύμφωνα με τον τύπο τιμολογίου
Το Γράφημα 1 απεικονίζει τη συνολική τιμή του μηνιαίου λογαριασμού για διαφορετικούς τύπους προσφερόμενων τιμολογίων, τον Ιανουάριο του 2024. Σύμφωνα με την ανάλυση, τη φθηνότερη τιμή της αγοράς, κατά τον πρώτο μήνα εφαρμογής, προσέφερε το κίτρινο τιμολόγιο. Επιλέγοντας το συγκεκριμένο προϊόν σε σύγκριση με το φθηνότερο διαθέσιμο πράσινο τιμολόγιο, ένας καταναλωτής εξοικονόμησε 2,5 € για τον πρώτο μήνα, ενώ το αντίστοιχο ποσό ανήλθε στα 8,3 € κατά τη σύγκριση με το φθηνότερο μπλε τιμολόγιο.
Γενικά, παρατηρείται ότι τα κυμαινόμενα τιμολόγια (κίτρινα) παρουσίασαν σημαντικές διαφορές στον τρόπο υπολογισμού τους και κατ’ επέκταση στην τελική τους τιμή, το οποίο μεταφράζεται στο ευρύ φάσμα των τιμών τους. Επίσης, τον Ιανουάριο ήταν κατά μέσο όρο υψηλότερα από τα πράσινα, ωστόσο παρείχαν μεμονωμένα φθηνότερες επιλογές. Ένας καταναλωτής θα κληθεί να πληρώσει 9 € λιγότερα για τον μήνα Ιανουάριο, έχοντας επιλέξει το φθηνότερο κίτρινο τιμολόγιο σε σχέση με την ακριβότερη διαθέσιμη επιλογή μεταξύ των κίτρινων τιμολογίων. Η επιλογή του κατάλληλου τύπου (χρώματος) τιμολογίου έχει βρεθεί τελευταία στο επίκεντρο των συζητήσεων μεταξύ των Ελλήνων καταναλωτών, ωστόσο, η ανάλυση αναδεικνύει ότι σημαντική εξοικονόμηση μπορεί να επιτευχθεί και με την επιλογή της καταλληλότερης προσφοράς ακόμα και από την ίδια κατηγορία τιμολογίων.
Τα πράσινα τιμολόγια παρουσίασαν το μικρότερο εύρος τιμών, εμφανίζοντας έτσι την ελάχιστη διακύμανση στην τιμή τους μεταξύ των προμηθευτών. Δεδομένου ότι το πράσινο τιμολόγιο επιλέχθηκε ως το κύριο μέσο για την εκ των προτέρων σύγκριση των προμηθευτών, η περιορισμένη διακύμανση των τιμών τους μπορεί να αποδοθεί στην πρόθεση των προμηθευτών να προσφέρουν την πιο ανταγωνιστική τιμή σε αυτήν την κατηγορία, ειδικότερα κατά τον πρώτο μήνα εφαρμογής τους. Ενδεικτικά, τον Ιανουάριο η διαφορά στη τελική τιμή μεταξύ του φθηνότερου και του ακριβότερου πράσινου τιμολογίου που προσέφεραν οι 3 μεγαλύτεροι προμηθευτές, ήταν μόλις 1 €.
Τα τιμολόγια σταθερής τιμής (μπλε) βρίσκονται επί του παρόντος στο άνω άκρο των προσφερόμενων τιμών, με τη φθηνότερη μπλε επιλογή να αγγίζει σχεδόν τα επίπεδα των ακριβότερων κίτρινων τιμολογίων για τον μήνα Ιανουάριο. Η δυναμική τιμολόγησής τους είναι αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης ενός ασφαλίστρου κινδύνου το οποίο οι καταναλωτές καλούνται να πληρώσουν στον προμηθευτή για να έχουν σταθερή τιμή παρά τις όποιες διακυμάνσεις στην αγορά. Συνήθως, τα προσφερόμενα συμβόλαια σταθερής τιμής τείνουν να είναι υψηλότερα κατά τη χειμερινή περίοδο, δεδομένου ότι οι τιμές χονδρικής είναι σχετικά υψηλές. Παρόλα αυτά, προσφέρουν σταθερότητα τιμών και προβλεψιμότητα, ενώ προστατεύουν τους καταναλωτές σε περιπτώσεις ξαφνικής ανόδου των τιμών στη χονδρική αγορά.
Πέρα από τις αρχικές συγκρίσεις, που αφορούν τον πρώτο μήνα εφαρμογής του νέου συστήματος λιανικής αγοράς, ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση της ετήσιας εξέλιξης των διαφορετικών τύπων τιμολογίων, με στόχο την επίτευξη μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας. Για τους σκοπούς αυτής της ανάλυσης, έχουν χρησιμοποιηθεί τα μοντέλα πρόβλεψης τιμών χονδρικής της VaasaETT και οι τιμές έχουν εκτιμηθεί με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες για τις υπάρχουσες προσφορές Ιανουαρίου. Στην πράξη, οι προμηθευτές μπορούν να ενσωματώσουν μελλοντικά και νέα τιμολόγια στο χαρτοφυλάκιό τους, καθώς και να τροποποιήσουν τις εκπτώσεις στα υπάρχοντα τιμολόγια για να τα καταστήσουν περισσότερο ή λιγότερο ελκυστικά σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό.
Το Γράφημα 2 δείχνει τη μηνιαία εξέλιξη της πρόβλεψης τιμών ανά τύπο τιμολογίου κατά τη διάρκεια του 2024. Τα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εξέλιξη των τιμών της αγοράς χονδρικής, ενώ οι καταναλωτές που επιλέγουν μπλε τιμολόγιο θα πληρώνουν σταθερή τιμή καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασής του.
Ξεκινώντας από τον Ιανουάριο, τα κίτρινα τιμολόγια παρουσίασαν τη φθηνότερη τιμή, στα 22 λεπτά €/kWh. Το Φεβρουάριο, αναμενόμενη πτώση των τιμών χονδρικής θα οδηγήσει το φθηνότερο πράσινο τιμολόγιο να είναι η πιο συμφέρουσα επιλογή της αγοράς, σχεδόν κατά 0,6 λεπτά €/kWh. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης, τα φθηνότερα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια αναμένεται να φτάσουν σε παρόμοια επίπεδα. Ωστόσο, η πρόβλεψη των τιμών χονδρικής παρουσιάζει αυξητική τάση κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους και οδηγεί σε αξιοσημείωτες διαφορές, με το κίτρινο τιμολόγιο να αναδεικνύεται και πάλι ως η πιο φθηνή επιλογή. Αντίθετα, η ανάλυση δείχνει ότι οι καταναλωτές που επέλεξαν ένα σταθερό μπλε τιμολόγιο τον Ιανουάριο θα πληρώσουν περισσότερα ετησίως σε σύγκριση με τις άλλες εναλλακτικές, υποθέτοντας ότι δε θα υπάρξει απρόσμενη άνοδος στις τιμές χονδρικής. Κατά συνέπεια, ορισμένοι προμηθευτές ανακοίνωσαν ήδη νέα σταθερά τιμολόγια με χαμηλότερη τιμή από τον Φεβρουάριο.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η επιλογή του φθηνότερου κίτρινου τιμολογίου καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, σε σύγκριση με το φθηνότερο πράσινο, συνεπάγεται εξοικονόμηση της τάξεως των 14 €. Επιπλέον, αν συγκριθεί με την πιο ακριβή κίτρινη επιλογή, η ετήσια εξοικονόμηση υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει τα 120 €, ποσό που αποτελεί το 20% του συνολικού λογαριασμού. Το γεγονός αυτό τονίζει το ευρύ φάσμα μεταξύ τιμών των κίτρινων τιμολογίων και αναδεικνύει περαιτέρω τις σημαντικές δυνατότητες εξοικονόμησης για τους καταναλωτές μέσω της τακτικής σύγκρισης τιμών.
Γενικά, το μοντέλο που εφαρμόζεται στα πράσινα τιμολόγια έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών τους κάθε φορά που παρατηρείται πτώση στη χονδρική αγορά μεταξύ των δύο προηγούμενων μηνών, από τον μήνα κατανάλωσης. Από την άλλη, τα κίτρινα τιμολόγια αναπροσαρμόζονται είτε με βάση τη χονδρική τιμή του μήνα κατανάλωσης, είτε με βάση την τιμή χονδρικής του προηγούμενου μήνα, ανάλογα με την εκ των υστέρων ή εκ των προτέρων γνωστοποίηση της τιμής τους, αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, η διεξοδική σύγκριση όλων των διαθέσιμων επιλογών στην αγορά, ειδικά αν ληφθεί υπόψη και η μελλοντική εξέλιξη των τιμών τους, προϋποθέτει την κατανόηση πολλών παραγόντων, περίπλοκων υπολογισμών, ακόμη και εκτίμηση των τιμών χονδρικής, προσθέτοντας έτσι πολυπλοκότητα στον τυπικό καταναλωτή ώστε να εντοπίσει την καταλληλότερη επιλογή προς όφελός τους.