Εκ νέου μήνυμα για την ανάγκη αύξησης του αριθμού των Ελλήνων που εμβολιάζονται κατά του κορονοϊού έστειλε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με δήλωση του πρωθυπουργού από την Τρίπολη όπου πραγματοποιεί επίσημη επίσκεψη.
Σύμφωνα με ενημέρωση από το Μέγαρο Μαξίμου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε «για τον εμβολιασμό να πω μόνο ότι είμαι ικανοποιημένος από το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες βλέπουμε μία αύξηση στο ρυθμό των ραντεβού που κλείνονται, και από τα νέα παιδιά, τους νέους συμπολίτες μας, αλλά και από ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας που ενδεχομένως να είχαν διστάσει μέχρι στιγμής να εμβολιαστούν.
«Είναι ξεκάθαρο -έβλεπα και τα στοιχεία σήμερα με τη μετάλλαξη Δέλτα, η οποία πια όπως είχαμε προβλέψει είναι ήδη κυρίαρχη στη χώρα μας- ότι όλοι Έλληνες είτε θα εμβολιαστούν είτε θα αρρωστήσουν. Επομένως, θα προέτρεπα πραγματικά, με όσο μεγαλύτερη δύναμη μπορώ, όσο δυνατόν περισσότερους συμπολίτες μας να εμβολιαστούν. Οι ανεμβολίαστοι κινδυνεύουν αυτή τη στιγμή, όχι μόνο από το να κολλήσουν αλλά από το να αρρωστήσουν σοβαρά.
«Το εμβόλιο είναι ένα θαύμα της επιστήμης, έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητά του και την ασφάλειά του και θα ζητήσω και πάλι και σε τοπικό επίπεδο να κάνουμε αυτήν την επιπρόσθετη προσπάθεια πειθούς. Έχουμε όλα τα επιστημονικά δεδομένα πια στη διάθεσή μας, αρκεί να δείτε τα στοιχεία των τελευταίων μηνών: το 99% των συμπολιτών μας μεταξύ 60 και 80 ετών που αρρώστησαν σοβαρά ήταν ανεμβολίαστοι» συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.
Για τον εμβολιασμό των ανηλίκων
«Δε νομίζω ότι χρειάζεται να πούμε τίποτα παραπάνω για το πόσο επικίνδυνο είναι, ειδικά τώρα που έχουμε τη διασπορά της μετάλλαξης Δέλτα, να παραμένει κάποιος ανεμβολίαστος. Θα ενθαρρύνω και τα νεότερα παιδιά, τους εφήβους μας, σε συνεννόηση πάντα με τους γονείς τους, να κάνουν κι αυτοί το βήμα του εμβολιασμού, ώστε να ανοίξουν τα σχολεία με τη μέγιστη δυνατή ασφάλεια. Και φυσικά, εφόσον η Επιτροπή το εισηγηθεί, θα εγκρίνουμε κι εμείς το να κατέβει το όριο του εμβολιασμού μέχρι τα 12, όπως γίνεται αυτή τη στιγμή στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες», κατέληξε.