Η ανάγκη για διαμόρφωση κατάλληλης δημοσιονομικής – φορολογικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του σοβαρού προβλήματος των κρατικών ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους γίνεται γενικά αντιληπτή και αποδεκτή. Επιφυλάξεις και ενστάσεις έχουν ωστόσο διατυπωθεί:
- για το κατά πόσον η σχεδόν αποκλειστική έμφαση σε μέτρα που αφορούν το σκέλος των δημόσιων εσόδων (αντί, ίσης τουλάχιστον έμφασης σε παρεμβάσεις και στο σκέλος των δαπανών) είναι δικαιολογημένη
- για το πόσο αποτελεσματικές θα αποδειχθούν φορολογικές ρυθμίσεις, ιδίως όσον αφορά την επιδίωξη περιορισμού της παραοικονομίας, διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και, κυρίως, μείωσης της έκτασης της φοροδιαφυγής
Για το συγκεκριμένο θέμα της παραοικονομίας, που είναι φανερό ότι συνδέεται άρρηκτα με τα άλλα δύο, πρόσφατη (Μάρτιος 2025) μελέτη του ερευνητικού Οργανισμού CEPR (Centre for Economic Policy Research), εκτιμά την έκτασή της στην Ελλάδα σε 36% του ΑΕΠ, την υψηλότερη μεταξύ χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Ακολουθεί η Ιταλία με 31% του ΑΕΠ, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά εκτιμώνται για το Βέλγιο, την Σουηδία και την Σλοβενία (5%, 6% και 7% αντίστοιχα).
Είναι ενδιαφέρον ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση ελάχιστα υπολείπεται αντίστοιχης που είχε προκύψει από μελέτη του ΙΟΒΕ, ήδη από την 10ετία του 1980! Αυτό, από μόνο του, είναι ενδεικτικό της απογοητευτικής επίδοσης των μέχρι σήμερα σχετικών πολιτικών, αλλά, ταυτόχρονα, δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία και για τα πιθανά αποτελέσματα εφαρμογής νεότερων μέτρων που εισάγονται με διαδοχικά φορολογικά νομοσχέδια. Στην πλειονότητά τους τα μέτρα αυτά δεν πείθουν για το ότι υπάρχει κατάλληλη και επαρκής μέριμνα για ουσιαστική και σφαιρική παρέμβαση στους βασικούς παράγοντες που προσδιορίζουν την «τάση» για απόκρυψη εισοδημάτων και για δυνατότητα δραστικού περιορισμού της έκτασης της φοροδιαφυγής.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η διεθνής εμπειρία και διάφορες σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι η «τάση» αυτή διαμορφώνεται και συντηρείται με τρόπο και για λόγους που δεν διαφέρουν από κάθε άλλη «ορθολογική» ατομική οικονομική απόφαση! Στον βαθμό βεβαίως που οι αποφάσεις αυτές βασίζονται σε συνειδητή η και ενστικτώδη υποκειμενική συνεκτίμηση του «κόστους» και του «οφέλους» που κάθε επιλογή συνεπάγεται για τον φορέα της απόφασης!
Επιτρέποντας και για επίδραση ενός ποιοτικού – ψυχολογικού και καθαρά προσωπικού παράγοντα που αφορά την «φορολογική συνείδηση» (ή «φορολογική ηθική» – tax morality), που εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από την «αίσθηση και αναγνώριση δικαιοσύνης στην κατανομή των φορολογικών βαρών», οι υπόλοιποι παράγοντες αφορούν:
- το ύψος των φορολογικών συντελεστών
- την πιθανότητα σύλληψης αυτού που φοροδιαφεύγει
- το ύψος της ποινής (προστίμου) που προβλέπεται για τις περιπτώσεις εντοπισμού μη δηλωθέντων εισοδημάτων
- την πιθανότητα πραγματικής επιβολής και καταβολής του προστίμου αυτού
Ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται στο μη δηλούμενο εισόδημα του φορολογουμένου (τμήμα από τα ανώτερα κλιμάκια του συνολικού εισοδήματος), προσδιορίζει το «όφελος» που η φοροδιαφυγή του εξασφαλίζει και που είναι βέβαια, σε απόλυτο μέγεθος, μεγαλύτερο όσο υψηλότερο είναι το συνολικό του εισόδημα! Αξίζει ωστόσο, στο σημείο αυτό, να αναφερθούν και αναλύσεις που διερευνούν την πιθανή επίπτωση στο ύψος της φορολόγησης, από την, μερική έστω, υιοθέτηση και εφαρμογή φορολογικής κλίμακας που εκφράζει «αντίστροφή προοδευτικότητα» στους συντελεστές διαδοχικά αυξανόμενων κλιμακίων εισοδήματος (regressive taxation).
Οι υπόλοιποι παράγοντες, που όλοι συνδέονται με την αποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών, ορίζουν το «κόστος»! Τα δύο μαζί προσδιορίζουν το «προσδοκώμενο καθαρό όφελος του εγκλήματος»! Όσο η προσδοκία για το ύψος του καθαρού οφέλους αυξάνεται, όσο δηλαδή εκτιμάται ότι «το έγκλημα αποδίδει», τόσο αυξάνεται και η τάση για «εγκληματικότητα»!
Θα πρέπει να είναι φανερό από τα παραπάνω ότι υψηλοί (και προοδευτικά αυξανόμενοι) συντελεστές φορολογίας, συνδυασμένοι με αναποτελεσματικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών, με σχετικά ήπιας μορφής κυρώσεις ή και με δυνατότητες αποφυγής τους, τονώνουν τις αποδόσεις του «εγκλήματος» και την ροπή προς αυτό! Αν μάλιστα συνυπολογιστεί και το ενδεχόμενο (καθόλου απίθανο) ότι, από τις αυξημένες αποδόσεις, μέρος τουλάχιστον είναι δυνατό να τροφοδοτήσει (ως μορφή «επένδυσης») μηχανισμούς και διαδικασίες άμβλυνσης του κόστους («τεχνητή» π. χ. μείωση της πιθανότητας σύλληψης η της πιθανότητας πραγματικής καταβολής προστίμων η άλλων ποινών που, θεωρητικά, επιβλήθηκαν), οι αποδόσεις βελτιώνονται ακόμα περισσότερο!
Είναι επίσης φανερό ποια θα πρέπει να είναι η προσέγγιση και τα μέτρα που θα εξασφάλιζαν, ολοκληρωμένα και αποτελεσματικά, προοπτική αναστροφής των τάσεων. Η αναβάθμιση της αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών και η εμπέδωση στους φορολογούμενους της πεποίθησης ότι οι συνέπειες από την διαπίστωση φοροδιαφυγής και σοβαρές θα είναι και η επιβολή τους άμεση και βεβαία, αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για επιτυχία του εγχειρήματος!
Προκειμένου να εξασφαλιστούν, θα απαιτηθεί σοβαρή και συνεχής επένδυση στην εκπαίδευση όσων στελεχώνουν τους μηχανισμούς αυτούς, στον εφοδιασμό τους με συστήματα, μεθοδολογίες και εξοπλισμό μηχανοργάνωσης που επιτρέπουν πολλαπλές, ταχύτατες και αξιόπιστες διασταυρώσεις στοιχείων από όλο το κύκλωμα παραγωγής και διακίνησης προϊόντων και υπηρεσιών. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη φορολογικής συνείδησης και ηθικής που σταδιακά μόνο μπορεί να προκύψει, παράλληλα με την τεκμηριωμένη προβολή πρακτικών που αναδεικνύουν κοινωνικά δίκαιη άσκηση φορολογικής πολιτικής, θα αποτελούσε πρόσθετο ενισχυτικό παράγοντα για την επιτυχία της.